Ενορχήστρωση: Νίκος Βελώνιας
Ακούστε εδώ τα τραγούδια:
Ο Αντώνης Μποσκοΐτης και ο Θανάσης Λάλας γράφουν για τη Βούλα Σαββίδη
Δύο κείμενα που γράφτηκαν για την παρουσίαση του καινούριου δίσκου της Βούλας Σαββίδη, «Το έργο», στο Μπαράκι της Διδότου στις 31 Οκτωβρίου.
Το κείμενο του Αντώνη Μποσκοΐτη
Θα ξεκινήσω μ’ ένα σημείωμα της Βούλας Σαββίδη – αφιέρωση που μου έγραψε μέσα στον φάκελο του βινυλίου με «Τα Πέριξ» του Μάνου Χατζιδάκι. Μιλάω για το 2014, οκτώ χρόνια πίσω, όταν την είχα πρωτοσυναντήσει και μου έδωσε μία μεγάλη συνέντευξη, την πρώτη μας από μία σειρά συνεντεύξεων. Μου έγραφε τότε η Βούλα Σαββίδη: «Έτσι καθώς η βροχή ακούγεται παράφωνα με τρομάζει η αρμονία της σιωπής μου» και κατέληγε με δύο μάλλον σημαδιακές λέξεις: «Αντέχουμε ακόμα….»
Η σιωπή, αλλά και το ό,τι αντέχει ακόμα – κι απόδειξη είναι το ολοκαίνουργιο έργο της – είναι συνθήκες οριακές στη ζωή και στην πορεία της Βούλας Σαββίδη. Απ’ αυτή τη σιωπή λίγοι είναι οι άνθρωποι που κατάφεραν να τη βγάλουν κάθε φορά για να κάνει είτε μια παράσταση, μια συναυλία, είτε για να ξαναμπεί στο στούντιο και ν’ αφήσει ελεύθερη την τόσο ιδιαίτερη και μοναδική φωνή της. Η Βούλα, βλέπετε, δεν είναι τραγουδίστρια καριερίστα με το άγχος να παραμένει μόνιμα στην επικαιρότητα, ούτε σκορπιέται εδώ κι εκεί, δεξιά – αριστερά, απλά για να δηλώνει το παρόν της. Κατά τη γνώμη μου, που την έχω πει πολλές φορές και στην ίδια, είναι η μόνη χατζιδακική ερμηνεύτρια που διατηρεί στο ακέραιο την αύρα της Φλέρυς Νταντωνάκη, από το 1974, που ηχογραφήθηκαν τα «Πέριξ», μέχρι τις μέρες μας.
Λίγοι γνωρίζουν ωστόσο ότι το δισκογραφικό βάπτισμα της, γεννημένης στις Σέρρες, Βούλας Σαββίδη δεν έγινε με τον Μάνο Χατζιδάκι. Ο Χρήστος Λεοντής ήταν ο συνθέτης, που αναζητώντας νέες άφθαρτες φωνές, κάλεσε τη Βούλα να τραγουδήσει στο δίσκο του με τίτλο «12 παρά 5» το 1971, έναν δίσκο στον οποίο το πρώτο όνομα – που λέμε – ήταν η Μαρινέλλα. Να τι μου είχε πει η ίδια η Βούλα το 2014 για το δισκογραφικό ντεμπούτο της: «Η Μαρινέλλα μπήκε μετά, δεν ήταν να τραγουδήσει. Και ο δίσκος δεν έγινε στην COLUMBIA, αλλά στη PHILIPS. Κατάφεραν να με πάρουν, γιατί ήμουν και ανήλικη. Με έπεισε ένας γνωστός παραγωγός – δε θέλω να λέω το όνομα του -, μάνατζερ τραγουδίστριας που κυριαρχούσε. Όμως εγώ ήμουν απειλή, αφού ο Λαμπρόπουλος με ”ετοίμαζε”. Όταν ένα παιδί το παίρνουν από μια οικογένεια, από μια γειτονιά και το ρίχνουν σ’έναν άγνωστο ανταγωνιστικό χώρο, δε μπορεί να ξέρει τι κρύβεται πίσω απ’ τα χαμόγελα των ανθρώπων. Μου έλεγαν τότε “Θα μπεις σε δίσκο με τη Μαρινέλλα” και κάτι βλακείες που τώρα γελάω. Μόνο ο Λεοντής δεν είχε σκοπιμότητα, αφού απλά ήθελε τη φωνή μου και δεν τά’χε βρει με τον Λαμπρόπουλο».
