– Κομισιόν σε Ν. Χουντή για την υπόθεση της Ηριάννας: Η Ελλάδα πρέπει εντός 6μήνου να συμμορφωθεί με την Οδηγία ενίσχυσης του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο, ως εκ τούτου, δεν έχει ακόμα εφαρμογή στην περίπτωση της Ηριάννας!!!
– Ν. Χουντής: «Γιατί η Κομισιόν ξεχνάει στην περίπτωση αυτή, όσα η ίδια αναφέρει στα νομικά της κείμενα, ότι οι εθνικοί δικαστές πρέπει να ερμηνεύουν το νόμο έτσι ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την Οδηγία, ακόμα και πριν την εφαρμογή της;»
Η Κομισιόν,παρεκκλίνοντας κατά πρωτοφανή τρόπο από την πάγια τακτική της να προτρέπει τους δικαστές στην εφαρμογή κανονισμών, οδηγιών, κλπ, ακόμη και πριν την ενσωμάτωσή τους στην εθνική νομοθεσία, καλύπτει την απαράδεκτη δικαστική απόφαση για προφυλάκιση της Ηριάννας, με το σαθρό επιχείρημα ότι η νέα Οδηγία για την ενίσχυση του τεκμηρίου της αθωότητας, δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο!
Αυτό προκύπτει από απάντηση της Επιτρόπου Δικαιοσύνης, Καταναλωτών και Ισότητας των Φύλων, κ. Jourova, σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκου Χουντή, σχετικά με την υπόθεση η οποία, δικαίως, έχει ευαισθητοποιήσει μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης.
Υπενθυμίζεται ότι, ο Νίκος Χουντής, σε ερώτησή του προς την Επιτροπή αναφορικά με την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση στην περίπτωση της Ηριάννας για εμπλοκή σε τρομοκρατική οργάνωση με αμφίβολης ποιότητας ενοχοποιητικά στοιχεία, είχε ζητήσει από την Κομισιόν να απαντήσει αν παραβιάζεται η οδηγία 2016/343 για το τεκμήριο αθωότητας.
Συγκεκριμένα, στην ερώτησή του, τόνιζε ότι το δικαστήριο έκρινε ένοχη τη νεαρή πανεπιστημιακό, με βάση ένα μερικό δείγμα DNA πάνω σε ένα κινητό, άρα και εύκολα μεταφερόμενο αντικείμενο, (και το οποίο δείγμα πλέον έχει καταστραφεί εμποδίζοντας οποιαδήποτε μορφή επαλήθευσης της εξέτασης) καθώς και την προσωπική σχέση που διατηρούσε με τον σύντροφό της, ο οποίος αθωώθηκε αμετάκλητα για συμμετοχή στην ίδια οργάνωση. Στη συνέχεια, ζητούσε να πληροφορηθεί αν η αμφιλεγόμενη απόφαση και ο εγκλεισμός της κατηγορούμενης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης συνάδει με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 περί δίκαιης δίκης και βάρους των αποδείξεων, καθώς και το σκοπό της Οδηγίας για ενίσχυση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.
Επισημαίνεται ότι το άρθρο 6 παρ.1 της Οδηγίας προβλέπει ότι «τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εισαγγελική αρχή φέρει το βάρος της απόδειξης της ενοχής των υπόπτων και των κατηγορουμένων. Τούτο ισχύει με την επιφύλαξη οποιασδήποτε υποχρέωσης του δικαστή ή του αρμόδιου δικαστηρίου να αναζητούν τόσο ενοχοποιητικά όσο και απαλλακτικά στοιχεία και του δικαιώματος της υπεράσπισης να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία».
Η αρμόδια Επίτροπος κ. Jourová στην απάντησή της (E-004404/2017) αναγνωρίζει ότι «η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας […]. Σύμφωνα με το άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθούν με αυτήν έως την 1η Απριλίου 2018. Ως εκ τούτου, η οδηγία δεν έχει ακόμα εφαρμογή στην περίπτωση η οποία αναφέρεται στην ερώτηση του κ. βουλευτή».
Σχολιάζοντας την απάντηση αυτή, ο ευρωβουλευτής της ΛΑΕ,Ν. Χουντής, δήλωσε τα εξής:
«Κατ’ αρχάς, είναι σαφές ότι η οδηγία 2016/343 για την ενίσχυση του τεκμηρίου της αθωότητας, με την οποία διασφαλίζεται ότι οι εισαγγελικές αρχές είναι αυτές που φέρουν το βάρος της απόδειξης της ενοχής των υπόπτων και των κατηγορουμένων, θα μπορούσε άμεσα να εφαρμοσθεί εν προκειμένω, και να οδηγήσει στην αποφυλάκιση και αθώωση της Ηριάννας.
«Εντύπωση όμως προκαλεί το γεγονός ότι η Ευρωπαία Επίτροπος σπεύδει να δηλώσει πως “η ανωτέρω οδηγία δεν έχει ακόμη εφαρμογή” στην περίπτωση της Ηριάννας, όταν, κατά πάγιο τρόπο, η ίδια η Κομισιόν σε παλαιότερες απαντήσεις της, καθώς και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο site της νομοθεσίας της ΕΕ (http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=LEGISSUM%3Al14547), αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, έχουν πάγια υποστηρίξει ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο βάσει του ενωσιακού δικαίου, όπως απορρέει από το καθήκον συνεργασίας (Άρθρο 4(3) ΣΕΕ).
