TΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΛΕΦΑΝΤΗ
του Μάκη Καβουριάρη
…Εκείνα τα ξαφνικά βραδινά τηλεφωνήματά του: «Έλα το βράδυ στο σπίτι, έχω μαγειρέψει. Α, πού είσαι, όπως έρχεσαι πάρε και κάνα μπουκάλι κρασί (καμιά φορά πρόσθετε και ψωμί, άντε να το βρεις βραδιάτικα). Και κοίτα μην αργήσεις!» (το θεωρούσε ένα από τα κουσούρια μου, μαζί με άλλα που τα απέδιδε στην ικαριώτικη καταγωγή μου). Και πάντα πήγαινα, γιατί ήταν ο Άγγελος και γιατί η κουβέντα μαζί του με γοήτευε. Δηλαδή οι μονόλογοί του γι’ αυτά που τον απασχολούσαν εκείνη την περίοδο ή εκείνη τη στιγμή. Τα μικρά και τα μεγάλα. Τα δέντρα του, όταν έμενε στη Μάρκου Μουσούρη, οι γλάστρες του όταν μετακόμισε στη Δόμπολη, το μικρό άνοιγμα ανάμεσα στα απέναντι σπίτια που έφτανε, λόγω υψομετρικής διαφοράς, μέχρι τη θάλασσα. Την ιστορία του ΚΚΕ, το αντάρτικο, τον Εμφύλιο, τις μετέπειτα ζωές της αριστεράς, την αριστερά που μας «έλαχε» (κρίμα που δεν έζησε την 6η Μαΐου, κρίμα που δεν θα δώσει το παρών στις 18 Ιουνίου), το έθνος, για το οποίο έγραφε στο τέλος της ζωής του (ελπίζω κάποτε να βρεθεί το χειρόγραφο αυτής της δουλειάς), τα βιβλία που τον ενδιέφεραν, το θέατρο, την Άννα στο θέατρο, το προσεχές ταξίδι του Nicola στην Αθήνα. Και βέβαια για τη ζωή μας στο Παρίσι. Για τους δασκάλους του, τον Λερουά-Γκουράν και τον Χάουπτ, τους ανθρώπους εκείνης της εποχής και την πορεία τους… Τα minima memoralia που ξαναζούσαν στην αφήγησή του.
Κι εκείνα τα τηλεφωνήματα για ψάρια το μεσημέρι στον Πολίτη, όπου η συζήτηση ήταν πιο ανάλαφρη και περισσότερο επικεντρωμένη στο περιοδικό. Με την πάντα παρούσα και τα πάντα πληρούσα Μαρίνα και άλλους φίλους και με τα πέντε ψάρια που γινόντουσαν πέντε χιλιάδες κι ας διαμαρτυρόταν η Μιμίκα για την τσίκνα που έφτανε στους επάνω ορόφους.
Κι εκείνες οι ατελείωτες βραδιές στα μπαρ, ανάμεσα σε μονολόγους και σιωπές. Τις σιωπές των εσωτερικών του μονολόγων, τις σιωπές του τέλους.
Πηγή: https://enthemata.wordpress.com