Από τις δηλώσεις της Βούλας σχετικά με την πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία, γίνεται κατανοητή – νομίζω – η ευαισθησία της, αυτή που από πολύ νωρίς έκανε απαγορευτικό σχεδόν το κυνήγι της καριέρας, που σας είπα πριν. Κι εκεί που θα μπορούσε να έχει σταματήσει προτού καν ξεκινήσει την πορεία της στην ελληνική μουσική, φτάνουμε στα 1974 και σε μία αγγελία που βλέπει στην εφημερίδα. Ο λόγος και πάλι της ίδιας της Βούλας, όπως τον κατέγραψα στο κασετοφωνάκι μου:
«Είμαι με τον αδερφό μου και πίνουμε καφέ στο Μουσείο. Έχω ήδη υποστεί την απογοήτευση τού πώς με τούμπαραν κάποιοι άνθρωποι κι έφυγα απ’ τον Λαμπρόπουλο που μου ετοίμαζε καριέρα. Θέλω να τα παρατήσω, αλλά διαβάζω ένα πλαίσιο εφημερίδας: Ο Μάνος Χατζιδάκις ενδιαφέρεται για νέες φωνές. ”Δεν πας;” μου κάνει ο αδερφός μου. ”Τι να κάνω εγώ εκεί;” η δική μου αντίδραση ”αφού είμαι ήδη στη δισκογραφία κι ο Χατζιδάκις θα ακούσει εντελώς καινούργια πρόσωπα”. Ο αδερφός μου δεν επέμεινε, αλλά το ξανασκέφτομαι και πάω! Ήμουν πάρα πολύ κακή την πρώτη φορά, γιατί τον Χατζιδάκι τον άκουγα από τα 14 μου και τού’χα μεγάλο δέος! Τραγούδησα ”Η πίκρα σήμερα” και φεύγοντας, ήθελα να εξαφανιστώ, ντρεπόμουν που έχασα μια μεγάλη ευκαιρία. Την άλλη μέρα, λοιπόν, χτυπάει το τηλέφωνο μου. Ο Βασίλης ο Τενίδης: ”Μπορείτε να έρθετε πάλι που σας θέλει ο κ. Χατζιδάκις;” Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου! Μου λέει ο άντρας μου, με τον οποίο τότε ήμασταν αρραβωνιασμένοι, αλλά ζούσαμε μαζί: ”Γιατί δεν του τραγουδάς ένα ρεμπέτικο;” Υπ’ όψιν, είχα ήδη εμφανιστεί στο ZOOM με Μητσιά, Γαλάνη και Μούτση στην καλλιτεχνική διεύθυνση. ”Τι ειν’ αυτά που λες” κάνω ”θα πάω στον Χατζιδάκι και θα του πω ρεμπέτικα και λαϊκά;” Το ίδιο όμως μου είχαν πει να κάνω και οι φίλοι μου, οι συγγραφείς Μήτσος Ευθυμιάδης και Γιώργος Σκούρτης. Τελικά, όταν ξαναπήγα, λέω του Χατζιδάκι ”Να σας πω ένα ρεμπέτικο;” Παύση μικρή…”Πες” απαντάει, αλλά με βαριά καρδιά. Αυτό το τραγούδι δεν τo ‘χα ξαναπεί στη ζωή μου, το ”Μάνα μου γιατί να με γεννήσεις”, ούτε θυμάμαι που τό’χα ακούσει. Τη σκηνή αυτή μπορούν να την περιγράψουν κατάλληλα μόνο όσοι ήταν παρόντες: Σηκώνεται ο Χατζιδάκις απ’ τη θέση του, έρχεται μπροστά μου και λέει ”Μη σταματάς, μη σταματάς!” Αυτό ήταν!»
