Προλεγόμενα
Η συζήτηση για τα προβλήματα γύρω από το παρόν και το μέλλον των καριώτικων πανηγυριών καλά κρατεί εδώ και δεκαετίες. Αναζωπυρώνεται και ξαναπέφτει σε ηρεμία. Διαφωνίες ξεδιαλύνονται και νέες ανακύπτουν. Ερωτήσεις τίθενται από κάθε ενδιαφερόμενο. Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σύνθετο, αυτό όλο και περισσότεροι το αντιλαμβάνονται. Υπάρχουν ιστορικές, κοινωνιολογικές, πολιτισμικές, οικονομικές, πολιτικές προεκτάσεις που η απολυτοποίηση ή η υποβάθμισή τους οδηγεί εύκολα σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Γενικά, η όποια ξερή συνθηματολογία ή ακόμα χειρότερα οι στατικές διαπιστώσεις δεν βοηθούν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του σήμερα.
Όσα κατατίθενται εδώ, σε μια προσπάθεια διαλεκτικής προσέγγισης του ζητήματος, αποτελούν προσωπικές επεξεργασίες και προβληματισμούς, που καταλήγουν σε κάποιες πρώτες γενικές ιδέες-προτάσεις. Δεν διεκδικείται κάποια θέση αυθεντίας γι’ αυτό και όλα όσα υποστηρίζονται, βρίσκονται υπό την αίρεση και κριτική οποιουδήποτε νομίζει ότι γνωρίζει κάτι περισσότερο ή έχει πιο άμεση αντίληψη του προβλήματος. Βασικός στόχος άλλωστε είναι από την αρχή η έναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου που θα καταλήγει σε αποφάσεις.
Οι προσωπικές εμπειρίες γύρω από τα πανηγύρια του Χριστού Ραχών δίνουν μια εικόνα των τεράστιων αλλαγών της τελευταίας περιόδου και καταλαμβάνουν αυτό το πρώτο μέρος. Στο δεύτερο μέρος, θα γίνει προσπάθεια να δοθεί το περίγραμμα της κατάστασης, κοινωνικής-οικονομικής, στην Ικαρία του σήμερα, όπως αυτή βρίσκει έκφραση και μέσα από την εξέλιξη των πανηγυριών. Τέλος, στο τρίτο μέρος, θα γίνει μια προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων γύρω από τον κύριο προβληματισμό όλων: Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον των καριώτικων πανηγυριών; και κατ΄ επέκταση το μέλλον της τουριστικής ανάπτυξης του νησιού; Και, σε τελική ανάλυση, τι πρέπει να γίνει και από ποιους;
Τα συμπεράσματα αυτά θεωρητικά στηρίζονται σε μια σειρά ιστορικές, κοινωνιολογικές λαογραφικές μελέτες για την Ικαρία και κυρίως σε δημοσιευμένα άρθρα σχετικά με την «κουλτούρα των κοινών», και την «παράδοσή του κοινοτισμού» της εξαιρετικής συμπατριώτισσας Μαρίας Μπαρέλη Γαγλία
Δημοσιευμένες απόψεις Ικαριωτών ή ξένων που επισκέπτονται σταθερά το νησί, ή κατοικούν μόνιμα τα τελευταία χρόνια, και υλικό από άτυπες προσωπικές επαφές που έγιναν πρόσφατα θα προσπαθήσουν να τεκμηριώσουν μια προσωπική θέση γύρω από το «δέον γενέσθαι» και το «δια ταύτα» που μας απασχολούν όλους.
Στο σημείο αυτό είναι νομίζω απαραίτητο να διευκρινιστούν πλήρως κάποια πράγματα:
Πρώτο, δεν είμαι κοινωνιολόγος, ανθρωπολόγος κλπ. και δεν διεκδικώ κάποια εύσημα επιστημοσύνης. Όσα παρατίθενται πιο κάτω, αποτελούν σκέψεις και συμπεράσματα που βγήκαν εμπειρικά και βιωματικά, αλλά και μετά από εξαντλητική μελέτη. Στόχος μου είναι να καταλήξω σε κάποιες προτάσεις σχετικά με το «δέον γενέσθαι», δηλαδή προτάσεις πολιτικές.
