ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Ε Κ Θ Ε Σ Ι Σ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΕΙΣ ΔΥΤΙΚΗΝ ΙΚΑΡΙΑΝ
ΑΠΟ ΤΗΣ 13 ΜΕΧΡΙ 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 1962
ΥΠΟ
ΓΕΩΡΓ. Κ. ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ
ΑΝΑΤΥΠΟΝ
ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΕΤΗΡΙΔΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ, ΤΟΜ. 15 & 16 (1962-1963)
ΕΝ ΑΘΗΝΑIΣ
1964
Αντιγραφή από το πρωτότυπο Λευτέρης Παπασιμάκης / 2007
Από της 13 μέχρι της 31 Ιουλίου 1962 επεχείρησα κατ’ εντολήν της Ακαδημίας (αριθ. εγγρ. 44448/16-6-62) λαογραφικήν έρευναν εις περιοχάς της Δυτ. Ικαρίας, ειδικώς εις συνοικισμούς και αγροικίας της περιφερείας Ραχών (Χριστός, Αγ. Δημήτριος, Καρυδιές, Τραγοστάσι (παλαιότερον Βρουλλάς), Βρακάδες και Αρμενιστής), εις την Κοινότητα Φραντάτου (Φραντάτον και Μάραθος) και το χωρίον Γιαλισκάρι.
Ράχες: Το όνομα Ράχες απαντά ήδη εις προικοσύμφωνον του έτους 1640. Βλ. εις Επ. Σταματιάδου, Ικαριακά, ήτοι ιστορία και περιγραφή της νήσου Ικαρίας, εν Σάμω 1893, σ. 155.
Γιαλισκάρι: Το όνομα από τό Αιγιαλισκάριον. Βλ. Γ. Ν. Χατζιδάκι, ΜΝΕ, Β’ σ. 405. Ό Κ. Ά. . Αμαντος παράγει την λέξιν εκ της αιγιαλίσκος. Το τοπωνύμιον και εις Χίον και Λέρον. Εις Σίκινον Διαλισκάρι Βλ. Κ. Α. Άμαντον εν Αθηνά, τόμ. 17 (1915), Λεξ. Αρχ., σελ. 25 =Του αυτού, Γλωσσικά Μελετήματα, εν Αθήναις 1964, σ. 153).
Το έδαφος γενικώς των περιοχών τούτων εις την διαμόρφωσίν του είναι ορεινόν, κατά το πλείστον δε εις την περιφέρειαν Ράχες δασώδες.
Η κοινότης Χριστού Ραχών με έδραν το συνοικισμόν Χριστός κατέχει περί τα 40 χιλ. στρέμματα, εκ των όποίων, κατά πληροφορίας ληφθείσας εκ της κοινότητος, 22.829 χρησιμεύουν ως βοσκότοποι. Εκ τούτων έκτασις 10.400 στρεμμάτων ανήκει κατά τίτλον κυριότητος εις φυσικά πρόσωπα, η δε υπόλοιπος είναι κοινοτική. Περί τα 17.000 στρέμματα έτι καλύπτονται υπό δασών.
Η όλη περιοχή ένεκα του αγόνου αυτής δεν προσφέρεται εις ευρείαν καλλιέργειαν δημητριακών, διό χρησιμοποιούνται προς τούτο μόνον 3309 στρέμματα.
Σπουδαίον παράγοντα δια την οικονομίαν του τόπου απετέλει παλαιότερον και ή παρασκευή ξυλανθράκων, προς δε και η ναυτιλία εις την οποίαν και σήμερον καταφεύγει αρκετόν ποσοστόν του εργατικού δυναμικού της περιοχής ταύτης.
Χαρακτηριστικόν στοιχείον της υποτυπώδους μορφής της οικονομίας του τόπου κατά το παρελθόν, ιδία κατά τους χρόνους της Ελληνικής επαναστάσεως, ως βεβαίως και εις πολλάς άλλας νήσους του Αιγαίου, αποτελεί ή μορφή της κατοικίας υπό τον τύπον του μονόσπιτου, ήτοι του ενός δωματίου.
Ο πληθυσμός συμφώνως προς την τελευταίαν απογραφήν (1961) ανέρχεται εις την κοινότητα Ραχών εις 1034 ψυχάς και εις 724 εις την κοινότητα Φραντάτου, Τόσον εις τας περιφερείας ταύτας, ως και εις την λοιπήν Ικαρίαν, είναι ούτος εγκατεστημένος γενικώς εις μικρούς συνοικισμούς, πολλαχού δε εκάστη οικογένεια κατοικεί μεμονωμένως εις το ίδιον αυτής κτήμα, παρουσιαζομένου ούτω ενταύθα πλήθους αγροικιών.
