Σεβαστάκης Δημήτρης
Καλές είναι οι ομαδούλες και η θεσιθηρία, αλλά αυτή τη στιγμή πρέπει να ανακτηθεί το αίσθημα του συνανήκειν. Νομίζεις ότι γλιτώνεις αν τρώει ξύλο ο διπλανός σου, ο στοχοποιημένος υπουργός, ο σύντροφος που παραπάτησε, αλλά θα ‘ρθει η σειρά σου. Τα μαύρα εξώφυλλα με τα κεφάλια υπουργών και στελεχών προεικονίζουν τα χαρακτηριστικά του πολιτικού πολέμου. Κανένα έλεος. Οι εσωτερικές εξουσιαστικές μικροδιευθετήσεις και οι μάχες σκιάς δεν καταλαβαίνουν το έδαφος που αραιώνει (γιατί ακριβώς δεν πυκνώνουν οι σχέσεις).
Η Αριστερά μεταδικτατορικά είχε ένα μερίδιο εξουσίας ανάλογα με το τεμάχιο ισχύος που κατείχε. Κάποιοι δικοί της προωθούνταν, κάποιοι διορίζονταν. Η Αριστερά ήταν ο μη απειλητικός συνδαιτυμόνας του συστήματος. Έκανε αυτό τη δουλειά του, καπλάντιζε δημόσιους πόρους, ισχύ και αυτοαναπαραγωγή, έδινε κι ένα κόκαλο. Να εξηγούμαστε: σε όλη την Αριστερά και σε όλα τα ρεύματα.
Σήμερα διαφέρει η οξύτητα του παιχνιδιού κι αυτό οφείλεται στο ότι η Αριστερά γίνεται ο διανεμητής ή ο συνδιαχειριστής των κοινωνικών πόρων. Από κάποιους αφαιρούνται αυτοί. Από κάποιους κακομαθημένους, βουλιμικούς και παρασιτικούς.
Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι ο πόλεμος, ούτε εν τέλει η στραβωμάρα μερικών από την από δω πλευρά, που κοιτάζουν να πάρουν θέση για την επόμενη μέρα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό αψηφά την πραγματικότητα. Τυφλώνει. Όμως ο μόνος τρόπος για να σωθείς, για να μετατοπίσεις το πεδίο σύγκρουσης στους όρους σου είναι να κάνεις πολιτικές γειωμένες, σφιχτοδεμένες με την πραγματικότητα. Ό,τι δεν έχεις ως παράδοση δηλαδή πρέπει να το μεταβάλεις με ευχέρεια σε καθημερινό εργαλείο (και δεν τα «παίρνεις τα γράμματα» στο σημείο αυτό). Το αποζητά ο ταλαντευόμενος πολίτης.
Διαβάζοντας μερικά κομματικά κείμενα ηλικίας πέντε – έξι ετών καταλαβαίνεις το τεράστιο πολιτικό διάστημα που διανύθηκε για να αγγίξει ο ΣΥΡΙΖΑ την πραγματικότητα. Οι τεχνικές υπεκφυγής και φιλολογικής περιγραφής στη θέση της ωμής ανάλυσης της πραγματικότητας έχουν φύγει πια από το γλωσσάρι. Όχι κατ’ ανάγκη από την καθημερινή πολιτική πράξη. Εκτός του επικού πολέμου με τα δομημένα και πλεγμένα συμφέροντα, άργησε να γίνει κατανοητό ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εργαλεία παρέμβασης, διοικητικά, επιτελεστικά εργαλεία. Δεν υπάρχουν ζώνες στη βραστερή πραγματικότητα ανεπηρέαστες από τη διαφθορά, ανεπηρέαστες από ένα υπόκωφο συντηρητικό αμυντισμό, από μια έντονη, συγκρουσιακή, αντικοινοβουλευτική ώση. Εγκατεστημένη στην κοινωνία, στα «λαϊκά στρώματα», στους πολίτες της μεσότητας.
Αυτός ο άτυπος, αδιαμόρφωτος τόπος είναι το άγονο μελλοντικό πεδίο όπου σιγά – σιγά χάνονται τα μέσα πολιτικής απεύθυνσης: Δεν μπορεί να σε ακούσει ο πολίτης της νέας οργής. Κι αυτό θα το βρει μπροστά του ολόκληρο το λεγόμενο δημοκρατικό τόξο. Κολακεύουν, βέβαια, το φαινόμενο τώρα, καβαλώντας τη λαϊκή δυσθυμία, που προσπαθούν να τη μεταβάλουν σε οργή, σε πολιτική απόρριψη, σε αντικυβερνητικό ρεύμα, αλλά θα το βρουν μπροστά τους. (Όπως βρήκαμε μπροστά μας κι εμείς την αντικοινοβουλευτική μούντζα της πλατείας).
Σκληρές ημέρες, που όμως νομίζω είναι αντιμετωπίσιμες με πολιτική γρηγοράδα και συντροφική ποιότητα. Να μη νιώθει κανείς μόνος, να μην αφήνεται κανείς άοπλος. Αστήρικτος. Ακόμα κι αν έχει φανεί ατζαμής, αργός. Μάχες εξουσιαστικής οπισθοφυλακής είναι μάχες χαμένες. (Βέβαια όχι πάντα. Κάποια τζιμάνια επιπλέουν πάντα και με όλες τις καταστάσεις. Άσχετο αν το νερό που έχουν επιλέξει να ζήσουν είναι βοθρώδες).
Αναδημοσίευση από : http://www.avgi.gr