Δεύτερο, βασικό πόνημα πάνω στο οποίο στηρίχτηκα θεωρητικά και μεθοδολογικά, αποτέλεσε όπως έγραψα και πιο πάνω, η άρτια επιστημονική εργασία της Μαρίας Μπαρέλη Γαγλία. Έχοντας υιοθετήσει πλήρως τα συμπεράσματά της, θέλησα να ερευνήσω κατά πόσο αυτά έχουν εφαρμογή και στο σήμερα, στην περίοδο του τέλους τους 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου.
Η θέση την οποία θα προσπαθήσω να υποστηρίξω, έχει συνοπτικά ως εξής:
Σύμφωνα με την Μαρία Μπαρέλη, κατά την περίοδο 17ος έως 19ος αιώνας, διαμορφώθηκε μια διαχρονική εικόνα των καριώτικων πανηγυριών, στα πλαίσια μιας οικονομίας του «δώρου» και της «προσφοράς». Στα τέλη του 19ου αιώνα (προς αρχές 20ου) συντελείται ένας σημαντικός μετασχηματισμός στα πανηγύρια με κύριο χαρακτηριστικό τη στροφή προς την κατασκευή «κοινωφελών έργων». Ο μετασχηματισμός αυτός αποτελεί απόρροια ενός ευρύτερου κοινωνικού μετασχηματισμού με κύρια χαρακτηριστικά την άνθιση της καλλιέργειας και του εμπορίου της σταφίδας από τη μια και, από την άλλη, μια σειρά ενεργειών διοικητικού χαρακτήρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας («περιφράξεις κοινών», απαγόρευση βόσκησης, προσπάθεια αφαίρεσης «αυτοδιοικητικών» προνομίων κλπ.) που οδήγησαν σε βίαιη προλεταριοποίηση τμημάτων του πληθυσμού που οδηγήθηκαν στη μετανάστευση και σε μια ένταση των διεκδικητικών αγώνων. Την αναφορά της αυτή η συγγραφέας συμπληρώνει με τη διαπίστωση ότι «…ο μετασχηματισμός της τοπικής οικονομίας δεν ήταν απόλυτος ή ολοκληρωμένος, κάτι που είναι εμφανές και μέχρι το β’ μισό του επόμενου αιώνα…»
Κατά τη γνώμη μου, τα παραπάνω, με μικροδιαφορές συνεχίζουν να επαληθεύονται μέσα από την περιγραφή μου για το πανηγύρι του Χριστού, μέχρι και τη δεκαετία του 60 προς 70… Από εκεί και πέρα όμως, τα τελευταία σαράντα χρόνια, υποστηρίζω ότι έχουν συμβεί ραγδαίες και βαθιές αλλαγές στην οικονομία και στην κοινωνία της Ικαρίας που – πέρα από όλα τα άλλα – έχουν σημαντικό αντίκτυπο και στα πανηγύρια. Αλλαγές που, ακόμα και αν δεν έχουν ακόμα πάρει μόνιμο μη αναστρέψιμο χαρακτήρα, εν τούτοις αποτελούν σημαντικό κίνδυνο για το όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Δύο βασικοί παράγοντες κινδύνου είναι ορατοί: α) Πλήρης εμπορευματοποίηση και αλλοίωση των βασικών χαρακτηριστικών που το κάνουν το καριώτικο πανηγύρι μοναδικό και γι’ αυτό πασίγνωστο. Και β) Αλλοίωση του συσχετισμού μεταξύ μόνιμων κατοίκων που δρουν σαν ενεργοί συμμετέχοντες σε όλες τις φάσεις του και «επισκεπτών» που ενώ το αντιμετωπίζουν σαν ένα ακόμα χώρο «πληρωμένης διασκέδασης», μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει αναλάβει τη σωστή ενημέρωσή τους, με αποτέλεσμα την σταδιακή αλλοίωση βασικών χαρακτηριστικών που κάνουν το πανηγύρι αναγνωρίσιμο.