Ο τρόπος ούτος της διασποράς των οικήσεων εις πολύ μικρούς συνοικισμούς, καλουμένους γειτονιές, ή εις μεμονωμένας αγροικίας εντός των ιδιοκτήτων κτημάτων, συνεχιζόμενος εν μέρει και σήμερον, συνετέλεσεν από του παρελθόντος, ώστε πολλοί κλάδοι του κατά παράδοσιν λαϊκού ενταυθα πολιτισμοί, κοινωνικού και πνευματικού (έθιμα κατά την γέννησιν, τον γάμον, την τελευτήν, λαϊκοί λατρεία, κ.α. δημώδη άσματα, παραμύθια, παραδόσεις. δεισιδαίμονες δοξασίαι και ενέργειαι, μαγεία, μαντεία, προλήψεις κ. α.) να είναι ολιγώτερον ανεπτυγμένο ι από απόψεως εκδηλώσεων εις έθιμα και πολιτιστικά γενικώς στοιχεία εν συγκρίσει προς τας εκδηλώσεις ταύτας εις άλλους τόπους, όπου απαντούν συγκεκροτημένοι συνοικισμοί εκ πολλών οικογενειών.
Ένεκα της θέσεως ταύτης των οικήσεων, μακράν αλλήλων, δια τας μετακινήσεις μου κατά την λαογραφικήν έρευναν ταύτην εδαπανάτο αρκετός χρόνος, ούτω δε η εργασία έβαινεν εκτελουμένη με βραδύν σχετικώς ρυ8μόν. Παρά όμως την δυσχέρειαν ταύτην επέτυχον δι’ εντόνου εργασίας την περισυλλογήν ενδιαφερούσης σχετικής ύλης, η όποία κατεγράφη εις χειρόγραφον εκ σελ. 522 σχ. 8ου μεγ., και
κατετέθη εις το Λαογρ. Αρχείον με αριθμ. εισαγωγής 2449.
Η περιεχομένη εις τούτο πλουσία ύλη αναφέρεται εις πλήθος εκδηλώσεων του φυσικού (υλικού), κοινωνικού και πνευματικού βίου του λαού.
1. Τρία παραμύθια εις τας σελ. 153-154 και 182-190 προέρχονται εκ της Ευδοκίας Καρoύτσου, καλουμένης Πατινιάς, ήτις γνωρίζει αυτά εκ του τόπου της καταγωγής της, της Πάτμου. Εκ της ιδίας ηχογραφήθησαν και 7 άσματα (βλ. χφ σ. 145-151), τα όποία επίσης γνωρίζει αύτη εκ Πάτμου.
Η ηχoγραφηθείσα μουσική επί ταινιών μαγνητοφώνου περιλαμβάνει 80 ηχογραφήσεις, των οποίων τα στοιχεία έχουν καταγραφή εις το βιβλίον εισαγωγής μουσικής ύλης από του υπ’ αριθ. 6503.6555.
Εις την επιτυχή εκτέλεσιν της όλης εργασίας μου ταύτης πολυτιμοτάτη υπήρξεν η συνδρομή του εντοπίου ιατρού κ. Γεωργ. Τσαντίρη προς αναζήτησιν των πληροφορητών μου και επικοινωνίαν μετ’ αυτών. Από της θέσεως ταύτης εκφράζω εις αυτόν την βαθείαν ευγνωμοσύνην μου. Επίσης τας ευχαριστίας μου προς όλους τούς πληροφορητάς μου μεταξύ των όποίων εις τούς κ. Στυλ. Κοτσορνίθην, Ιερέα εις Βρακάδες, Σωκρ. Φάκαρην εις Χριστόν κ.ά.
Εκ της συλλεχθείσης ύλης σημειώνομε τα εξής. Περί της λαϊκής οικίας παρατηρούμεν ότι αύτη εις την παλαιοτέραν εκ παραδόσεως μορφήν της απετελείτο εκ μιας αιθούσης, ορθογωνίου σχήματος, μονόσπιτου, με χαμηλήν στέγην και μικράς εσωτερικώς διαστάσεις.
Βλ. λεπτομερέστερον περί της οικοδομίας εν τω χφω μου (Λ. Α., άριθ. 2449, σ. 49-54), προς δε εις την μελέτην της Αγγελικης Χατζημιχάλη, ένθ’αν., σελ. 211 και 182 και Ιωάνν. Μελά, ένθ’αμ., σ. 192. Σχετικήν μαρτυρίαν εκ τoυ 17 αι. υπό Ιωσ. Γεωργειρήνη, βλ. εις Επ. Σταματιάδου, ενθ’αν., σ. 99.
