Η «εθνική συστράτευση» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τα τρία άλλα κόμματα της ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας συμπυκνώνει και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτει πιο ξεκάθαρα, μέσα στις συνθήκες της οξείας οικονομικής και πολιτικής κρίσης που τραντάζει την Ελλάδα, τις πτυχές της πολιτικής των κομμάτων που κυριαρχούν στο αστικό πολιτικό σύστημά της, προεξάρχοντος του ΣΥΡΙΖΑ που κρατά σήμερα το κυβερνητικό τιμόνι.
Η κίνηση «εθνικής συνεννόησής» τους μαρτυρά τη συναφή πλεύση τους γύρω από τον κεντρικό άξονα πολιτικής που διαμορφώνουν και υπαγορεύουν οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τα συμφέροντα της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, γύρω από την πολιτική που δεν θέτει σε αμφισβήτηση το πλαίσιο της ξένης εξάρτησης της χώρας και, ιδιαίτερα, την πρόσδεση της χώρας μας στην ΕΕ. Το γεγονός αυτό δίνει και την πολιτική βάση που κάνει εφικτή τη «συνεννόηση» και τη «συναίνεσή» τους, και αυτό άλλωστε αποτύπωσε ρητά και η κοινή ανακοίνωσή τους ότι δεν θέλουν «ρήξη» με την ΕΕ και τους «θεσμούς».
Ταυτόχρονα, η «συστράτευσή» τους, ενώ ανταλλάσσουν μεταξύ τους καταγγελτικά πυρά, δείχνει τις δυσκολίες και τους κλυδωνισμούς του αστικού πολιτικού συστήματος που έχει βαλτώσει μέσα στη δίνη της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Κλυδωνισμούς και δυσκολίες που, από τη μια, οδηγούν ΝΔ-Ποτάμι-ΠΑΣΟΚ σε μια «προσέγγιση» και «συνεννόηση» με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με στόχο να τη βάλουν σε ένα πιο στενό κλοιό πίεσης για να υπογράψει άνευ όρων, ουσιαστικά, μνημονιακή συμφωνία. Και, από την άλλη, σέρνουν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να ψάχνει μέσα από «συναινετικές προτάσεις» αμφίεση για την ολοσχερή παράδοσή της στη μνημονιακή πολιτική και δικαιολογίες -μέσω του «διαμοιρασμού των πολιτικών ευθυνών» – για την καταστροφική υπογραφή του σε ένα τρίτο μνημόνιο.
Η κοινή ανακοίνωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με ΝΔ-Ποτάμι-ΠΑΣΟΚ και η συμφωνία τους για «κοινό στόχο» στην «επιδίωξη λύσης» δεν επιβεβαιώνει μόνο πόσο μικρές αποστάσεις χωρίζουν, στην πραγματικότητα, την πολιτική της κυβέρνησης και των μνημονιακών αντιπολιτευτικών κομμάτων αλλά βάζει και ένα «λιθαράκι» για το στήσιμο γεφυρών μεταξύ τους που μπορεί να τους φανεί «χρήσιμο» και για τις επόμενες εξελίξεις. Είτε αυτές είναι η υπερψήφιση ενός τρίτου σκληρού μνημονίου στη Βουλή είτε η καλλιέργεια ενός προκαταρκτικού εδάφους που μπορεί να χρειαστεί στο μέλλον, σε ένα παραπέρα βάθεμα της κρίσης, για την οικοδόμηση «ευρύτερων συναινετικών κυβερνητικών λύσεων». Δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς, ότι τα πράγματα δουλεύονται και προς τα εκεί, όταν, μάλιστα, ακούει και την Ντ. Μπακογιάννη να λέει, προχθές, στον Γιούνκερ ότι «η Ελληνική Βουλή έχει την ευρωπαϊκή πλειοψηφία να στηρίξει μια συμφωνία με τους θεσμούς».
Το αναμφισβήτητο είναι, πως η συμφωνία της κυβέρνησης να επιδιώξει από κοινού «λύση»με τα μνημονιακά αστικά κόμματα, που περιέχει και τη δέσμευσή της για «επίτευξη συμφωνίας» με τις προτάσεις της ΕΕ, τη φέρνει σε συμπαράταξη με το μνημονιακό στρατόπεδο, την τοποθετεί σε μια αντιλαϊκή συμπαράταξη που προϊόν της θα είναι ένα τρίτο μνημόνιο, μια νέα σκληρή επίθεση στα λαϊκά συμφέροντα.
Σηματοδοτεί, και αυτό θα πρέπει να υπογραμμισθεί, όχι απλά μια υποχώρηση απέναντι στο μνημονιακό στρατόπεδο αλλά και μια στήριξη και ενίσχυσή του, τη στιγμή, μάλιστα, που το πρόσφατο δημοψήφισμα έδειξε ότι ο λαός το έχει ακόμα περισσότερο αποδυναμώσει.
Από την άποψη αυτή, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα οφείλουν να βάλουν στους στόχους της πάλης τους, με αυξημένη ένταση, την κυβερνητική πολιτική που πλέον, ανοιχτά, κινείται σε «συνεννόηση» με το μαύρο μνημονιακό μέτωπο της κομματική τριάδας ΝΔ – Ποταμιού – ΠΑΣΟΚ.
Μ-Λ ΚΚΕ
Γραφείο Τύπου
12/7/2015