Και τι ήταν αυτό, λέω εγώ τώρα, για το οποίο όλοι αγαπήσαμε και εξακολουθούμε να αγαπάμε τη Βούλα Σαββίδη; Το ότι έβαλε τη φωνή της σε μια σειρά ρεμπέτικων τραγουδιών απογυμνωμένα από μπουζούκι, για μαντολίνο δηλαδή και ορχήστρα. Ξέρω πως ο Χατζιδάκις εχθρευόταν εκείνο το διάστημα την επικράτηση του μπουζουκιού στις πίστες και τα μαγαζιά της παραλιακής, γι’ αυτό και θέλησε η δική του άποψη να’ναι κάτι τελείως διαφορετικό και πρωτότυπο. Όσο για το μυστικό της τελειότητας της ερμηνείας της Βούλας στα αγαπημένα ρεμπέτικα, ένα κι ένα, που διάλεξε ο Χατζιδάκις, μου το εξήγησε πάλι η ίδια: «Είμαι βαθύτατα μελαγχολικό άτομο, αλλά πιστεύω ότι οι μελαγχολικοί άνθρωποι είναι και οι πιο αισιόδοξοι. Η δική μου μελαγχολία ξεκινάει από το γεγονός ότι δεν αρκούμαι στο λίγο του έρωτα, των συναισθημάτων και της ζωής, διότι το ένστικτο μου μού λέει ότι υπάρχει κάτι πολύ πιο πάνω απ’αυτό που βιώνουμε». Κι όταν, μετά απ’ αυτό που σας διάβασα και που άκουγα κι εγώ για πρώτη φορά τότε, τόλμησα να της πω πώς είναι η μόνη τραγουδίστρια που μεταφέρει τόσο έντονα το πένθος και την απώλεια με τη φωνή της, μου απάντησε: «Εγώ ξέρετε γιατί τραγουδάω; Γιατί ο κόσμος κλαίει…Έχω δει πάρα πολλούς ανθρώπους να κλαίνε. Άρα μάλλον έχετε δίκιο».
Τη Βούλα οι πρεσβύτεροι θα τη θυμούνται στις παραστάσεις στο Πολύτροπον της Πλάκας του Βαγγέλη Σκούρτη. Ο Χατζιδάκις την είχε βάλει σε μία καρέκλα στη μέση της αίθουσας, έτσι ακριβώς όπως την είχε ζωγραφίσει ο Γιάννης Μόραλης στο εξώφυλλο των «Πέριξ», με έναν προβολέα απάνω της ώστε να αρχίσει να τραγουδάει απρόσμενα, ανάμεσα στους θαμώνες του μαγαζιού, το Πικραμένο αγόρι ή το Χαράματα η ώρα τρεις. Και λίγα χρόνια αργότερα μερικοί θα είχαν την τύχη να την απολαύσουν στη μπουάτ «Ρήγας» στην Πλάκα σ’ ένα πρόγραμμα με προεξάρχουσα τη Μαρίζα Κωχ, τον περίφημο ΛοΓό αλλά και τον Ηλία Λιούγκο, άρτι αφιχθέντα στα μουσικά πράγματα από τα «Παράλογα» του Χατζιδάκι και του Γκάτσου.
