«Έληξε η αμφισβήτηση. Απορφανίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε πρωτοπορίας. Μια οργιαστική σιγή βλάστησε σε όλες τις ρωγμές. Κοιτάξτε αυτούς τους νεαρούς. Προσέξτε την κατήφειά τους, τη νευρική τους απάθεια, την σιωπή τους, τη δύσαρθρη ομιλία τους, την δύσθυμη σκληρότητά τους. Προσέξτε πόσον αμίλητο φόνο κουβαλάει μέσα του αυτός ο Νέος Άνθρωπος.Κι αν ακόμα δεν είναι ΑΥΤΟΣ ο συναγερμός, θα έρθουν παιδιά και έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για λέξεις που ποτέ δεν διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν. ΦΟΒΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ…» έγραφε ο Γιώργος Χειμωνάς το 1986(!)
Είκοσι επτά χρόνια πριν. Σαν είκοσι επτά φέρετρα που μέσα τους θάφτηκαν τα όνειρα και οι αμφισβητήσεις της μετα-Πολυτεχνικής γενιάς. Σαν φόνος μετά το φόνο, σαν χασαπομάχαιρο βυθισμένο στο ημιθανές σώμα της δημοκρατίας, σα πρωτοσέλιδο με το αίμα να ρέει στα «μανταλάκια». Σαν παραίτηση στελεχών της ΕΛ.ΑΣ μετά από γκροτέσκο σκηνές σε ταινία τρόμου βήτα διαλογής.
Ο εκφασισμός της κάθε μέρας. Του «ξέρεις-ρε-ποιος-είμαι-εγώ» και του τραμπούκου που φορά ακριβό μανικετόκουμπο, καθώς υπεραμύνεται του «κυρίαρχου λαού». Του «δημοκράτη» που μπήκε με μέσον στο δημόσιο, λυμαινόταν την υπηρεσία του, έκανε χάρες και χαρές με φακελάκια κι αργομισθία, μα σήμερα κλαίει γιατί το παιδί του μεταναστεύει στην αλλοδαπή προς εξεύρεση εργασίας. Του αγανακτισμένου που ψήφισε αυτό που τον τρομοκρατούσε για να τον απαλλάξει από εκείνο που φοβόταν. Του νοσηρά περίεργου και του κρυφίως αιμοδιψή που αγοράζει, μα διπλώνει ανάποδα το θανατερό πρωτοσέλιδο, για να μην τον κράξει ο κολλητός.
Της μάνας, που αγόραζε μια καραβιά παιχνίδια στο βλαστάρι της και i-phone από το δημοτικό για να ξεχνά τη χρόνια αδιαφορία της. Που πετούσε τη γιαγιά στον σκουπιδοτενεκέ του «οίκου ευγηρίας» μα τώρα, εξ ανάγκης, την θρονιάζει στο σαλονάκι να κάνει baby sitting και να βλέπει σουλεϊμάν-ωχαμάν ώστε να πέφτει η σύνταξη στο οικογενειακόν ταμείον-μείον. Του πατέρα-αψέντι που δέχεται να παίρνει πλέον μισθό εκείνα που ξόδευε μια βραδιά στον βρωμύλο και τον βρέμο. Του εργατοπατέρα που παρέδωσε αμαχητί συλλογικές συμβάσεις ακριβαγορασμένες με αγώνες πολλούς, έναντι δανεικού πινακίου φακής.
Του τύπου που εξαργύρωσε την αναγνωρισιμότητά του με υπουργιλίκια-μασκαραλίκια και του δείνα που ενώ ευαγγελιζόταν την αλλαγή, μετατράπηκε εν μια νυκτί σε αριστερόστροφο δεξιόχειρα. Του μιντιάνθρωπου που ξεπουλά μπιρ-παρά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, κάνοντας θέαμα τον πόνο και το θάνατο. Του εκχυδαΐζοντος το λόγο που διαπλέκεται με την εξουσία και της υψώνει λιβανωτό, στοχοποιώντας εκ παραλλήλου και υβρίζοντας, όποιο χέρι δεν τον ταΐζει.
Εκείνων που αρέσκονται στην αμπελοφιλοσοφία του καφενέ και στην ουζοποσία με μεζέ αγωνιστικότητα-από αυτήν που πουλιέται στα μεγαλομπακάλικα της εξουσίας. Aυτών που έχουν περιορίσει την πολιτική έκφραση σε ένα ψηφαλάκι πίσω από το παραβάν και των καλωδιωμένων που ακόμη και σήμερα, βρίσκουν τόπο να… «τρουπώσουν». Των διχαστικών διλημμάτων και των δοσιλογικών τακτικών. Των απασφαλισμένων περιστρόφων, σε επισφαλή σώματα… ανασφάλειας. Των «ταγμάτων εφόδου» της διπλανής γειτονιάς, της διπλανής πελατειακής εξυπηρέτησης, της διπλανής πολιτικής γραμμής.
Εκείνος που κρυφογελούσε κι επιχαίρονταν γιατί βρέθηκε ένας «άντρας» να κάνει την κατά συρροήν αμετροεπή Λιάνα να… «σκάσει» με ένα χαστούκι, είναι ο ίδιος που τον τσουβάλιασαν πέντε φουσκωτοί γιατί τόλμησε να κρυφοκοιτάξει το γκομενάκι του κουρεμένου. Είναι αυτός που δεν τόλμησε να εμποδίσει την κουστωδία της Χρυσής Αυγής να καταθέσει στεφάνι στο Ηρώον της πόλης του. Είναι κι εκείνος που ανέχεται τον, στεντορεία τη φωνή, διαλαλούντα την πολιτική του πραμάτεια. Είναι ο μαγαζάτορας που του έσπασαν τη βιτρίνα γιατί πουλούσε μπλουζάκι με στάμπα ένα κόκκινο γαρύφαλλο κι ο βιβλιοπώλης, που του έβαλαν φωτιά στο ξύλινο παλτό της Γώγου. Είναι ο φρονιμεμένος, που θαυμάζει τον τσαμπουκά των άλλων κι ο μικροαστούλης, με φοβικό σύνδρομο έναντι των ισχυρών.
Η κοινωνία μας δηλαδή, αυτή που μένει απαθής γιατί σκιάζεται το κακό. Μα αυτό επελαύνει αφεύκτως εφόσον δεν εξορκίζεται η ύβρις. Εφόσον η νέμεσις βραδυπορεί ή πελαγοδρομεί.
Σε μια χώρα που δεν δύναται πλέον να χαρεί, μα δεν ξέρει και να πενθήσει. Μόνο θρηνεί γονυπετής για τη χαμένη της ευημερία. Για τη ζωή και την αξιοπρέπεια, ούτε λόγος…