Εις την απλήν αυτήν μoρφήν της εξυπηρέτει τας στοιχειώδεις τότε ανάγκας της οικογενείας, ήτις συνετηρείτο εντός της κλειστής, συγχρόνως δε και της πολύ χαμηλής εις στάθμην οικονομίας του τόπου ι δια της επιτοπίου παραγωγής αγαθών, η οποία εις δημητριακά ήτο πολύ περιωρισμένη. Ένεκα τούτου ο κάθε γεωργός, αμέσως μετά τον αλωνισμόν, ως και μέχρι σήμερον, εχώριζε τον σπόρον, το δε υπόλοιπον της παραγωγής το διέθετε δια την «φαουριάν», δηλ. την διατροφήν της οικογενείας του (χφ. σ. 308). Προς τούτο το διεμοίραζεν εις παλαιοτέρους χρόνους εις 365 μερίδια, όσαι αι ημέραι του χρόνου, κάθε δε ημέραν ηλέθετο εις τον χειρόμυλον ένα μερίδιον και παρεσκευάζετο ο άρτος της ημέρας ο οποίος εις χρόνους προ 100 ετών εψήνετο εις τα κάρβουνα της εστίας.
Εκ της ανεπαρκείας ταύτης των παραγομένων σιτηρών δια την συντήρησιν του πληθυσμού ο άρτος ώπτατο και ετρώγετο νωπός, «το είχα σε κακό» να τον ξηράνουν εις φρυγανιάν. Σχετική περί τούτου είναι η παράδοσις εις Ράχες ότι
«η μητέρα τού σιταριού τού είπε: «παιδί μου, θα σε αλέσουνε, θα σε ζυμώσουνε, θα σε ψήσουνε. Υστερα θα σε φάνε. Να μη στενοχωρηθής». Ρωτά το παιδί.- «Αν με ξανακάψουνε στα κάρβουνα;» – Λέει του η μητέρα: «Τότε κάψε τους κ’ εσύ». «Δηλαδή άφησέ τους να πεινάσουν, διότι, όταν σε ξανακάψουν και σε κάμουν φρυγανιά, τότε θα χρειάζωνται περισσότερο ψωμί» (χφ., σ. 60).
Το αλώνι, ως και αλλαχού του ελληνικού χώρου, θεωρείται τόπος ιερός.
«Οταν είσαι μέσα στην άλωνα και μετράς το σιτάρι, δεν πρέπει να μιλήσης. Αν θέλης να φωνάξης, πρέπει να βγης απόξω, γιατί ο Χριστός και η Παναγία είναι μέσα στο αλώνι. Πρέπει ακόμη να μη στέκωμε όρθιοι τότε μέσα στο αλώνι»
Ο θεσμός της συνεργασίας μεταξύ των γεωργών λέγεται συμπκαριά. Πρόκειται περί συνεταιρισμού, ο οποίος απαντά υπό τας ακολούθους δύο μορφάς: 1) «να σπείρωμε μαζί, να θερίσωμε μαζί, ν’ αλωνέψωμε και να χιλιομοδίσωμε» (=να έχωμεν μεγάλην εσοδείαν και να μοιράσωμε τον καρπόν). 2) «συμπκαριά μόνον εις στα ζώα για τη σπορά».
Κατά την πώλησιν ακινήτου προετιμάτο παλαιότερον, κατ’ έθιμον, ως αγοραστής ο συμπλιαστής ο γείτων) η συγγενής του ιδιοκτήτου. Οι καρποί δε κλώνων δένδρου, οι οποίοι εξετείνοντο εις γειτονικόν κτήμα (το μαξούλι του σκιοδεντριού) ανήκον εις τον ιδιοκτήτην τoυ ακινήτου.
Το έθoς ενταύθα της προτιμήσεως του γείτονος ως αγοραστού του πωλουμένου ακινήτου προέρχεται εκ της μεταγενεστέρας αρχαιότητος (των παπύρων), συνεχίσθη δε κατόπιν εις το Βυζάντιον απαντόν και εις σχετικήν διάταξιν του δικαίου δια την προστασίαν των μικρών γεωργικών κτημάτων από της απορροφήσεώς των υπό των μεγάλων γαιοκτημόνων, οίτινες εν τούτοις επετύγχανον ενίοτε την κατάργησιν της προτιμήσεως, ως επί Λέοντος του ΣΤ’.: «έξεστι τω κατέχοντι ακίνητον διαπιπράσκειν προς ο άρα βούλεται προσωπον ανεπικωλύτως και ανεπιφωνήτως». Το έθιμον τούτο της προτιμήσεως απαντά και εις άλλους ελληνικούς τόπους.
Εις το δίκαιον της κληρονομίας υπήρχεν «έθιμο να κρατή ο πατέρας το πιο μικρό του παιδί και σ’ αυτό να αφήνει το σπίτι με το νοικοκυριό και τα γύρω στο σπίτι αμπέλια, κήπους». Επί θανάτου του ενός των συζύγων, ατέκνων, ο επιζών «δεν κληρονομεί τον άλλον» (δηλ. τον αποβιώσαντα). Η περιουσία γυρίζει στους συγγενείς του πεθαμένου».