Τέλος, οι «προτάσεις» μου, έχουν να κάνουν με την οργάνωση μιας «πρώτης γραμμής άμυνας» απέναντι στους παραπάνω κινδύνους, με στόχο τη διαφύλαξη των βασικών χαρακτηριστικών του πανηγυριού, αλλά και μέσω αυτού, την ενεργοποίηση της καριώτικης κοινωνίας στην διαμόρφωση ενός κινήματος από τα κάτω για την προστασία της παράδοσης των κοινών γενικά.
Το πανηγύρι του Χριστού Ραχών: Αναμνήσεις μιας ζωής
1.- Δεκαετία του 50, αρχές 60…
Το πανηγύρι του Χριστού, στις Ράχες, στις 6 κάθε Αυγούστου (της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος) ήταν και είναι το μεγαλύτερο της δυτικής Ικαρίας και το πιο ξακουστό, αν εξαιρέσει κανείς εκείνο της Λαγκάδας που όμως έχει διαφορετική ιστορία και εξέλιξη. Θυμάμαι από μικρό παιδί ότι οι πάγκοι του άρχιζαν από τον πλάτανο της πλατείας και περνώντας μέσα από τον κέντρο του χωριού, έφταναν μέχρι το άλλο άκρο, όπου ήταν ο σταθμός της χωροφυλακής. Γύρω στα πεντακόσια άτομα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν ταυτόχρονα και συνολικά λίγο περισσότερα από χίλια άτομα εναλλάσσονταν από νωρίς το απόγευμα, μέχρι το άλλο πρωινό.
Ίσως κάποιος σήμερα απορεί. Γιατί τόσο λίγος κόσμος;
Αρχικά ας θυμηθούμε ότι τότε δεν υπήρχαν δρόμοι και αυτοκίνητα. Ακόμα και το γεφύρι του Αγίου Πολυκάρπου τότε ήταν που χτιζόταν. Ο πολύς κόσμος θα ερχόταν και θα έφευγε με τα πόδια. Άντρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, παιδιά, έπρεπε να περπατήσουν σε κορυφές, πλαγιές και ρεματιές από μία έως και τρεις ώρες. Στη διαδρομή φορούσαν τα παλιά τους παπούτσια, καθημερινά ρούχα και στις παρυφές του χωριού, συνήθως κοντά σε τρεχούμενο νερό, σταματούσαν και άλλαζαν βάζοντας τα γιορτινά τους. Η γιορτή άρχιζε από το πρωί. Κάποιες οικογένειες έρχονταν να παρακολουθήσουν τη λειτουργία, να κοινωνήσουν, να μνημονεύσουν τους νεκρούς τους στην αρτοκλασία. Με το τέλος της περιφοράς της εικόνας, η ώρα της κοινωνικής συνεύρεσης στα λιγοστά καφενεία του χωριού. Μια μεγάλη κοινωνική γιορτή, η πιο μαζική του χρόνου. Το γλυκό κουταλιού, το ρόφημα, ο καφές, συνόδευαν τις επανασυνδέσεις ανθρώπων που είχαν ίσως να βρεθούν από το περσινό πανηγύρι. Προς το απομεσήμερο, οι περισσότεροι από αυτούς θα έπαιρναν τον δωρεάν ζωμό και το βραστό κρέας, άλλαζαν τα γιορτινά τους ρούχα και ξεκινούσαν για τα σπίτια τους. Ήταν μάλλον απίθανο να επιστρέψουν το βράδυ για το πανηγύρι, εκτός από τους νέους και τις νέες που δεν τους σταματούσε τίποτα. Κάποιοι ηλικιωμένοι και οικογένειες με μικρά παιδιά θα έρχονταν νωρίς το απόγευμα για να φύγουν επίσης νωρίς, πριν πέσει το σκοτάδι, ειδικά αν ήταν βραδιά χωρίς φεγγάρι. Είχαν βλέπεις να κάνουν μια δύσκολη και χρονοβόρα διαδρομή κατά την επιστροφή.