Το 1977 τη Βούλα ζητάει για συμμετοχή σε δίσκο του ο Μίμης Πλέσσας. Ο δίσκος λεγόταν «Τα χαμένα χρόνια», ήταν σε στίχους του Γιάννη Κακουλίδη και μαζί με τη Βούλα τραγουδούσαν ακόμη ο αείμνηστος Δημήτρης Ψαριανός, αλλά και ο Γιώργος Μαρίνος σε έκτακτη συμμετοχή. Γι’ αυτή τη δουλειά, η Βούλα δεν είχε ιδιαίτερες μνήμες, ούτε καν για το πώς μπήκε και τραγούδησε στο άλμπουμ. «Που τον θυμηθήκατε το δίσκο με τον Πλέσσα;» με ρώτησε με έκπληξη κατά τη συνέντευξη μας. «Ειλικρινά δε θυμάμαι τίποτα, μόνο ότι πήγαινα στο σπίτι του κάπου στην Κυψέλη κι ο άνθρωπος ήταν γλυκύτατος». Ωστόσο, σας συμβουλεύω να αναζητήσετε το συγκεκριμένο έργο του Πλέσσα και να ανακαλύψετε τη Βούλα στο τραγούδι «Εικόνες του ‘36» που καταθέτει μία συγκλονιστική ερμηνεία.
Κι από το 1977 ή από το ’78, που ολοκληρώθηκαν οι παραστάσεις της με τη Μαρίζα Κωχ στον «Ρήγα», ακολουθεί η σιωπή…Ή η αρμονία της σιωπής, όπως θα μου έγραφε αργότερα η Βούλα. Πολλές μπορεί να ήταν οι αιτίες αν θέλουμε να το αναλύσουμε το θέμα απ’ τη μεριά ενός ανθρώπου, όπως είμαι εγώ, που παρακολουθεί εκτενώς το ελληνικό τραγούδι. Τι ήταν αυτό που έκανε τη Βούλα Σαββίδη ν’ αποσυρθεί σαν να μας έδειχνε πως η τομή στην ιστορία δεν αποτέλεσε ποτέ τομή στο ιστορικό της; Διότι η Βούλα δεν διακατεχόταν από βαθιά εσωτερική ταραχή, όπως η Φλέρυ Νταντωνάκη, που την έκανε να σέρνει παντού, σαν σισύφειο λίθο, τα βάρη της ψυχής της. Η Βούλα – όπως το είπε ακριβώς – διακατεχόταν από αρμονία, την αρμονία της σιωπής της, η οποία όσο περνούσε ο χρόνος, άλλο τόσο αυτός ο χρόνος την καταχωρούσε καλύτερα μέσα του. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν σ’ αυτή την αρμονία η παρουσία του συζύγου της στη ζωή της και πατέρα του μοναχογιού τους, ενός σημαντικού και κοσμαγάπητου διανοούμενου της Θεσσαλονίκης, όπως και η μητρότητα. Αυτά τα πρόσωπα και ειδικά ο ερχομός του παιδιού της, του «νέου ανθρώπου», της έδωσε την αίσθηση της συνέχειας και του γόνιμου περάσματος από τη γη, κάτι που ενδεχομένως δεν της έφερε ίσαμε τότε η σχέση της μ’ αυτό που ορίζουμε βιομηχανία του τραγουδιού.
Κι αν τη Βούλα την ξανάδαμε δίπλα στον Μάνο Χατζιδάκι το 1980, στις παραστάσεις στον Ζυγό, να τραγουδάει μαζί με τον Βασίλη Λέκκα, τον Ηλία Λιούγκο και την Ηδύλη Τσαλίκη, ακόμη κι αν την ακούσαμε να συμμετέχει στο «Θα τραγουδήσω απόψε για μένα», το τρίτο προσωπικό άλμπουμ του Ηλία Λιούγκου, σίγουρα δεν μπορούν να θεωρηθούν προσπάθειες απ’ τη μεριά της για επιστροφή στις μουσικές σκηνές και στη δισκογραφία.