Την πατρικήν οικίαν την κληρονομεί ο υιός. Εάν δεν υπάρχει άρρεν τέκνον εις την οικογένειαν «τότε παίρνουν τον γαμπρόν στο σπίτι σώγαμπρο». Η εισδοχή του γαμβρού εις την οικίαν του πενθερού του ως «σώγαμπρου» εθεωρείτο υποτιμητική δι’ αυτόν. Ούτος «ήταν σε κατώτερη θέση, σαν σκλάβος στο σπίτι του πεθερού. Εκτελούσε διαταγές». Η λέξις σώγαμπρος είναι νεωτέρα αντικαταστήσασα την παλαιοτέραν εν χρήσει κληρικός, οποία εσήμαινεν, ότι ούτος θα εκληρονόμει «όλην την περιουσίαν του πενθερού του». «Για τον κληρικό αυτό έλεγαν οι άλλοι του χωριού, πως όταν μπαίνει και βγαίνει στο σπίτι του πεθερού του, του χτυπά στο κεφάλι το κοράκι της πόρτας», δηλ. ότι ευρίσκεται υπό τας διαταγάς του πεθερού. «Όταν ήταν από ξένο μέρος ο γαμπρός, του έδιδε ο πατέρας της κόρης περιουσία. Έλεγαν πως τον βάζουν αδερφάτο (δηλ. τον λογαριάζουν ως αδερφό)».
Εις περίπτωσιν διαλύσεως του γάμου ένεκα ασυμφωνίας χαρακτήρων μεταξύ ανδρογύνου «ο άνδρας (την γυναίκα του) δεν την διώχνει από το σπίτι του, θα την αφήσει στο σπίτι και στα χτήματά του και θα φύγει αυτός. Ποτέ δεν τη διώχνει τη γυναίκα του, να την βγάλει στο δρόμο».
Το έθιμον της φιλοξενίας τηρείται πολύ έντονον.
«Όταν κάθεται στο τραπέζι ο μουσαφίρης, δεν σηκώνομε το τραπέζι με τα πιάτα και τα άλλα σερβίτσια, μέχρι να φύγει ή να κοιμηθή, αν είναι βράδυ. Αν το σηκώσωμε, θεωρείται προσβολή στον ξένο είναι σαν να του λέμε να φύγει».
Εις την δημώδη ποίησιν ή οποία ευρίσκεται εις πλήρη υποχώρησιν ως προς τα πολύστιχα τραγούδια κυριαρχούν καλλιεργούμενα τα δίστιχα. Παλαιότερον άδοντο ευρέως και παραλογές (κατεγράφησαν εις μεγάλον αριθμόν εις Μάραθον της κοινότητος Φραντάτου), επίσης λυρικά (της αγάπης) και σατιρικά. Εκ των ακριτικών κατεγράφη μόνον ένα.
Ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος είναι το κατωτέρω άσμα με θέμα την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως και την μετατροπήν του ναού της Αγίας Σοφίας εις μουσουλμανικόν τέμενος.
Μέρα ’ναι και ξυπνήσετε, πρωί και σηκωθήτε
κι αν δεν πιστεύγετε, άρχοντες, μπροβάλετε νά ’δήτε.
Παν’ τα πουλιά στο βοσκητό κ’ οι έμορφες στη βρύση
κ’ εσείς, χελιδονάκια μου, στην έρημο να πάτε.
Δώστε χαμπάρι στη Φραγγιά και στη Χριστιανοσύνη
πως πήραν την Αγιάν Σοφιάν οι Τούρκοι καλογέροι.
’Χαλάσαν τη κ’ έκτίσαν τη, μέγα τζαμί την ‘κάμα
κι απός (=άφότου) επήραν το σταυρό κ’ έβάλαν την παντιέρα
α! τι καημός που ήτανε εκείνη την ημέρα.
Εκ των ηχογραφηθεισων μελωδιών ασμάτων παραθέτομεν την μουσικήν τραγουδιού, το οποίον ήδετο παλαιότερον κατά την στιγμήν της εκκινήσεως της γαμηλίου πομπής εκ της Εκκλησίας μετά την στέψιν προς την οικίαν του γαμβρού.
Η μουσική καταγραφή της μελωδίας εκ της ταινίας μαγνητοφώνου εγένετo υπό του συντ. μουσ. Σπυρ. Περιστέρη.
Αι καταγραφείσαι ιστορικαί παραδόσεις αναφέρονται κυρίως εις τους χρόνους καθ’ ους η περιοχή των Ραχών, ως και η λοιπή νήσος, εμαστίζετο υπό των πειρατών. Κατά τους χρόνους τούτους «κατοικούσαν οι Καριώτες», για να μην τους βρίσκουν οι Αλγερίνοι» εις την Λαγκάδα, τοποθεσίαν δυτικώς των Ραχών, μη φαινομένην απο θαλάσσης.
Η και εξ άλλων ελληνικών τόπων γνωστή παράδοσις περί του Μεγ. Αλεξάνδρου, έχοντος ώτα όνου ή τράγου κ. α., κατεγράφη εις Γιαλισκάρι υπό τον τύπον:
«Τ’ Αλεξάντρου η κεφαλή
εχει τράϊνο αυτί
και κασσίδα στην κορφή.»