Το κυρίως πανηγύρι άρχιζε με το που έπεφτε πια το σκοτάδι. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε. Λάμπες πετρελαίου και κάποια λιγοστά «λουξ» προσπαθούσαν να φωτίσουν τα κεντρικά σημεία του χώρου, όπου βρίσκονταν και οι «πίστες» του χορού και ήταν εγκατεστημένη η ορχήστρα ή ορχήστρες. Πολύτιμος βοηθός τα ατομικά «φακουδάκια» με τις πλακέ μπαταρίες. Αρκετά αργότερα, εμφανίστηκαν μεγάλα φώτα με υγραέριο και βελτίωσαν τον γενικό φωτισμό. Τα όργανα, στην αρχή με φυσικό ήχο που αλλοιωνόταν πολύ εύκολα από το τοπίο, τον θόρυβο του πανηγυριού, αλλά και από την …ποσότητα κρασιού που είχαν καταναλώσει οι οργανοπαίκτες. Κάποιες μικροφωνικές πρωτόγονες και με μικρές δυνατότητες που ακολούθησαν, δεν πρόσφεραν κάτι ουσιαστικό, απλά έδιναν ένταση στον αλλοιωμένο ήχο.
Το πανηγύρι οργανωνόταν ακόμα από την εκκλησιαστική επιτροπή. Μικροί μεγάλοι συμμετείχαν ενεργά σε όλες τις φάσεις του. Από τα καζάνια όπου έβραζαν το κρέας, στο πίσω μέρος της εκκλησίας, μέχρι το σερβίρισμα και τις σαλάτες. Το ψητό κρέας ήταν ελάχιστο και έβγαινε αργά, χωρίς ποτέ να προλαβαίνει τη ζήτηση. Προς το ξημέρωμα θα προσφέρονταν για μεζές, σηκωταριά στο τηγάνι καθώς και κάποιες σαλάτες από τους κήπους των οργανωτών, έκαναν την εμφάνισή τους αργά προς το ξημέρωμα. Οι πατάτες δεν υπήρχαν καθόλου. Στα τραπέζια συνήθως κάθονταν κατά οικογένειες ή κατά οικισμό προέλευσης. Οι «ξενοχωρίτες» θα κάθονταν με τους συγγενείς τους από το Χριστό, μοναδική ευκαιρία να τα πουν μεταξύ τους ύστερα από πολύ καιρό.
Το καριώτικο κρασί συνήθως ήταν άφθονο. Ο κάθε χορός πληρωνόταν στην ορχήστρα και υπήρχε ένας άτυπος κώδικας συμπεριφοράς που τηρούσε τις προτεραιότητες, χωρίς παράλογους αποκλεισμούς και αποφεύγοντας τις επικίνδυνες εντάσεις. Μέχρι και χαρτάκια με …αριθμούς προτεραιότητας μοίραζαν οι ορχήστρες σε ώρες αιχμής. Ελάχιστες φορές συνέβαιναν μικροκαβγάδες που ξεθύμαιναν πολύ γρήγορα και χωρίς συνέπειες, χάρη στην επέμβαση των ψυχραιμότερων, όπως πάντα. Τελικά, όλοι έμεναν ευχαριστημένοι και όσοι είχαν αντέξει μέχρι το πρωί, γίνονταν ένα μεταξύ τους και με τους οργανοπαίκτες.
Οι πανηγυριώτες ήταν κυρίως κάτοικοι του Χριστού και των κοντινών οικισμών. Αισθητή και μαζική πάντα η παρουσία όσων ζούσαν στην Αθήνα και το εξωτερικό που σχεδόν πάντα κανόνιζαν το ταξίδι τους στο νησί, να συμπέσει με το πανηγύρι… Μικρότερη συμμετοχή από τα γειτονικά χωριά και οικισμούς και ακόμα μικρότερη από τα υπόλοιπα, περισσότερο απομακρυσμένα της Νοτιοδυτικής Ικαρίας, αλλά και των χωριών του Ευδήλου και της Μεσαριάς. Δακτυλοδεικτούμενοι οι ελάχιστοι ξένοι, συνήθως προσκεκλημένοι και φιλοξενούμενοι κάποιων Ικαριωτών της διασποράς.
Η χάραξη των πρώτων πρωτόγονων δρόμων και το χτίσιμο των πρώτων γεφυριών, έδωσε τη δυνατότητα να εμφανιστούν τα πρώτα δύο αγοραία ταξί και ο θρυλικός «Ταρζάν». Οι μετακινήσεις έγιναν ευκολότερες, χωρίς όμως να υπάρξουν θεαματικές αλλαγές στο πανηγύρι. Η μικρή μεταφορική ικανότητα, οι αποστάσεις, η κατάσταση των κατ’ ευφημισμό δρόμων, αλλά και το υψηλό ναύλο για τις ακόμα περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των κατοίκων, δεν άφηναν πολλά περιθώρια.