Αυτό συνέβη αρκετά χρόνια μετά, τη δεκαετία του 1990, με τρία άλμπουμ που κυκλοφόρησαν με δύο χρόνια απόσταση το ένα απ’ το άλλο. Αναφέρομαι στο «Φίλημα του χρόνου» το 1992, στα «Καινούργια ρούχα» το ’94 και στην «Αλκυονίδα μέρα» του ’96. Κι αν για τη δισκογραφική της επάνοδο υπεύθυνος ήταν ο Δημήτρης Χατζόπουλος, οφείλουμε να μνημονεύσουμε στην εκδήλωση αυτή τον συγκεκριμένο ραδιοφωνικό παραγωγό, για τον οποίο η Βούλα μου είχε πει επί λέξει: «Είχα γνωρίσει τον Δημήτρη Χατζόπουλο, μετέπειτα γνωστό παραγωγό του ”Μελωδία”. Ήρθε και μ’ άκουσε σ’ένα χώρο, ο ίδιος ενδιαφέρθηκε και ανέλαβε να μαζέψει τραγούδια διάφορων συνθετών».
Και τι συνθετών, θα πρόσθετα εγώ τώρα: Την αφρόκρεμα των δημιουργών του λεγόμενου έντεχνου: Τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Νότη Μαυρουδή, τον Διονύση Τσακνή, τον Παντελή Θαλασσινό και πολλούς ακόμη σπουδαίους, που έγραψαν για τη φωνή της υποκλινόμενοι με τον δέοντα σεβασμό στο comeback μιας πολύ μεγάλης και εξαιρέσιμης καλλιτέχνιδας. Ας θυμηθούμε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια της Βούλας Σαββίδη που συνέπεσαν με την έκρηξη του έντεχνου και των δημιουργών του, που άλλοι απ’ αυτούς υπάρχουν μέχρι σήμερα και άλλοι χάθηκαν, εγκλωβισμένοι σε μία αισθητική που χάθηκε κι αυτή μαζί με το πέρασμα των χρόνων: «Η Ζηρά», το «Ζεϊμπέκικο της Πατησίων», το «Αυτό που δεν κατάφερα» ή το «Μάη λένε πως θα βρέξει». Θα σταθώ ιδιαίτερα, όμως, στο άλμπουμ «Καινούργια ρούχα» του 1994, αφού εκεί συναντιέται για πρώτη φορά με τον συνθέτη Τάσο Γκρους, τον δημιουργό, ο οποίος σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, έγραψε το ολοκαίνουργιο «Έργο» για τη φωνή της.
Ο Τάσος Γκρους, ξέρετε, δεν είναι τυχαίος συνθέτης. Είναι ένας ικανότατος μελωδός που αντλεί έμπνευση κάθε φορά απ’ τα πιο ευγενή υλικά του τραγουδιού, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη δημοτική και λαϊκή παράδοση και, κυρίως, την απόπειρα καταβύθισης στα εσώψυχα των ακροατών του. Κι αν στα «Καινούργια ρούχα», η Βούλα τραγούδησε μέσω του Γκρους τον λόγο του Ηλία Κατσούλη, του Θοδωρή Γκόνη, του Οδυσσέα Ιωάννου και του Γιάννη Τσατσόπουλου, στο τωρινό «Έργο» τους, τους εξαιρετικούς στίχους – αντάξιους του παρελθόντος της τραγουδίστριας και του συνθέτη, ανέλαβαν ο Βαγγέλης Βελώνιας που έχει ήδη σημαντικό έργο στις αποσκευές του, αλλά και η πρωτοεμφανιζόμενη Μαρία Τσιμικλή. Θα είμαι ειλικρινής: Ακόμη δεν άκουσα ολόκληρο το άλμπουμ, που παρουσιάζουμε σήμερα, καθώς δεν μου αρέσει