Συνεχίζουμε το αφιέρωμα για την προσφυγιά των Ελλήνων στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής της Ελλάδας, αυτή τη φορά όχι με συνέντευξη, αλλά με αποσπάσματα που επιλέξαμε από ένα ενδιαφέρον βιβλίο, ενός ανθρώπου που δεν βρίσκεται πια στη ζωή, αλλά υπήρξε πρόσφυγας πολέμου και δάσκαλος στα μικρά προσφυγόπουλα.
Ιωάννης Θ. Τσαντές (1903 – 1977) από το Καραβόσταμο Ικαρίας, απόφοιτος Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, δάσκαλος στον Εύδηλο Ικαρίας, στους Μολάους και σε πολλά γυμνάσια σε διάφορες περιοχές της χώρας. Πρόσφυγας πολέμου στη Μέση Ανατολή το 1944 – 1945, δίδαξε για δύο χρόνια τα ελληνόπουλα της προσφυγιάς, στα σχολεία του Νουσεϊράτ της Γάζας και των Πηγών του Μωυσή.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του «Χρονικό κατοχής της Ικαρίας 1940 – 1944», των εκδόσεων «Μαυρίδης».
Η κορύφωση του λιμού
Εικόνες αποτροπιαστικές, κλιμακωτές και μελανόμορφες εκτυλίσσονται το χειμώνα και την άνοιξη του 1942. Η πείνα στο μεσουράνημά της. Τι και αν πέθαιναν πάρα πολλοί και οι πιότεροι λιμοκτονούσαν. Το σχέδιο των κατακτητών ήταν εσκεμμένο και μεθοδευμένο με σατανικότητα. Σβήνει ο κάθε κίνδυνος από τους νεκρωμένους και μαραίνεται η μαχητικότητα από τους λιμοκτονημένους.
Το γιορτάσι του Χάροντα το 1942
Μελανό και απαίσιο ήταν το σκηνικό της μοιραίας εκείνης χρονιάς. Τη ζοφερή και καταθλιπτική της εικόνα, την επιβεβαιώνει κάθε τόσο ο ολιγόλεπτος πένθιμος ρυθμικός τόνος της καμπάνας, πικρό αγγελτήριο χαμού, κάποιας νέας πάλι ανθρώπινης ύπαρξης. Ο χάροντας είχε κάμει τότε αδιάκριτο κάλεσμα στο μακάβριο γιορτάσι του, από νέους, ώριμους, γυναίκες και άνδρες, γέρους και παιδιά, ακόμα και νήπια. Πρόβλημα όμως έγινε η μεταφορά τους στην εκκλησία και στο νεκροταφείο. Έπρεπε να υπάρχουν οι ψωμωμένοι νέοι και ώριμοι άνδρες, με δύναμη και ζωντάνια για να αντέξουν τη μεταφορά των θυμάτων. Πούναι τους όμως;
Εκείνοι που απέμειναν, ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Σπάνια περνούσε μέρα χωρίς σπαραγμό, θρήνο και δάκρυα.
Οι λίγες βαρκούλες, όπου υπήρχαν, ιδιαίτερα οι μικρές, καμουφλαρίσθηκαν σε αθέατες, απόμερες χαράδρες γιατί είχαν απαγορευθεί η για οποιοδήποτε τρόπο διάπλευσή τους. Γι αυτό είχε αφανιστεί και η κάθε ελπίδα για ψάρεμα. Μόνο τις σκοτεινές νύχτες μεταφέρονταν σε απόκρυφους μικρούς ορμίσκους, σηκωτές και με κίνδυνο, άμα επρόκειτο να μεταφερθούν με αυτές ανθρώπινες ζωές στις απέναντι Μικρασιατικές ακτές.
Στο βιβλίο του ο Ι. Τσαντές αναφέρει τραγικά περιστατικά, όπως το ξεθάψιμο πτώματος γαϊδάρου για να φαγωθεί ό,τι ήταν δυνατόν, αλλά και παρακλήσεις ηλικιωμένων σε νεώτερους να πάρουν από το σπίτι τους νεκρό (για μέρες) μέλος της οικογένειάς τους για να το ενταφιάσουν, αφού οι ίδιοι δεν είχαν δυνάμεις να το κάνουν.
Ο ξεριζωμός
Μέσα στο κλίμα του πανικού που δημιούργησε το ζοφερό φάσμα της πείνας, με τις δραματικές του συνέπειες, εντονότατη προβλήθηκε η λαχτάρα της φυγής για τη Μ. Ανατολή, για εύρεση σιγουριάς και ασφάλειας, Ψύχωση για αποδήμηση έχει καταλάβει σημαντικό ποσοστό από τους κατοίκους του νησιού μας. Μα λόγοι ανώτεροι από τη βούληση, δεν επέτρεψαν σε όλους να φύγουν, έμειναν όσοι είχαν μπροστά τους αξεπέραστα φράγματα.