Παραπλεύρως της δημοσίας οδού προς τον Αρμενιστήν, μετά τον συνοικισμον Αγιος Δημήτριος Ραχών, ευρίσκεται εκκλησίδιον καλούμενον «η Παναγίτσα». Εκ διαφόρων περί αυτής παραδόσεων παρατίθεται η περί της ιδρύσεως του ναδϋρίου τούτου. «Λένε πως εκεί το μέρος το είχε κάποιος για σπιτότοπο και έσκαφτε να χτίσει σπίτι. Εκεί πού ‘σκαφτε ευρήκε κόκκαλα ανθρώπου που πολύ μυρίζανε. τα έβαλε στο φυλάκι (=σακκί από δέρμα κατσικιού) να τα πάλι στην εκκλησία. Στο δρόμο του ‘πάντησε κάποιος άλλος άνθρωπος και του λέει:
«Τί είναι που τα σηκώνεις στο φυλάκι και μυρίζουν τόσο ωραία;»
«Κάτι κόκκαλα, λέει, ηύρα ‘κεί πού ‘σκαβα».
Το βράδυ βλέπει στον ύπνο του’ είδε την Παναγία και του είπε, να πάλι να χτίσει εκκλησία στο μέρος πού ‘βρε τα κόκκαλα. Και την άλλη μέρα έβαλε εργάτες και έχτισε την Εκκλησία».
Ευρέως διαδεδομέναι απαντούν τοπικαί παραδόσεις περί της Αγίας Λεσβίας.
Λέγεται ότι το λείψανον της Αγίας μετεφέρετο εκ Πάρου υπό Αλγερίνων πειρατών ή ναυτικών εκ Μυτιλήνης, οίτινες προσωρμίσθησαν εις Ικαρίαν ένεκα τρικυμίας. Οι Καριώτες έκλεψαν από αυτούς το σκήνωμα της Αγίας και το μετέφεραν εις την τοποθεσίαν Στάβλος η Μάραθος εις την Πέρα Μεριά της Ικαρίας και το έκρυψαν εντός σπηλαίου. Μετά πάροδον πολλού χρόνου, ένας χωρικός, κατόπιν ονείρου, ανεκάλυψε το λείψανον και έκτισαν εις την θέσιν αυτήν την Εκκλησίαν.
Περί της παραδόσεως ταύτης της όσίας Θεοκτίστης της Λεσβίας κάμνει ευρύν λόγον ο Επαμ. Σταματιάδης (Ικαριακά, 1893, σ. 68-74). Ούτος παραθέτει έτι και το σχετικόν συναξάριον περί αυτής εκ του Συμεώνος του Μεταφράστου.
Αλλαι καταγραφείσαι ενταύθα παραδόσεις περί Αγίων παρατηρούμεν, ότι έχουν κοινά στοιχεία και γνωρίσματα προς τας και εις άλλους ελληνικούς τόπους. Ούτω ο Αγιος Χαράλαμπος, του οποίου εκκλησία υπάρχει εις τον Κάμπον Μεσαριάς, τιμάται ως προστάτης των ζώων (βοδιών) απο ασθενείας. Η Αγία Βαρβάρα πιστεύεται ότι θεραπεύει τους πάσχοντας εκ γρίππης, ιλαράς, κυρίως δε από τήν «ευλογημένη» (=ευλογιά). Η λαϊκή παράδοσις λέγει, ότι η Αγία Βαρβάρα «ήτο μία ωραία κόρη. Οι γονείς ήτανε ειδωλολάτρες. Την κατατρέχανε οι νέοι να την παντρευτουν. Αυτή δεν ήθελε και παρακάλεσε το Θεό να της χαλάση το Πρόσωπο με σπυριά για να μην την κατατρέχουν οι νέοι. Την κατάτρεχε κι ο πατέρας της. Αυτή για να σωθεί έφευγε και όπως την κυνηγούσαν εσκίστηκε η γη και την κατάπιε. Εμεινε μόνο το κεφάλι της όξου κ’ εβαλε ο πατέρας της και της το κόψανε».
Η παράδοσις αύτη, υπό διαφόρους παραλλαγάς απαντώσα και αλλαχού, έχει διαμορφωθεί προφανώς εκ του συναξαρίου της.
Τ’ Αϊ Γιαννιού του Φανιστή (24 Ιουνίου) κοιτάζει κατά την πρωίαν ο καθένας την σκιάν του σώματός του. «Αν είναι χωρίς κεφάλι, είναι βέβαιο πως θα πεθάνει αυτός πού την κοιτάζει».
Εκ των λατρευτικών εθίμων αναφέρομεν τα κατά την πανήγυριν της 20 Ιουλίου εις την εξοχικήν εκκλησίαν του Προφήτου Ηλία, κειμένην εις υψηλήν κορυφήν, πλησίον της «γειτονιάς», ήτοι μικρού συνοικισμού εκ τινων οικογενειών, Καρυδιές της κοινότητος Χριστού Ραχών.