Ήμουν πολύ μικρός τότε για να έχω την ευκαιρία να γνωρίσω τα υπόλοιπα γνωστά πανηγύρια της περιοχής των Ραχών. Έμοιαζαν τόσο απόμακρα για μένα. Είναι βέβαιο ότι θα έμοιαζαν σε πολλά με εκείνο του Χριστού, αν και μάλλον θα υστερούσαν σε μαζικότητα, καθώς αφορούσαν μικρότερες (σε σύγκριση με εκείνην του Χριστού) και πιο απομονωμένες κοινότητες. Η συμμετοχή περιορίζονταν στους συντοπίτες της διασποράς που έδιναν κάθε χρόνο τον τόνο, σε συμμετοχές από τα γειτονικά χωριά και οικισμούς, αλλά και λίγους τολμηρούς πανηγυριώτες και προσκυνητές από το Χριστό. Κάποια ήσαν «ημερήσια» καθώς βρίσκονταν σε μη κατοικημένες περιοχές, δεν υπήρχε ρεύμα και δρόμοι και η επιστροφή απαιτούσε χρόνο και κόπο. Οι προσκυνητές πήγαιναν από το πρωί, μετά τη λειτουργία έτρωγαν τους πανηγυριώτικους λουκουμάδες, ενώ αρκετοί είχαν πάρει μαζί τους φαγητά και κρασί από το σπίτι τους. Νωρίς το απόγευμα αποχωρούσαν όλοι πλήρεις από θετικά συναισθήματα. Μόνο τα πανηγύρια του Γυαλισκαριού, της Προεσπέρας και των Κουνιάδων, όλα το δεκαπενταύγουστο, ήταν από όσο θυμάμαι νυχτερινά, με περιορισμένη πάντως συμμετοχή μόνο από τους γειτονικούς οικισμούς.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από την υποκειμενική μου άποψη, το πανηγύρι του Χριστού από τότε ξεχώριζε σε φήμη και σε μέγεθος κυρίως λόγω του μεγέθους του χωριού.
2.- Δεκαετία 60, αρχές 70…
Οι δεκαετίες του 50 και του 60 χαρακτηρίζονται για όλη την ελληνική επαρχία και για την Ικαρία ειδικότερα από μια έντονη μείωση του πληθυσμού. Η καταστροφή της οικονομίας της υπαίθρου, το μετεμφυλιακό κλίμα της μισαλλοδοξίας και των διώξεων, είχαν οδηγήσει τον ντόπιο πληθυσμό σε κατάσταση σχεδόν απόλυτης εξαθλίωσης. Πολλοί νέοι αναγκάστηκαν να φύγουν στη θάλασσα σαν ναυτικοί, στις ΗΠΑ σαν μετανάστες παράνομοι ή νόμιμοι, στην Αυστραλία και αλλού. Οι υπόλοιποι συνωστίζονταν στα μεγάλα αστικά κέντρα, την Αθήνα και τον Πειραιά.
Για τους Ικαριώτες υπήρχε και ένας πρόσθετος παράγων, η μεγάλη έφεση στις σπουδές και τη μόρφωση. Έτσι, καθώς στις Ράχες δεν υπήρχε Γυμνάσιο ή Λύκειο και η πρόσβαση σε Εύδηλο ή Άγιο ήταν αδύνατη για κάποιον χωρίς συγγενείς, έτσι οικογένειες νεαρών ζευγαριών με παιδιά, αποφάσιζαν να φύγουν για την Αθήνα οικογενειακώς μόλις το μεγαλύτερο παιδί τους τελείωνε το δημοτικό και έπρεπε να πάει στο γυμνάσιο. Εκεί, στην Αθήνα, ο πατέρας δούλευε στην οικοδομή, η μητέρα έβρισκε κι εκείνη μια εργασία, υπηρέτρια ή καθαρίστρια στην αρχή. Αρκετά αργότερα, η ανάληψη του θυρωρείου μιας πολυκατοικίας η αγορά μιας πρώτης πλεκτομηχανής ή ραπτομηχανής, και η δουλειά «φασόν», βοήθησε αρκετές οικογένειες να αναπτύξουν τις δικές τους μικρές επιχειρήσεις, να βγάλουν ένα αξιοπρεπές οικογενειακό εισόδημα, να στήσουν το πρώτο τους νοικοκυριό. Και τα παιδιά συνέχιζαν να πηγαίνουν σχολείο, αργότερα σε μια τεχνική σχολή, ή στο πανεπιστήμιο.
