Ξεπερνούν τις 40 ανά την Ελλάδα – Διακρίνονται εντός και εκτός συνόρων, αποτελώντας ένα επενδυτικό πρότυπο εν μέσω κρίσης.
Και ξαφνικά «βρέχει» ελληνική μπίρα! Δεκάδες μικροζυθοποιίες ξεφυτρώνουν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας, με τη βόρεια πλευρά της χώρας να κατέχει σημαντικό μερίδιο, τα τελευταία χρόνια.
Νέοι επιχειρηματίες που επένδυσαν εν μέσω κρίσης στην παραγωγή μπίρας, σήμερα απολαμβάνουν τα αποτελέσματα: η ζήτηση αυξάνεται συνεχώς και τα προϊόντα τους, φρέσκες, απαστερίωτες και αφιλτράριστες μπίρες, υψηλής ποιότητας, διακρίνονται εντός και εκτός συνόρων, αποτελώντας πρότυπο για όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Πλέον ξεπερνούν τις 40 όταν το 2009 ήταν μόλις έξι, εκ των οποίων οι τρεις έκλεισαν.
Η συνεργασία αρκετών εξ αυτών με μεγάλες εταιρείες διανομής αλκοολούχων ποτών είχε ως αποτέλεσμα κάποιες να βρουν, σε μικρό χρονικό διάστημα, θέση στα ράφια των μεγάλων σούπερ μάρκετ, αλλά και στο κανάλι της εστίασης, υπερβαίνοντας πολύ γρήγορα τα καταστήματα τοπικής εμβέλειας. Την ίδια ώρα οι ελληνικές μπίρες γίνονται γνωστές και εκτός συνόρων καθώς αναζητούν νέες αγορές και συνεργασίες για την επέκταση τους.
Αν αντιστοίχισει κανείς τους νομούς της Ελλάδας με τις μικροζυθοποιίες θα δει πως σχεδόν σε κάθε πλευρά της χώρας ο αφρός της μπίρας… φουσκώνει.
Από τη «Μικροζυθοποιία Σερρών & Βορείου Ελλάδας», γνωστή περισσότερο από την μπίρα «Voreia», με έδρα τις Σέρρες μέχρι την «Κρητική Ζυθοποιία» με την μπίρα… «Χάρμα» στον Πλατανιά Χανίων, από την Κέρκυρα με την «Κερκυραϊκή Μικροζυθοποιία» και την Corfu Beer μέχρι την Ικαρία με την μπίρα «Ικαριώτισσα» από την Ικαριακή Ζυθοποιία.
Οι ονομασίες της μπίρας που παράγουν οι μικροζυθοποιίες στην Ελλάδα είναι στην πλειονότητά τους ελληνικές, ενώ δεν λείπουν και οι ονομασίες με αρκετή δόση χιούμορ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι μπίρες «Κατσίκα» της Μικροζυθοποιίας Φολεγάνδρου, η «Σκνίπα» της Πρότυπης Μικροζυθοποιίας Θεσσαλονίκης ή η μπίρα «Φονιάς» που παράγεται από τη Μικροζυθοποιία Σαμοθράκης και παραπέμπει στον ομώνυμο καταρράκτη.
Οι λόγοι της ραγδαίας ανάπτυξης
Ποιοι είναι οι λόγοι, όμως, της ραγδαίας ανάπτυξης των μικροζυθοποιείων, εν μέσω κρίσης, δεδομένου, μάλιστα όπως λένε οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο χώρο, η ζυθοποίηση δεν είναι φθηνό «χόμπι»;
«Δημιουργήθηκε η ανάγκη για την παραγωγή πιο ξεχωριστών προϊόντων, πιο γαστρονομικών, πιο εξειδικευμένων. Το ζητούσαν οι ίδιοι οι καταναλωτές. Θετικά επιδρά και ο τουρισμός, καθώς πολλοί, εξ αυτών, που επισκέπτονται τη χώρα μας αναζητούν γεύσεις πιο ιδιαίτερες. Πρόκειται στην πραγματικότητα για την ίδια τάση που εκδηλώθηκε στον χώρο του κρασιού στην Ελλάδα, πριν μερικές δεκαετίες. Κι έτσι, ενώ υπήρχαν λίγες και μεγάλες οινοποιητικές επιχειρήσεις, εμφανίστηκαν στη συνέχεια το ένα μετά το άλλο πολλά κτήματα», εξηγεί μιλώντας στη Voria.gr ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Ζυθοποιών, Σοφοκλής Παναγιώτου, ο οποίος από το 2009 έχει δημιουργήσει μαζί με τον αδερφό του τη «Septem Μικροζυθοποιία», μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες εταιρείες της συγκεκριμένης κατηγορίας στην Ελλάδα, με σημαντικές εξαγωγές.
Μάλιστα, όπως ο ίδιος εξηγεί η μικροζυθοποιία στη χώρα μας έχει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης. Ενδεικτικό των δυνατοτήτων που υπάρχουν για τον συγκεκριμένο κλάδο στη χώρα μας είναι πως σήμερα το μερίδιο αγοράς του αγγίζει το 1%, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι στο 17%.
Οι αριθμοί άλλωστε είναι αποκαλυπτικοί καθώς στην Τσεχία λειτουργούν τουλάχιστον 420 μικροζυθοποιίες, στην Ολλανδία 600, στο Βέλγιο 400, στη Γαλλία 1.000, ενώ στην Ιταλία, που έχει και τις περισσότερες μονάδες, 1.200.
Η ανάπτυξη, πάντως, της μικροζυθοποιίας ξεκίνησε από την Αμερική, με το φαινόμενο να εξαπλώνεται σαν… φωτιά. Μόνο στο Σαν Ντιέγκο, λ.χ., υπάρχουν 600 μικροζυθοποιίες.
Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της Πανευρωπαϊκής Ένωσης Ζυθοποιών, η κατανάλωση μπίρας ανήλθε συνολικά το 2016 σε 3,88 εκατομμύρια εκατόλιτρα, η οποία αντιστοιχεί σε 36 λίτρα/κεφαλή ετησίως, η τρίτη χαμηλότερη στην Ε.Ε., μετά τη Γαλλία (33 λίτρα/κεφαλή ετησίως) και την Ιταλία (31 λίτρα/κεφαλή ετησίως).
Στήριξη στα ελληνικά προϊόντα
Ένας άλλος λόγος που η μικροζυθοποιία γνωρίζει ανάπτυξη στην Ελλάδα –τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ύπαρξη πολλών ετικετών– είναι η τάση που καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια, εν μέσω κρίσης, όπως επισημαίνει ο Γιάννης Μαρμαρέλης , ιδρυτής και ιδιοκτήτης της «Μικροζυθοποιία Σερρών & Βορείου Ελλάδας», για στήριξη ελληνικών σημάτων ή για τη στήριξη εταιρειών ελληνικών συμφερόντων.
Ο λεγόμενος «οικονομικός πατριωτισμός» βρήκε στον κλάδο της ζυθοποιίας ίσως τη μεγαλύτερη εφαρμογή του, με τις ζυθοποιίες που παράγουν στην Ελλάδα αλλά αποτελούν θυγατρικές ξένων ομίλων, να τονίζουν την ελληνικότητα των προϊόντων τους και τη συνεισφορά τους στην ελληνική οικονομία, ευρισκόμενες συχνά σε θέση άμυνας.
Αναδημοσίευση από : https://www.voria.gr