Μετά την λειτουργίαν οι πανηγυρισταί παρακάθηνται εις κοινήν τράπεζαν, εις την οποίαν προσφέρεται κρέας το όποίον κατά την διάρκειαν της λειτουργίας έχει εψηθή υπό της Διοικ. επιτροπής της Εκκλησίας.
Το κρέας τούτο προέρχεται από σφάγια, αφιερώματα εις την εκεί εκκλησίαν του Προφήτου Ηλία. Αιτιολογική της ιδρύσεως των εκκλησιών προς τιμήν του προφήτου Ηλία εις τας κορυφάς των βουνών είναι η ακόλουθος παράδοσις.
«Ο προφήτης Ηλίας ήταν μέσα στη θάλασσα κ’ εβαρέθηκε τη θάλασσα κ’ επήρε ένα κουπί κ’ εβγήκε όξω.
Άμα απάντεχε κανένα χωρικό του έδειχνε το κουπί και τον αρωτούσε: «τί είναι».
-Εάν έλεγε κουπί, δεν εσταματούσε. Επήγαινε πιο πέρα. Έφτασε ψηλά στο βουνό κι άρωτησε ένα χωρικό, «τί είναι» και του είπε, ότι είναι φτυάρι που φτυαρίζουν το χώμα. Τότε λέει ο προφήτης Ηλίας – «εδώ θα μείνω». Από τότε χτίζουν τις εκκλησίες του προφήτη Ηλία στα βουνά».
H παράδοσις αύτη απαντά ευρύτερον γνωστή και εις άλλους τόπους.
Περί του Αγίου Φιλίππου παραδίδεται και ενταύθα, ότι ήτο πτωχός γεωργός όστις την 14 Νοεμβρίου, ημέραν των απόκρεων, μη έχων κρέας δια να «αποκρέψει», έσφαξε κατά το εσπέρας το βόδι του, διανείμας κρέας και εις τους πτωχούς.
«Το πρωί που σηκώθηκε είδε στο στάβλο το βούδι που είχε σφάξει». H παράδοσις είναι κοινή και εις άλλους ελληνικούς τόπους, ως εις Κάρπαθον.
Η παράδοσις περί του Αγ. Κασσιανού και του Αγ. Νικολάου κατεγράφη εις Αρμενιστήν υπό το όνομα του Αγ. Αντωνίου και του Αγ. Νικολάου και υπό τον τύπον του υποκινήσαντος τον Αγ. Κασσιανόν (ενταύθα τον Αγ. Αντώνιον), δικηγόρου να υποβάλει κατηγορητήριον ενώπιον του Θεού κατά του Αγίου Νικολάου, ότι ούτος εν αντιθέσει προς τον Άγιον Αντώνιον, ελάμβανε πολλάς προσφοράς εκ μέρους των Χριστιανών.
Οι δαίμονες του Δωδεκαημέρου, οι κοινώς Καλικάντζαροι, καλούμενοι ενταύθα Kαλιτσαντέρoι, επιστεύετο υπό των παλαιοτέρων
«πως ερχόντανε από τη Μύκονο το Σαραντάμερο με τα καρυδότσοφλα. “Ήσαν σαν άνθρωποι. Εγυρίζανε τα Χριστουγεννόσκολα τη νύχτα κ’ εμπαίνανε μέσα στα σπίτια»
Η παράδοσις περί της ελεύσεως των Καλικαντσάρων δια θαλάσσης, ενταύθα εκ Μυκόνου, φαίνεται ευρύτερον νησιωτική. Εις την Άνδρο πιστεύεται ομοίως ότι οι δαίμονες ούτοι, καλούμενοι Καλιβρούσηδες, ετοιμάζονται από της αρχής του Σαρανταμέρου και εισβάλλουν εις την νήσον με πλωτά μέσα τα οποία ετοιμάζουν οι ίδιοι.
Ενδιαφέρουσαι είναι έτι αι επιχωριάζουσαι και ενταύθα, δηλ. εις Ικαρίαν, παραδόσεις δια το κλήμα, αι οποίαι φαίνεται ότι έχουν εισαχθεί εις την νήσον υπό οικιστών εξ άλλων τοπων. Ούτω λέγεται εις Μάραθον της κοινότητος Φραντάτου, ότι:
«το κλήμα το φύτεψε ο Νώε. Οταν έχωμε να πούμε πως είναι πολύ παλαιό, λέμε ότι είναι από του Νώε τον καιρό»
Εις την συνοικίαν (γειτονιάν) Καρυδιές της κοινότητος Χριστού Ραχών η διήγησις αύτη απαντά. ως αιτιολογική του κλαδέματος του κλήματος. Ούτω λέγεται ότι
«ο γάδαρος σε κάποιο μέρος ευρήκε ένα κλήμα. Θα ‘τανε χειμώνας και το έφαγε. Έρχεται η άνοιξι. Είδαν οι ανθρωπoι ότι το κλήμα πού ‘φαε ο γάδαρος είχε κάμει καλύτερα σταφύλια από τα άλλα κλήματα. Απο τότε ο άνθρωπος έμαθε να κλαδεύη το κλήμα».