Το χωριό παρουσίαζε μια εικόνα ερήμωσης καθώς κάθε χρόνο, εκτός από τους μεμονωμένους που είχαν φύγει για δουλειά ή σπουδές, δύο ή τρία νοικοκυριά κατά μέσο όρο έκλειναν το σπίτι τους και μετακόμιζαν στην πρωτεύουσα. Πίσω, όπως ήταν φυσικό έμεναν οι ηλικιωμένοι και όσοι δεν μπορούσαν να βρουν κάποια δουλειά στην Αθήνα.
Όμως, παρά τη ραγδαία αυτή μείωση των μόνιμων κατοίκων, το πανηγύρι παρουσίαζε συνεχή αύξηση συμμετεχόντων αυτή την περίοδο. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Η διάνοιξη νέων δρόμων και η βελτίωση των παλαιών, διευκόλυνε τις μετακινήσεις σε όλο το νησί. Μοτοσυκλέτες και μηχανάκια αρχικά και στη συνέχεια τα πρώτα ιδιωτικά αυτοκίνητα έφθασαν επίσης. Η δρομολόγηση νέων σύγχρονων οχηματαγωγών πλοίων επιτάχυνε αυτή την πορεία. Τώρα πια, ο τελευταίος κάτοικος του πιο απομακρυσμένου χωριού ή οικισμού, μπορούσε να πάει στο πανηγύρι του Χριστού. στις Ράχες, κάτι που πριν λίγο καιρό δεν μπορούσε ούτε να το διανοηθεί.
Η ηλεκτροδότηση του νησιού και η επέκταση των τηλεπικοινωνιών επίσης συνέτειναν στην αύξηση του αριθμού των επισκεπτών. Ο καλός φωτισμός διευκόλυνε να επεκταθεί ο χώρος του πανηγυριού, τα τρόφιμα ήταν καλύτερα διατηρημένα και σε μεγαλύτερη ποικιλία, οι υποδομές έγιναν πιο λειτουργικές, οι ορχήστρες μπορούσαν να έχουν καλύτερα όργανα και καλύτερο ήχο, οι ηλεκτρικοί φούρνοι έδιναν τη δυνατότητα για περισσότερη ποικιλία και ταχύτητα στα προσφερόμενα φαγητά.
Παράλληλα, όσοι είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν στην Αθήνα για δουλειά ή σπουδές, δεν έχαναν την ευκαιρία τα καλοκαίρια να έρθουν στο χωριό τους και να συμμετέχουν σε παραδοσιακές κοινωνικές δραστηριότητες όπως είναι τα πανηγύρια. Τέλος το νησί είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστό κυρίως στη νεολαία της Αθήνας και σε τουρίστες που αναζητούσαν εναλλακτικούς τρόπους διακοπών. Δεν ήταν ακόμα πολλοί, αλλά η αρχή είχε γίνει.
3.- Δεκαετία 70, αρχές 80…
Στα τέλη του 70 είχε εκδοθεί στη Γερμανία ένας τουριστικός …«αντι-οδηγός», στον οποίο αναφέρονταν πληροφορίες για μέρη που δεν περιέχονταν σε γνωστούς τουριστικούς οδηγούς. Η Ικαρία ήταν μέσα στον “αντι-οδηγό” με μια ενθουσιώδη περιγραφή. Αποτέλεσμα ήταν να ενωθούν οι έλληνες σκηνίτες της Μεσαχτής και του Λιβαδιού με τους γερμανούς και τους αυστριακούς σκηνίτες και να δημιουργήσουν τις πρώτες φυλές …γκρούβαλων. Κάποια ρεπορτάζ της ελληνικής τηλεόρασης που «πληροφορούσαν» για τους «κατοίκους που δεν κοιμόνταν» και τον φούρνο που «άφηνες τα χρήματα κι έφευγες», απετέλεσαν την αφορμή να γίνει η Ικαρία μας το νησί της μόδας, το νησί που όλοι θα ήθελαν να είχαν κάποτε επισκεφτεί. Οι δε άνθρωποι δε που την επισκέπτονταν, γίνονταν και οι καλύτεροι διαφημιστές της.