να ακούω ψηφιακά τη μουσική σε μία περίοδο που έχω επιστρέψει στο βινύλιο. Θα πω, ωστόσο, ότι είχα την τύχη να είμαι στο στούντιο του Σάκη Γκίκα, στην Κυψέλη, μια μέρα που έγραφαν η Βούλα με τον Γκρους, και έμεινα κυριολεκτικά ενεός με το πώς εξαφανίστηκε όλη η ανασφάλεια της μόλις άνοιξε τα χείλη της – ή, σωστότερα, την ψυχή της – πίσω από ένα μικρόφωνο. Ήταν μία συγκλονιστική εμπειρία! Ανάλογη εμπειρία έζησα και κάπου μακριά από την Ελλάδα, όταν είχε σκάσει μύτη στο διαδίκτυο το πρώτο single από το «Έργο»: Βρισκόμουν στο Λονδίνο σε μια καφετέρια με αρκετό κόσμο και ενθουσιασμένος με τη νέα κυκλοφορία της Βούλας, έβαλα το τραγούδι να παίζει δυνατά από το κινητό μου τηλέφωνο. Συνέβη κάτι το απίστευτο: Οι φωνές των ανθρώπων σίγασαν και φαινόταν όλοι να’ναι προσηλωμένοι – κανένας άλλος Έλληνας ανάμεσα τους – σ’ αυτή την παράξενη για τα γούστα τους ώριμη γυναικεία φωνή που σαν να έβγαινε από αρχαίο μαντείο για να δώσει τους χρησμούς της απλόχερα, ενόσω έπιναν τον καφέ ή το τσάι τους και συζητούσαν για το Brexit, τον covid και τη Βασίλισσα τους, που έπνεε τότε τα λοίσθια. «Άμα η Βούλα επιβάλλεται στους Βρετανούς, φαντάσου τι θα κάνει στους Έλληνες με το νέο έργο της», ήταν η σκέψη που έκανα…
Πολλά είπα και σας κούρασα. Θα κλείσω την ομιλία μου με φράσεις της Βούλας Σαββίδη, όπως την είχα απέναντι μου και την άκουγα το 2014: «Έζησα μια Κόλαση, ήμουν εγκλωβισμένη επί 40 χρόνια. Τώρα είμαι στην έξοδο, φαίνεται…Δεν χαιρόμουν το τραγούδι, με εγκλώβισε, ήταν μια Κόλαση για μένα. Μπορεί η ζωή να ήταν γενναιόδωρη απέναντι μου, αλλά έπρεπε να πληρώσω τίμημα. Μόνο κάποιοι κοντινοί μου άνθρωποι γνωρίζουν τι πέρασα όλα αυτά τα χρόνια. Είχα να πολεμήσω τους εμπόρους! Δεν τα πάω καλά μαζί τους! Κανένα δίσκο δε χάρηκα, ούτε τους τελευταίους που αναφέρατε. Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος τον εγκλεισμό μου, τον έβλεπε γοητευτικό. Που να καταλάβει ότι εγώ δεν χαιρόμουν με τίποτα».
Αγαπημένη μου Βούλα Σαββίδη, μόνο χαρές από δω και πέρα. Ο δρόμος για την…Άνω Βούλα, όπως είπες κι εσύ, είναι ήδη στρωμένος. Οι όροι του παιχνιδιού άλλαξαν, το τραγούδι το δικό σου δεν βρίσκεται πια στα χέρια των εμπόρων, μα της τεχνολογίας και των ανθρώπων που τους προτιμάς και σε προτιμούν. Ας είναι αυτή η εκδήλωση σήμερα, πέραν από μία μάζωξη φίλων σου, το εφαλτήριο και για πολλές νέες εμφανίσεις σου στην Αθήνα και οπουδήποτε. Ας γίνει το τραγούδι σου λίγο φως που θα λάμπει σαν ήλιος μέσα σε μία εποχή πλασμένη από σκοτάδι.