«Δηλαδή, ο εθνικός δικαστής πρέπει να ερμηνεύει το νόμο έτσι ώστε για να επιτυγχάνει το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την οδηγία. Πρόκειται για την αποκαλούμενη αρχή του άμεσου αποτελέσματος.
«Εναπόκειται λοιπόν στον Εθνικό Δικαστή να ενισχύσει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας, απαιτώντας από την εισαγγελική αρχή να αποδείξει ουσιαστικά την ενοχή των υπόπτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην οδηγία 2016/343».
Ακολούθως, παρατίθενται αυτούσια 2 τμήματα από το κείμενο της ΕΕ σε σχέση με την αρχή του άμεσου αποτελέσματος:
«Το άμεσο αποτέλεσμα του ευρωπαϊκού δικαίου καθιερώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση VanGendenLoos της 5ης Φεβρουαρίου 1963. Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αναφέρει ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο δε δημιουργεί μόνο υποχρεώσεις στις χώρες της ΕΕ, αλλά και δικαιώματα για τους ιδιώτες. Έτσι, οι ιδιώτες μπορούν να προβάλλουν αυτά τα δικαιώματα και να επικαλούνται άμεσα ευρωπαϊκούς κανόνες ενώπιον των εθνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Επομένως, δεν είναι απαραίτητο η χώρα της ΕΕ να έχει περιλάβει τον εν λόγω ευρωπαϊκό κανόνα στην εσωτερική του έννομη τάξη»…
«η οδηγία είναι μία πράξη που απευθύνεται στις χώρες της ΕΕ και πρέπει να μεταφερθεί από αυτά στο εθνικό τους δίκαιο. Ωστόσο, το Δικαστήριο τους αναγνωρίζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, άμεσο αποτέλεσμα, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα των ιδιωτών. Έτσι, το Δικαστήριο αναφέρει στη νομολογία του ότι μία οδηγία είχε άμεσο αποτέλεσμα όταν οι διατάξεις της είναι χωρίς αιρέσεις και επαρκώς σαφείς και συγκεκριμένες και όταν η χώρα της ΕΕ δεν έχει μεταφέρει την οδηγία εντός της προθεσμίας (απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1974, VanDuyn). Ωστόσο, το άμεσο αποτέλεσμα μπορεί να έχει μόνο κάθετο χαρακτήρα· οι χώρες της ΕΕ οφείλουν να εφαρμόζουν οδηγίες, όμως μια χώρα της ΕΕ δεν μπορεί να επικαλεστεί οδηγία κατά προσώπου(απόφαση της 5ης Απριλίου 1979, Ratti)».
Ακολουθούν η πλήρης ερώτηση του Νίκου Χουντή και η απάντηση της Επιτρόπου κ. Jourova:
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης E-004404/2017
προς την Επιτροπή
Nikolaos Chountis (GUE/NGL)
Θέμα: Πιθανή παραβίαση της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343
Πολλά ερωτηματικά έχει δημιουργήσει η πρωτόδικη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου να καταδικάσει σε 13 χρόνια φυλάκιση νεαρή πανεπιστημιακό για εμπλοκή σε τρομοκρατική οργάνωση με αμφίβολης ποιότητας ενοχοποιητικά στοιχεία.
Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε ένοχη τη νεαρή πανεπιστημιακό με βάση ένα μερικό δείγμα DNA πάνω σε ένα κινητό, άρα και εύκολα μεταφερόμενο αντικείμενο, (και το οποίο δείγμα πλέον έχει καταστραφεί εμποδίζοντας οποιαδήποτε μορφή επαλήθευσης της εξέτασης) καθώς και την προσωπική σχέση που διατηρούσε με τον σύντροφό της, ο οποίος αθωώθηκε αμετάκλητα για συμμετοχή στην ίδια οργάνωση.
Δεδομένων των αντιδράσεων που έχει προκαλέσει η αμφιλεγόμενη απόφαση και ο εγκλεισμός της κατηγορούμενης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και λαμβάνοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/343 περί δίκαιης δίκης και βάρους των αποδείξεων καθώς και τον σκοπό της ΕΕ για ενίσχυση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, ερωτάται η Επιτροπή:
– Θεωρεί ότι με την απόφαση αυτή παραβιάζεται το πνεύμα και το γράμμα του άρθρου 6 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343[1];
Απάντηση της κ. Jourová
εξ ονόματος της Επιτροπής
Η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Μέχρι σήμερα, έχουν θεσπιστεί έξι οδηγίες για τα δικονομικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθούν με αυτήν έως την 1η Απριλίου 2018. Ως εκ τούτου, η οδηγία δεν έχει ακόμα εφαρμογή στην περίπτωση η οποία αναφέρεται στην ερώτηση του κ. βουλευτή.
Το Γραφείο Τύπου 25.09.2017
[1] Άρθρο 6 παράγραφος 1: «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εισαγγελική αρχή φέρει το βάρος της απόδειξης της ενοχής των υπόπτων και των κατηγορουμένων. Τούτο ισχύει με την επιφύλαξη οποιασδήποτε υποχρέωσης του δικαστή ή του αρμόδιου δικαστηρίου να αναζητούν τόσο ενοχοποιητικά όσο και απαλλακτικά στοιχεία και του δικαιώματος της υπεράσπισης να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία».