Έζησε το δρόμο της προσφυγιάς και οι εμπειρίες ήταν τόσο δυνατές, που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη, με αποτέλεσμα μιλώντας στο ert.gr να μας μεταφέρει μία σημαντική ιστορική εμπειρία.
Ο συνομιλητής μας είναι ο Xρήστος Σταυρινάδης, τέως Αναπληρωτής Καθηγητής Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος του γραφείου σπουδάζουσας της νεολαίας της ΕΔΑ, υποψήφιος βουλευτής του Συνασπισμού το 2000 στο νομό Σάμου, Δήμαρχος Ικαρίας (2010-2014), σήμερα επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης στο δημοτικό συμβούλιο Ικαρίας, πρόσφυγας πολέμου σε ηλικία 4,5 ετών από την Ικαρία στην Τουρκία και τη Μέση Ανατολή.
-Πότε φύγατε από την Ικαρία;
-Φύγαμε στις αρχές Φεβρουαρίου του 1944, πολύ πιο αργά από άλλους, τότε επειδή είχαν ήδη από καιρό είχαν συνθηκολογήσει οι Ιταλοί, είχαν έρθει στην Ικαρία, στα Θέρμα, οι Γερμανοί και άρχισαν αντίποινα, έκαψαν σπίτια, κλπ. Ο πατέρας μου ήταν ο αρχηγός του ΕΛΑΣ και τον έψαχναν. Έτσι ένα βράδυ ξεκινήσαμε από το χωριό μου την Ακαμάτρα Ικαρίας, οι γονείς μου (η μητέρα μου ήταν έγκυος στον αδερφό μου) και εγώ που ήμουν 4,5 ετών. Ανεβήκαμε στο μουλάρι του Νικόλα Μακκά και κατηφορίσαμε στο λιμάνι του Ευδήλου. Μπήκαμε μαζί με αρκετούς άλλους στο καΐκι, άλλοι έφευγαν λόγω αντιποίνων και άλλοι για να γλιτώσουν από την πείνα, παρά το γεγονός ότι η περίοδος της πιο σκληρής δοκιμασίας από αυτήν είχε περάσει. Ο καπετάνιος ήταν από το Φραντάτο και λεγόταν Λέμπερος και το καΐκι είχε μηχανή.
-Υπήρξαν προβλήματα στη διαδρομή;
-Θυμάμαι είχε φουρτούνα και ο πατέρας μου ζαλίζονταν. Στη διαδρομή μας εντόπισε ένα γερμανικό βομβαρδιστικό και τότε μας κατέβασαν όλους και μας έκλεισαν στο αμπάρι για να μην φαινόμαστε. Πάνω έμεινε μόνο ο καπετάνιος και ένας ναύτης. Είχαμε μεγάλη αγωνία για το αν θα μας χτυπήσει, αλλά τελικά έκανε από πάνω μας ένα κύκλο, είδε ότι δεν υπήρχε κανείς εκτός των δύο και έφυγε.
-Τί συνέβη όταν φτάσατε στην Τουρκία;
-Τα ξημερώματα φτάσαμε στην Τουρκία στην Αγρελιά και βρήκαμε επιτροπή υποδοχής στην οποία ήταν Έλληνες, δεν περάσαμε τις δυσκολίες του πρώτου κύματος προσφύγων το 1942, που δεν ήξεραν που να πάνε, ή συναντούσαν Τούρκους που ήταν τυχαίο γεγονός αν ήταν φιλικοί ή όχι.
Μας πήγαν στον Τσεσμέ σε καταυλισμό όπου μας παρείχαν στέγη και τροφή, εκεί έφαγα για πρώτη φορά λουκούμι και θυμάμαι τη μεγάλη εντύπωση που μου έκανε γιατί μου άρεσε πολύ. Ακολούθως μας πήγαν στη Σμύρνη και εκεί που μέναμε μάλλον ήταν ξενοδοχείο, θυμάμαι που ανεβαίναμε μία μεγάλη ξύλινη σκάλα για να πάμε στο δωμάτιό μας και είχαμε μάλιστα επαφές με τον τουρκικό πληθυσμό, χωρίς προβλήματα. Βοήθησε ότι εκεί βρήκαμε έναν συμπατριώτη μας τον ασυρματιστή Γιώργο Καβουριάρη, πατέρα του Μάκη, που ήδη ήταν καιρό πριν από μας.
-Σας προώθησαν στη Μέση Ανατολή;
-Μετά τη Σμύρνη μας πήγαν στη Συρία στο Χαλέπι σε ένα μεγάλο κέντρο υποδοχής και διαλογής. Μέναμε σε θαλάμους ξεχωριστά οι γυναίκες και τα παιδιά και ξεχωριστά οι άνδρες. Μας έδωσαν τη δυνατότητα να κάνουμε λουτρό και μας ψέκασαν, μάλλον για να αποπαρασιτωθούμε.
Τους άνδρες τους διάλεγαν για το στρατό της Μέσης Ανατολής. Δεν πήραν το θείο μου, αλλά πήραν τον πατέρα μου και επειδή ήταν γιατρός τον έκαναν υπίατρο και υπηρέτησε στην ταξιαρχία που στασίασε και μετά τους έκλεισαν στο Ντεκαμερέ.
Από το Χαλέπι μας πήγαν στη Γάζα και μέναμε σε μεγάλες σκηνές πολλές οικογένειες μαζί. Ο χώρος φυλασσόταν από τους Εγγλέζους και βοηθητικό προσωπικό ήταν άραβες.
-Τί σας είχε κάνει εντύπωση εκεί;
-Θυμάμαι ότι μία μέρα είδαμε ντόπιους να ψάχνουν για δικά μας αποφάγια στα βαρέλια απορριμμάτων και είπαμε να τους τα δίνουμε εμείς. Οι Εγγλέζοι δεν μας άφησαν και ξυλοφόρτωσαν τους ντόπιους. Γενικά τους φέρονταν σαν να ήταν υποδεέστεροι.
Στη Γάζα γεννήθηκε στις 24/5/1944 γεννήθηκε ο αδερφός μου. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν άθλιες και υπήρχε και μεγάλη παιδική θνησιμότητα και επιδημίες.
-Πόσο μείνατε στη Γάζα;
–Δραπετεύσαμε ένα βράδυ που έβρεχε πολύ, από μία τρύπα που υπήρχε στα συρματοπλέγματα και μας περίμενε ένα ταξί, άρα ήταν προσχεδιασμένο. Φύγαμε εγώ η μάνα μου ο αδερφός μου ο θείος και η θεία μου και πήγαμε στα Ιεροσόλυμα, στο ελληνικό προξενείο.
Δραπετεύοντας δεν είχαμε καν χαρτιά μαζί μας και μας έβγαλαν άλλα στο προξενείο. Από ένα επίδομα που παίρναμε – ήταν ο πατέρας μου υπίατρος όπως είπαμε – νοικιάσαμε ένα δωμάτιο σε ένα συγκρότημα με πολλά δωμάτια και μεγάλο τοίχο γύρω – γύρω, που το βράδυ έκλεινε η πόρτα και δεν μπορούσες να μπεις αν είχες μείνει έξω. Εκεί βρήκαμε τη συμπατριώτισσά μας Ασημίνα Κάνδια με ένα μικρό κοριτσάκι, που θήλασε και τον αδερφό μου, η μητέρα μου είχε προσβληθεί από φυματίωση και έτσι ο αδερφός μου επέζησε.
-Οι σχέσεις σας με τον τοπικό πληθυσμό ποιές ήταν;
-Μιλούσα με τη σπιτονοικοκυρά μας τη Τζεμιλέ και το γιό της τον Χάνα και παίζαμε, έτσι έμαθα και αραβικά. Μαζί με άλλους πιτσιρικάδες, Έλληνες και άραβες, κάναμε τις σκανταλιές μας και ξεναγούσαμε στα αξιοθέατα της πόλης στρατιώτες και έτσι παίρναμε και χαρτζιλικάκι, σελίνια θα ήταν τότε και παίρναμε γλυκίσματα, ενώ άλλοι αν και μικροί αγόραζαν τσιγάρα και κάπνιζαν.
Πήγαμε και σε προσφυγικό σχολείο όπου μας μάθαιναν ελληνικά και αγγλικά.
-Μείνατε εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου;
-Ναί κάτσαμε μέχρι το τέλος του πολέμου το 1945 και στο τέλος Ιουλίου, αρχές Αυγούστου πήγαμε στη Χάιφα, μας έβαλαν σε ένα καράβι και άρχισαν να μας μοιράζουν στα νησιά. Εμάς μας άφησαν στη Χίο όπου μείναμε λίγες μέρες σε δύσκολες συνθήκες, το νερό από τα πηγάδια ήταν βρώμικο και σημειώθηκαν κρούσματα τύφου. Από εκεί με καΐκι γυρίσαμε στην Ικαρία.
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος