Αν και οι δημογραφικές εξελίξεις αναμένεται στη διάρκεια των επόμενων 40 ετών να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη, στις αποταμιεύσεις, στη συσσώρευση πλούτου, στο βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, στα φορολογικά και ασφαλιστικά συστήματα, παίζοντας ρόλο ακόμα και στην κλιματική αλλαγή, εν τούτοις συχνά υποεκτιμώνται από τους επενδυτές και τον επιχειρηματικό κόσμο ως και τις κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν το δημογραφικό πρόβλημα ως… καυτή πατάτα.
Για την Ελλάδα πρόσφατη είναι μελέτη του Ινστιτούτου του Βερολίνου που εκτιμούσε πως ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια ως το 2030 και στα 8,9 εκατομμύρια ως το 2050, από περίπου 10,6 εκατομμύρια σήμερα. Με δείκτη ολικής γονιμότητας 1,33 (ο προβλεπόμενος μέσος αριθμών παιδιών ανά γυναίκα), η Ελλάδα έχει σήμερα σχεδόν τη χαμηλότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η Ελλάδα έχει πλέον έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, καθώς πάνω από το ένα πέμπτο των κατοίκων της (το 21%) είναι άνω των 65 ετών. Σαν να μην έφθανε αυτό, μια μελέτη των Μαρί-Νοέλ Ντυκέν και Δημήτρη Καρκάνη για το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων αναδεικνύει και το φαινόμενο της διαρκούς και δυσανάλογης αύξησης του «υπέργηρου» πληθυσμού (80 ετών και άνω) που αποτελεί μια από τις συνιστώσες του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα.
Η χώρα μας συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών της ΕΕ με τους υψηλότερους δείκτες «υπεργηρίας» (λόγος του πληθυσμού ηλικίας 80 ετών και άνω προς τον πληθυσμό 65 ετών και άνω). Η τελευταία δεκαετία (2007-2016) χαρακτηρίστηκε από την προοδευτική εξάπλωση των υψηλών τιμών (>25%) του δείκτη υπεργηρίας από τη Νότια και Κεντρική Ελλάδα προς τις βορειότερες περιοχές. Για το 2016, οι υψηλότεροι δείκτες καταγράφονται σε ορισμένους από τους ορεινότερους νομούς (Ευρυτανίας, Γρεβενών, Λακωνίας και Αρκαδίας).
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται προφανώς στην ταχύτερη αύξηση του υπέργηρου πληθυσμού σε σχέση με τις εκάστοτε αυξομειώσεις που παρατηρήθηκαν στον πληθυσμό 65 ετών και άνω ανά νομό.
Η Ελλάδα κατέχει τον τρίτο υψηλότερο δείκτη υπεργηρίας μεταξύ των 28 κρατών-μελών της ΕΕ (30,6%), μετά την Ισπανία (32,0%) και τη Γαλλία (31,1%) για το 2016. Η «γήρανση μέσα στη γήρανση», όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαφορετικά η υπεργηρία, και η ταχύτερη αύξηση του πληθυσμού άνω των 80 ετών, σε σχέση με την εξέλιξη των υπόλοιπων πληθυσμιακών ομάδων, όπως για παράδειγμα ο πληθυσμός σε ενεργό ηλικία, θα μπορούσε δυνητικά να προκαλέσει σημαντικές ανισορροπίες με άμεσο αντίκτυπο στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Σύμφωνα με υπολογισμούς μελέτης της Eurobank υπολογίζονται ότι πάνω από 450.000 ηλικίας κάτω των 45 ετών, κατά μεγάλο ποσοστό υψηλού μορφωτικού επιπέδου και τεχνικής κατάρτισης, βρέθηκαν εκτός Ελλάδος (brain drain) με την ετήσια συμμετοχή στο ΑΕΠ των χωρών υποδοχής από Έλληνες την περίοδο Ιανουαρίου 2008 – Ιουνίου 2016 να ανέρχεται σε 12,9 δισ. ευρώ, το φορολογικό αποτέλεσμα να ξεπερνά τα 9 δισ. ευρώ, την ώρα που τα κόστη της εκπαίδευσής τους για το ελληνικό κράτος ανέρχονταν σε 8 δισ. ευρώ. Η ανάσχεση αυτής της τάσης αλλά και ο επαναπατρισμός αυτού του ανθρώπινου δυναμικού πρέπει αναμφισβήτητα να αποτελέσει εθνικό στόχο.