Η αιμορραγία του πληθυσμού είχε σταματήσει από τη μεταπολίτευση και μετά, και είχε αρχίσει να αυξάνεται σταδιακά ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων αλλά και των επισκεπτών. Αιτία οι γενικότερες αλλαγές στην οικονομία του νησιού που δημιουργούσαν ενδιαφέρον, ειδικά στους νέους που είχαν μόλις πριν λίγα χρόνια φύγει με τις οικογένειές τους για την Αθήνα. Νέες θέσεις εργασίας είχαν εμφανιστεί στον τουρισμό, τις υπηρεσίες, τις κατασκευές, το εμπόριο, στους επιστήμονες αυτοαπασχολούμενους στην εκπαίδευση κλπ. Οι παραθαλάσσιες περιοχές ζούσαν το τουριστικό μύθο τους με το δικό τους τρόπο, χωρίς να υστερούν πολύ και οι ορεινές. Η Ικαρία ζούσε, κατά κάποια έννοια, την άνοιξή της, μετά τον μετεμφυλιακό χειμώνα της.
Το πανηγύρι στον 21ο αιώνα
Σήμερα πια. έχουν περάσει άλλα τόσα χρόνια από τότε. Ο 21ος αιώνας έχει μπει για τα καλά. Οι οικονομικές, κοινωνικές κλπ. αλλαγές που έχουν επέλθει, βαθαίνουν και εκτείνονται με ταχύτητες ασύλληπτες που προκαλούν δέος.
Το πανηγύρι του Χριστού ήδη το έχουν επισκεφτεί δεκάδες χιλιάδες τουρίστες από το 80 και μετά και είναι πια γνωστό σε πολύ περισσότερους που κάνουν σχέδια να το επισκεφτούν κάποια στιγμή. Εξακολουθεί να ασκεί μια μεταφυσική σχεδόν μαγεία στους ντόπιους, αλλά και σε όσους κατάγονται από το Χριστό και μένουν μακριά. Όπου και αν βρεθεί κανείς με Καριώτες της διασποράς ή και με ξένους που έχουν επισκεφτεί έστω και μια φορά το χωριό, και γίνει αναφορά στο πανηγύρι, θα δει κόρες ματιών να διαστέλλονται, φωνές να βραχνιάζουν χαρακτηριστικά, πόδια να αρχίζουν ανεπαίσθητα να κινούνται στους ρυθμούς του καριώτικου χορού!…
Το πανηγύρι διοργανώνεται εδώ και δεκαετίες από τον τοπικό σύλλογο, αντί της εκκλησιαστικής επιτροπής. Έχει πια αποκτήσει τον δικό του χώρο, στις παρυφές του κυρίως χωριού, έχει τις δικές του υποδομές, τον δικό του εξοπλισμό. Σε κάθε πανηγύρι, οι δρόμοι-προσβάσεις στο χωριό, ουσιαστικά κλείνουν μέχρι και ένα χιλιόμετρο μακριά, προκειμένου να ελεγχθεί η είσοδος των τροχοφόρων που θα προκαλούσε κυκλοφοριακή ασφυξία. Η ορχήστρα είναι μία, με τους καλύτερους ίσως μουσικούς, τα καλύτερα όργανα, εξαίρετο ήχο και πληρώνεται από το σύλλογο, προκειμένου να παίξει όλη νύχτα στο πανηγύρι. Αυτό έχει δημιουργήσει μια νέα εικόνα στο τελετουργικό και μια τελείως διαφορετική ψυχολογία, για άλλους θετική και για άλλους αρνητική
Οικονομικά, το πανηγύρι αποτελεί τώρα πια έναν ισχυρό παράγοντα στην οικονομία του τόπου. Απορροφά ένα μεγάλο μέρος των παραγόμενων τοπικών προϊόντων και ταυτόχρονα ενισχύει το ίδιο τις υπάρχουσες οικονομικές δραστηριότητες, (εμπόριο, επισιτισμός, τουρισμός), αρκετές ημέρες πριν και μετά τη διεξαγωγή του. Όσο για το καθ’ αυτό οικονομικό του αποτέλεσμα. το προσχεδιασμένο κάθε φορά «κοινωφελές έργο», υπάρχει ήδη ένας μακρύς κατάλογος από έργα που έχουν ολοκληρωθεί με το πέρασμα του χρόνου και που έχουν βελτιώσει σημαντικά την εικόνα του χωριού, αλλά και έχουν γενικά διευκολύνει τη ζωή των κατοίκων.