Θα ήθελα, τέλος, να αφιερώσω το κείμενο που μόλις σας διάβασα σε μερικούς ανθρώπους που δεν βρίσκονται πια ανάμεσα μας, αλλά είμαι σίγουρος – ή μάλλον πολύ θα το ήθελα – να άκουγαν τη Βούλα επί σκηνής να τραγουδάει: Στον λατρεμένο της σύζυγο, Βαγγέλη Κόλκα. Στον λατρεμένο φίλο της, Γιάννη Ζουγανέλη τον τουμπίστα. Στον Μάνο Χατζιδάκι. Στη Φλέρυ Νταντωνάκη. Και στον συνάδελφό Νίκο Αϊβαλή. Αιωνία τους η μνήμη.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Αντώνης Μποσκοΐτης
Το κείμενο του Θανάση Λάλα
Λοιπόν η Βούλα Σαββίδη είναι μια ανθοδέσμη, μια υπέροχη ανθοδέσμη ενδιαφέροντος! Κρατάει το σχοινί που μας ενώνει με αυτό που όλοι μας θαυμάζουμε ακόμη, με μια εποχή και με ανθρώπους που έφτιαξαν την ταυτότητά μας. Τη γνώρισα μπροστά σε ένα παράθυρο με θέα το λιμάνι, την θάλασσα στη Θεσσαλονίκη! Για ώρα έβλεπα μέσα της την υπέροχη εσωτερική της θέα, εκεί που πατάνε οι νότες γυμνές και ζεσταίνουν την ψυχή μας. Εκατομμύρια κόκκοι άμμου, σε μια ακρογυαλιά που ξέρει να φλερτάρει με το ανώτερο της ύπαρξής μας, με αυτό το προσωπικό μας, που κάνει το έργο, μεγάλο έργο. Ο Καζαντζίδης μου έλεγε ότι η μεγάλη φωνή κατοικείται από τις ζωές όλων μας γι’ αυτό όταν αποφασίζει η μεγάλη φωνή να πει ένα τραγούδι, εμείς νιώθουμε ότι λέει το δικό μας τραγούδι, το τραγούδι της ζωής του καθενός μας. Τόσο θέλει η Βούλα, μια αφορμή θέλει, για να κυλήσει στο ανοιχτό μας παράθυρο σαν ολόγιομο φεγγάρι. Τόσο δα σας λέω! Και μείς εκεί, εκείνη την μέρα που την γνώρισα με τον Αντώνη, από κοντά, να διεκδικούμε την μάνα μας που με τους κεφτέδες της μας τάιζε την πείνα, γι’ αυτό που δεν έκανε πιά αλλά εμείς το λαχταρούσαμε. Μετά την πρώτη συνάντηση στο σπίτι της βρεθήκαμε σαν αυτόπτες μάρτυρες στον οίκο του οίνου στην Επανωμή για να παρουσιάζουμε το Θηρίο Ανήμερο, το βιβλίο του Στέλιου Καζαντζίδη. Κι εκεί πιά τινάξαμε την μπάντα στον αέρα με ένα τραγούδι που είπαμε παρέα α καπέλα, από την μια γωνιά της αίθουσας. Θυμάσαι Βούλα μου; Το μερτικό μου απ’ τη χαρά μου το ‘χουν πάρει άλλοι γιατί είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη γιατί είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη. Θεέ μου τη δεύτερη φορά που θα ‘ρθω για να ζήσω όσο η καρδιά κι αν λαχταρά δεν θα ξαναγαπήσω. Σαν θαλασσόδαρτο σκαρί σαν βράχος ρημαγμένος ήρθα σαν ξένος στη ζωή και ξαναφεύγω ξένος ήρθα σαν ξένος στη ζωή και ξαναφεύγω ξένος. Θεέ μου τη δεύτερη φορά που θα ‘ρθω για να ζήσω όσο η καρδιά κι αν λαχταρά δεν θα ξαναγαπήσω. Εμείς Βούλα μας θα σ’ αγαπάμε πάντα. Καλώς ήρθες λοιπόν. Είσαι γιορτή για εμάς.
Θανάσης Λάλας