Αλλη σχετική παράδοσις εκ του χωρίου Φραντάτου αναφέρει πως ένας οδοιπόρος ηύρε ένα μικρόν φυτόν καθ’ οδόν εκριζωμένον και το ετοποθέτησεν εις μικρόν κόκκαλον πετεινού, δια να μην ξηρανθή έως ότου φθάσει εις τον προορισμόν του. τούτο ηύξανε καθ’ οδόν, ώστε ούτος ηναγκάσθη να το μεταφυτεύση αλληλοδιαδόχως εις κόκκαλον χοίρου, έπειτα λέοντος και τελευταίον εις το χωράφι του.
Ο καρπός του φυτού τούτου, που ήτο το κλήμα, προσέλαβεν ιδιότητας απο τα ζώα, ως άνω, εις των οποίων τα οστά εφυτεύθη (αλέκτορος, χοίρου και λέοντος), ούτω δε ο νοικοκύρης, όταν έπινε κρασί εις μικράν ποσότητα «επετούσε λόγια κ’ ήλεε σαν τον πετεινό», όταν έπινε περισσότερον εφαίνετο εις αυτόν, ότι «εθέριευε μέσα του», όπως ο λέων, και όταν έπινε ακόμη περισσότερον εγίνετο «σαν το γουρούνι».
Περί της φώκιας (φώκης) και του καματερού (=αράχνης) παραδίδεται, ότι ήσαν γυναίκες, αι οποίαι μετεμορφώθησαν ούτω ένεκα κατάρας της μητρός των.
Γνωσταί είναι έτι ενταύθα και αι εις άλλους τόπους απαντώσαι διηγήσεις περί της γεροντοκτονίας και της καταργήσεως του θεσμού τούτου αφ’ ης εδείχθη εις τον βασιλέα η σοφία των γερόντων.
Αι δοξασίαι περί των Μοιρών, ως ερχομένων την τρίτην νύκτα από της γεννήσεως του νεογνού, δια να το μοιράσουν, «δηλ. να ορίσουν εις αυτό την τύχην», απαντούν ομοίως και εις την Ικαρίαν.
«Στις τρεις μέρες που θα γεννηθεί το παιδί έρχεται η Μοίρα και το μοιράζει. Το μωρό θα το κάμωμε μπάνιο, θα ρίξωμε αλάτι στο νερό για να το αλατίσωμε το μωρό, θα του βάλωμε καλά ρούχα, να το στολίσωμε, για να τό ΄βρη η Μοίρα στολισμένο να το μοιράσει».
Κάθε άνθρωπος πιστεύεται, ότι έχει «τ’ αέριν του» ή τον αναφακάν του», δηλ. τον αγγελόν του.
«Πολλές φορές, όταν κοιμούμαστε σε μέρος που δεν πρέπει να κοιμηθούμε, έχομε ακούσει στον ύπνο φωνή να μας λέει τ’ ονομά μας. Μας φωνάζει το ονομά μας. “Όταν ακούσωμε τ’ονομά μας πρέπει να σηκωθούμε και να φύγωμε απ’ εκεί»
Επίσης «πριν πεθάνει ένας μπορεί να ’δη τον άναφακάν του σαν σε οπτασία».
Η κοινή δοξασία περί της εξόδου των ψυχών από τον Αδην κατά το Πάσχα συνδέεται πολλαχού με ενεργείας υπέρ τούτων, ιδίως μνημοσύνων και άλλων. Εις Ράχες Ικαρίας, κατ’ έθιμον, την πρωίαν του Μεγ. Σαββάτου εις την λειτουργίαν «όσοι έχουν πεθαμένους και θέλουν, φέρνουν κόλλυβα στην εκκλησία τα οποία μοιράζονται στους εκκλησιαζομένους. Το λέμε μνημόσυνο. Αυτοί που πάνε στην εκκλησία το μνημόσυνο είναι σημείο, ότι το απόγευμα θα φέρουν στην Εκκλησία και κρέας.
