Τσίκνισε η Πέμπτη. Δεν ψήθηκαν καλά οι αλογοκεφτέδες και βρώμισε ο τόπος από το DNA της καβαλίνας.
Όλα μοστράρονται απλόχερα στου καθημερινού «παζαρέματος» τους πάγκους. Το ανθρώπινο κρέας, λαχταριστό, στάζει αίμα και ηδονή από το τσιγκέλι της τηλοψίας. Η αξιοπρέπεια καίγεται και μυρίζει, τσικνισμένη, στα μαγκάλια της ανεργίας και στα κάρβουνα της υπο-απασχόλησης. Υπάνθρωποι νέμονται την επιβίωση ενός ολάκερου λαού…
Με νάιλον ντέφια και ψόφια κέφια, βγήκαν πάλι στο δρόμο οι αμασκάρευτοι μασκαράδες. Οι πραγματικοί, με την κοστουμάτη αμφίεση, προτιμούν τους… θώκους! «Ε, ρε γλέντια», που θα λεγε με τη χαρακτηριστική φωνή του ο Καραγκιόζης-προτού το όνομά του γίνει τίτλος τιμής για ορισμένους…
Άνευρα, παθητικά και μίζερα ακόμη και τα αποκριάτικα σκωπτικά με τις φαλλικές αναφορές. Χάθηκε η σπιρτάδα παλαιότερων γενιών που ξεσπούσαν σε διονυσιακού τύπου δρώμενα, τις χρόνιες αναστολές τους. Πού έμπνευση στην ανέμπνευστη εποχή της ανοχής, της αντοχής και της συνενοχής;
Σέρνονται στο άρμα της εξουσίας όλα τα αθύρματα, ενόσω με αθυροστομία εκτονώνουμε τα βιωματικά μας απωθημένα. Έχοντας επίγνωση της συμμετοχής στη συνενοχή, λόγω νωθρότητας, αδιαφορίας και ανοχής.
Η αποκριάτικη διάθεση ωστόσο, παραμένει στο κυνο-βούλιο. Φημολογείται εντόνως πως αλλάζει ο «Μανωλιός», ασχέτως αν θα βάλει και πάλι τα παλιά του ρούχα αλλιώς. Ο ανασχηματισμός, σαν τον Καρνάβαλο, θα βγει υπό πομπή στις ρούγες να πλανέψει τα πλήθη πετώντας τους ληγμένες, περιτυλιγμένες σοκολάτες. Υπό τους ήχους της… σάμπα, θα ξαναχορέψουν οι… τσάμπα (μάγκες).
Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν ωστόσο, πως δεν θα παρελάσει τελικώς τη φετινή αποκριά ο βασιλεύς των μασκαράδων. Φοβάται να κυκλοφορήσει στους δρόμους; Ή μήπως -εν όψει νέων πολιτικών αναμοχλεύσεων- θεωρηθεί προβοκατόρικη ενέργεια η περιήγησή του;
Στο γαϊτανάκι της κρίσης, τραβάει τις κορδέλες και τα μαλλιά του, ο πένητας. Ανάστατος και φοβισμένος. Άστεγος και πεινασμένος. Φυλάει τις εναπομείνασες πενταροδεκάρες του και φιλάει λερές ποδιές για ένα πενιχρό βοήθημα ή μια θέση στα 5μηνα προγράμματα απασχόλησης. Στέγνωσε η αγορά που δακρυρροεί, έτοιμη να ξεπουλήσει την πραμάτεια της όσο-όσο και να κατεβάσει ρολά, μη αντέχοντας άλλη συμπίεση.
Δεν έχει τι να βάλει, η Λέγκω-γριά στο καρναβάλι… Η τσαμπούνα με τα βωμολοχικά διονυσιακά άσματα, της ζαλίζει το κεφάλι. Οι μασκαρεμένοι, που τους συνήθισε να κυβερνούν το δημόσιο βίο επί μακρόν, της φαίνονται γνώριμοι και πολύ ράθυμοι. Το πιπέρι και αυτούς που το τρίβουν, το βαρέθηκε. Βγάζει γλώσσα στα σύγχρονα μασκαραλίκια.
Βγάζει γλώσσα σε όσους θεωρούν ανόητες και ξεπερασμένες συμπεριφορές την αξιοπρέπεια και την κοινωνική αλληλεγγύη. Σε όσους θεωρούν καταδικασμένο όποιον ζει «δίχως καβάντζα καμιά» που θα ‘λεγε κι ο Νικόλας Άσιμος, πριν γίνει ιδανικός αυτόχειρας…