Παρ’ όλα αυτά, το πανηγύρι δεν παύει να είναι ένας ζωντανός οργανισμός, καθρέφτης της σύγχρονης ικαριώτικης κοινωνίας. Διατρέχεται από τις δικές του αντιφάσεις, άλλες από αυτές σε σύνδεση με το παρελθόν και άλλες που τα πλοκάμια τους επεκτείνονται και βάζουν τη σφραγίδα τους στο παρόν και το μέλλον. Παλιά ερωτήματα ανακύπτουν με νέα μορφή, ενώ νέοι προβληματισμοί και ανησυχίες έρχονται να προστεθούν στις συζητήσεις των σύγχρονων Ικαριωτών και όχι μόνο.
– Πόση σχέση έχει το σύγχρονο πανηγύρι με την παράδοση του «κοινοτισμού» και την κουλτούρα των «κοινών γαιών», την οικονομία του «δώρου» και της «προσφοράς»;
– Τι θα γίνει αν τα πανηγύρια ενσωματωθούν οριστικά στην κυρίαρχη πια οικονομία της αγοράς;
– Τι είναι αυτό που διατηρεί τόσο ισχυρή την διονυσιακή γοητεία του πανηγυριού σε ντόπιους και ξένους, σε τόσο κυνικούς αγοραίους καιρούς;
– Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο οι «ξένοι» να πληθαίνουν κάθε χρόνο, ενώ αντίθετα οι μόνιμοι κάτοικοι να απομακρύνονται όλο και περισσότερο;
Είναι μερικά από τα ερωτήματα για τα οποία θα αναζητήσουμε απαντήσεις στο δεύτερο μέρος.
Ιούνιος 2017
Κων. Χ. Χαραλαμπίδης
mypoliticalandhistoricaldiaries.blogspot.com
Το δεύτερο μέρος αυτής της δουλειάς βρίσκεται εδώ
Υ.Γ. Ικαριακής Ραδιοφωνίας : Πάντοτε σ’ αυτό το μέσο είμαστε ευαίσθητοι σε θέματα που αφορούν το νησί μας, πόσο μάλλον τον πολιτισμό του, τα ήθη και τα έθιμα και τις παραδόσεις. Σαν τμήμα της Ικαριακής λαϊκής παράδοσης θεωρούνται και τα περίφημα πανηγύρια της Ικαρίας. Σήμερα ξεκινάμε την παρουσίαση απόψεων συμπατριωτών μας, με αφορμή την επιστολή του συμπατριώτη μας Ντίνου Χαραλαμπίδη από τον Χριστό Ραχών, γι αυτό το ευαίσθητο θέμα που έχουμε θίξει κι εμείς με άρθρα μας. Επειδή ο Ντίνος Χαραλαμπίδης κάνει μια εκετενή παρουσίαση, πολύ ενδιαφέρουσα κατά τη γνώμη μας, σήμερα παρουσιάζουμε το Α’ μέρος, αλλά θα ακολουθήσουν και άλλα δύο. Με χαρά θα βλέπαμε επιστολές συμπατριωτών μας και από άλλα μέρη του νησιού μας, για το ίδιο θέμα (ικαριώτικα πανηγύρια) στα χωριά τους, για να τεκμηριωθεί μια επίσημη εικόνα για το χθες και το σήμερα των ικαριώτικων πανηγυριών.