Μπορεί όλοι να «ορκίζονται» στις ελληνικές ποικιλίες οινοστάφυλων, όμως, τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης δείχνουν πως οι αμπελώνες όπου καλλιεργούνται ελληνικές ποικιλίες διαρκώς μειώνονται. Αιτία, φυσικά, οι χαμηλές τιμές που λαμβάνουν οι αμπελουργοί για τα σταφύλια τους. «Με 0,20 το κιλό στο ροδίτη, δεν βγάζω τα έξοδα της καλλιέργειας, για να μη μιλήσουμε για τα υπόλοιπα», λέει ο Άγγελος Κυριακόπουλος, αμπελουργός από την Πάτρα.
Την ίδια στιγμή, η αναμπέλωση, στην οποία οι οινοποιοί ποντάρουν για την αναδιάρθρωση του ελληνικού αμπελώνα, στην πράξη περιορίζεται, απλώς, στην αντικατάσταση των παλαιών αμπελιών με νεότερα της ίδιας ποικιλίας, γιατί, όπως φαίνεται, οι αμπελουργοί εμπιστεύονται αυτό που γνωρίζουν. «Αναμπέλωση στην Ελλάδα σημαίνει, απλώς, ότι φυτεύουμε νέα αμπέλια στη θέση των παλαιών, όχι ότι αλλάζουμε ποικιλίες για να στραφούμε σ’ εκείνες που έχουν μεγαλύτερη πέραση στην αγορά», λέει ο προϊστάμενος του τμήματος Αμπέλου και Ελαίας Διονύσιος Γραμματικός. Πάντως, ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Αμπέλου και Οίνου (ΕΔΟΑΟ), Γιάννης Βογιατζής, διευκρινίζει ότι η αγορά –κυρίως του εξωτερικού, αλλά και του εσωτερικού τα τελευταία χρόνια– προτιμά τις ελληνικές ποικιλίες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει συλλέξει το τμήμα Αμπέλου και Ελαίας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, οι εκτάσεις με σαββατιανό, που καλλιεργούνται στην Ελλάδα, μειώθηκαν το 2015 κατά 8.040 στρέμματα σε σχέση με το 2012. Η μείωση αυτή αποδίδεται, κυρίως, στις χαμηλές τιμές της πρώτης ύλης, οι οποίες οδήγησαν ορισμένους αμπελουργούς στο να εγκαταλείψουν την καλλιέργεια. Κατά, περίπου, 2.140 στρέμματα μειώθηκαν στο ίδιο χρονικό διάστημα οι εκτάσεις όπου καλλιεργείται το μοσχάτο άσπρο, μια μοναδική ποικιλία στη Σάμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι, για τον αμπελώνα του νησιού, τα 2.000 στρέμματα αποτελούν σημαντική μείωση και δείχνουν την τάση εγκατάλειψης της αμπελοκαλλιέργειας στη Σάμο, όπου ο κλήρος είναι ιδιαίτερα μικρός.
το 1984 οι ελληνικοί αμπελώνες έφταναν 892.400 στρέμματα, το 1999 τα 774.660 στρέμματα, το 2006 τα 696.050 στρέμματα, ενώ, το 2015 καλλιεργήθηκαν στη χώρα, συνολικά, 640.130 στρέμματα με οινοστάφυλα.
Μείωση στα αμπέλια και του αγιωργίτικου, κατά 2.360 στρέμματα, καταγράφτηκε το ίδιο χρονικό διάστημα, έκταση η οποία δεν είναι μεγάλη σε σχέση με το συνολικό μέγεθος του αμπελώνα που καλλιεργείται το αγιωργίτικο. Από την άλλη, αυτή η μείωση, όπως και η μείωση κατά 730 στρέμματα για το ξινόμαυρο, είναι ενδιαφέρον στοιχείο, εάν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για τις δύο περισσότερο δημοφιλείς κόκκινες ελληνικές ποικιλίες, οι οποίες είναι γνωστές και στο εξωτερικό. Αυξήθηκαν, από το 2012 έως και το 2015, και οι εκτάσεις με σταφύλια της ποικιλίας Λιάτικο από 22.180 σε 24.180 στρέμματα, ασύρτικο από 18.210 σε 19.140, μοσχοφίλερο από 10.950 σε 11.450 στρέμματα.
Αντίθετα, αύξηση παρουσίασαν οι εκτάσεις που καλλιεργούνται με οινοστάφυλα ξένων ποικιλιών, εάν εξαιρέσουμε το cabernet sauvignon, η καλλιέργεια του οποίου έπεσε κατά 1.350 στρέμματα από το 2012 έως το 2015. Ωστόσο, κατά 990 στρέμματα αυξήθηκε o αμπελώνας με το merlot, κατά 660 με Syrah και κατά 540 με Sauvignon Blance. Όσο για την εξαιρετικά δημοφιλή, τα τελευταία χρόνια, μαλαγουζιά, οι αμπελώνες που καλλιεργείται δεν ξεπερνούν συνολικά τα 5.000 στρέμματα.
Συνολικά, ο ελληνικός αμπελώνας ανέρχεται σε 630.514 στρέμματα. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, μειώνεται διαρκώς, σύμφωνα με τον κ. Γραμματικό. Έτσι, το 1984 οι ελληνικοί αμπελώνες έφταναν 892.400 στρέμματα, το 1999 τα 774.660 στρέμματα, το 2006 τα 696.050 στρέμματα, ενώ, το 2015 καλλιεργήθηκαν στη χώρα, συνολικά, 640.130 στρέμματα με οινοστάφυλα.
Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στην Αττική, όπου το 1984 οι αμπελώνες κάλυπταν έκταση 155.720 στρεμμάτων, αλλά το 2015 μόνο 63.130 στρεμμάτων. Αντίστοιχα, μεγάλη μείωση παρουσιάζει και στη Κρήτη ο αμπελώνας. Οινοστάφυλα καλλιεργούνταν σε 117.400 στρέμματα στο νησί και το 2015 ο αριθμός των στρεμμάτων έπεσε στα 75.750. Μείωση παρατηρείται, επίσης, στα Ιόνια νησιά, στη Στερεά Ελλάδα, στο νότιο και βόρειο Αιγαίο και στη δυτική Ελλάδα. Αύξηση των εκτάσεων σημειώθηκε σε ανατολική Μακεδονία-Θράκη, στην κεντρική Μακεδονία και στη Θεσσαλία.
Μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική καλλιέργεια οινοστάφυλων είναι ο μικρός κλήρος. Μόνο το 0,07% των εκμεταλλεύσεων έχει μέγεθος πάνω από 50 στρέμματα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, έστω αυτές οι λίγες εκμεταλλεύσεις (699) άνω των 50 στρεμμάτων, έχουν αυξήσει το μέγεθός τους. Πάντως, το 81% των ελληνικών αμπελουργικών εκμεταλλεύσεων έχει μέγεθος από ένα μέχρι πέντε στρέμματα, το γνωστό «αμπελάκι», που όλοι κρατάνε στο χωριό.
Όπως φαίνεται, παρά την ανάπτυξη του κλάδου στο επίπεδο της οινοποίησης, ο ελληνικός αμπελώνας χρειάζεται ακόμα να διανύσει δρόμο.
Αναδημοσίευση από : http://www.ypaithros.gr