Αυτοί που έχουν τους πεθαμένους, φέρνει ο καθένας ένα κατσίκι η μισό, ανάλογα με την δύναμη του φέρνει και ψωμιά και κρασί. Αυτά (δηλ. το κρέας, τα ψωμιά και το κρασί) τα συγκεντρώνει σ’ ένα κελλί της Εκκλησίας μια επιτροπή. Το πρωί της Λαμπρής, πρωί πρωί, θα βάλουν το κρέας στα καζάνια που τα έχουν στήσει έξω απο την ‘Εκκλησία και θα το ψήσουν βραστό. Μετά θα το ζυγίσουν και θα λογαριάσουν πόσο αναλογεί στο κάθε άτομο που θα βρεθεί στο χωριό, ντόπιους και ξένους. Κανένας δε δα εξαιρεθεί. Θα το βάλουν στις σκάφες, θα έλθει ο παπάς να διαβάσει την ευχή, να μνημονεύση και όλος ο κόσμος που θα είναι εκεί θα συγχωρέση τις ψυχές των πεθαμένων. Μετά θα το κόψουν το κρέας αυτό σε ίσες μερίδες, ζυγισμένες, και θα το μοιράσουν, ώστε να πάρουν και να φάνε ολοι». Αυτό λέγεται μνημόσυνο.
Το έθος του μνημοσύνου τούτου υπήρχε παλαιότερον και κατά την ημέραν των Χριστουγέννων. Όποιος ήθελε εκόμιζεν εις την Εκκλησίαν κρέας, ψωμί και κρασί. Το κρέας εψήνετο «σε καζάνια, έξω απο την εκκλησιά, στο κελλί» και εμοιράζετο μετά την λειτουργίαν εις τους παρευρισκομένους. Ελέγετο «μνημόσυνο» και «το κάναμε για τις ψυχές, να συχωρεθούνε. Όποιοι τρώγανε έπρεπε να σηκωθούν όρθιοι και να πουν: Ο Θεός συγχωρέσοι τους». Αι ψυχαί πιστεύει ο λαός, ότι παραμένουν ελεύθεραι απο την ημέραν του Πάσχα, διατρίβουσαι εις τον Επάνω κόσμον, μέχρι του Σαββάτου της Πεντηκοστής το όποίον λέγεται «του Σoυρoυλoύ» ή του «Σουρουλή».
«Όλα τα Ψυχοσάββατα, να παν’ και να γυρίσουν
του Σουρουλή το Σάββατο να πά’ να μη γυρίση».
Έχουν να πουν ότι ίσαμε τότε οι ψυχές είναι όξω και από το Σάββατο αυτό ξαναφυλακώνονται. Το όνομα του Σουρουλού και του Σουρουλή φαίνεται παραφθορά εκ του «Ρουσαλιού», ως εις άλλους τόπους.
«Όσες γυναίκες ματιάζουν (=βασκαίνουν) τις λέμε Γοργόνες».
Αι Νεράιδες λέγονται εις την Ικαρίαν Καλομοίρες. Αι περί αυτών δε παραδόσεις απαντούν και ενταύθα ευρέως διαδεδομέναι. Πιστεύεται «πως κάθε βρύση έχει το Στοιχειόν της, το λέγαμε Στοιχειό του νερού».
«Τα Στοιχειά αυτά κυκλοφορούσανε στις 12 ή ώρα το μεσημέρι και τη νύχτα, κυρίως τα μεσάνυχτα. Το Στοιχειό αυτό του νερού παρουσιαζότανε σα γυναίκα. Τα στοιχειά τα λέγαμε και Καλομοίρες».
Οι Καλομοίρες αναφέρονται έτι «πως είναι γυναίκες όμορφες. Τα πόδια των είναι πίσω γυρισμένα. Παρουσιάζονται σε απόκεντρα ρέματα»,
κυρίως κατά τα μεσάνυκτα αλλά και κατά την μεσημβρίαν, με λευκά φορέματα. Εις τόπους όπου υπάρχει νερό πλύνουν και χορεύουν. Ο διερχόμενος εκείθεν σύρεται υπ’ αυτών και αναγκάζεται να χορεύη μέχρι τα εξημερώματα. Εάν τις κατορθώσει να αρπάση τον πέπλον που κάθε μία εξ αυτών φέρει εις την κεφαλήν της, ούτος καθίσταται κύριος της φερούσης. Αύτη γίνεται σύζυγός του και τεκνοποιεί μαζί του, μόλις όμως επιτύχη να ανακτήσιη τον πέπλον της επανέρχεται αμέσως εις την δαιμονικήν της μορφήν και εξαφανίζεται.
ΛΠ/2007
Υ.Γ. Ικαριακής Ραδιοφωνίας : Με μεγάλη μας τιμή δημοσιεύουμε σήμερα ένα ανεκτίμητο έγγραφο της Ακαδημίας Αθηνών για τη λαογραφία του Δυτικού τμήματος του νησιού μας. Βέβαια πρώτα απ’ όλα να δώσουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στο συμπατριώτη μας Λευτέρη Παπασιμάκη, που διέσωσε ένα κομμάτι – θησαυρό του τοπικού μας λαϊκού πολιτισμού, που με ευθύνη αναδημοσιεύουμε προς υπενθύμιση των παλαιοτέρων, αλλά κυρίως προς γνώση των νεωτέρων συμπατριωτών μας, γιατί στόχος μας είναι η λαϊκή παράδοση να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, ούτως ώστε να “παραμένει πάντα ζωντανή”.