Ολόκληρες οικογένειες ξεκινούσαν νύχτα από τα χωριά τους, με ανδρόγυνο, παππού, γιαγιά και εγγόνια και οδοιπορούσαν ώρες ολόκληρες για να βρούνε μία σιγουράντζα, του βράχου κάμαρα, εσοχή ή σχισμάδα ευρύχωρη ή χαράδρα για ριζοβούνια, όλα αθέατα από τη θάλασσα και τα ακρωτήρια της παραλίας. Τους αρκούσαν η οπτική γωνία μόνο, που τηρούσαν προς το προκαθορισμένο σημείο της παραλίας, από όπου θα γινόταν η επιβίβαση και αγωνιούσαν, μέχρι να έρθει η κατάλληλη ώρα του φανερώματος του λαθραίου πλεούμενου, για έμπασμα και αναχώρηση, για την απέναντι όχθη της Μικρασίας.
Και χώρια από τις οικογένειες, έφευγαν και ιδιώτες, επαγγελματίες, μικρεργάτες, επιστήμονες, άλλοι αποκομμένοι από τα οικογένειές τους και άλλοι με ένα ή δύο μόνον μέλη τους.
Και προτιμούσαν για το φευγιό τους την εποχή της άνοιξης, του καλοκαιριού και του φθινοπώρου τις γελαστές μέρες. Κανείς δεν γνώριζε για πού θα πήγαινε. Ήτανε τόσα και τόσα τα στρατόπεδα της προσφυγιάς!
Μου έρχεται στη μνήμη μία στιχομυθία που είχαμε η ομάδα μας. Βέβαια με ένα πασίγνωστο πολιτικό, τη μέρα της αποβίβασής μας στην Αγριλιά της Μικρασίας, κοντά στα Αλάτσατα.
Ήμασταν 5 – 6 Ικαριώτες επιστήμονες, μαζί και συζητούσαμε όταν διακρίναμε τον πολιτικό. Όλοι μας πήγαμε και τον χαιρετήσαμε και του δηλώσαμε ο καθένας μας την ταυτότητά του. Άμα ο πολιτικός αρχηγός ρώτησε τον πιο ηλικιωμένο – μακαρίτη τώρα – γιατί αφήσαμε το νησί και φύγαμε, εκείνος απάντησε απροσποίητα και αυθόρμητα:-Η πείνα μας ανάγκασε κύριε πρόεδρε.
Φυσικά η απάντηση δεν ικανοποίησε τον «πρόεδρο», όπως το απέδειξε και η γκριμάτσα του προσώπου του, αλλά εμείς οι άλλοι γίναμε από ντροπή κατακόκκινοι. Και φώναξε έπειτα ένας δάσκαλος:
-Kαι για να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στην πατρίδα!
Αλλά ο πρόεδρος επηρεάσθηκε από την πρώτη απάντηση, φαίνεται ότι θα ήθελε να του δοθεί η δεύτερη. Πώς μπορούσε όμως ο γερασμένος και από την πείνα εξαντλημένος και κακουχημένος να δείξε τέτοια υποκριτικότητα και πλαστότητα των ψυχικών του διαθέσεων;
Νηστικό το αρκούδι, ούτε παίζει, ούτε χορεύει, έλεγε έπειτα.
Μας μίλησε λίγα λεπτά, ο κ. πρόεδρος και αναχώρησε. Την άλλη μέρα μίλησε από το Κάιρο, σαν πρόεδρος της κυβέρνησης της ελεύθερης Ελλάδας.
Οι λεμβούχοι μας
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να αποσιωπηθεί ο σημαντικός ρόλος που έπαιξαν για την ανακούφιση της τραγωδίας του νησιού μας, κάποιοι γενναίοι λεμβούχοι μας. Περιφρόνησαν τις αυστηρές διαταγές του δυνάστη και αψήφησαν τις φοβερές συνέπειες της πιθανής τους αποκάλυψη. Και ρίχτηκαν με πίστη και αποφασιστικότητα, για ένα επικίνδυνο αγώνα επιβίωσής τους, εφιαλτικό σε όλη του τη διάρκεια, μα σωτήριο και λυτρωτικό για εκατοντάδες συνανθρώπους μας. Όσο υπολογίσιμες και αν ήταν οι υλικές αντιπαροχές, ποτέ δεν μπορούσαν να αντισταθμιστούν με το πιο πολύτιμο αγαθό, που κάθε τόσο διακινδύνευαν. Καταδίκη σε θάνατο ήταν η ποινή και μάλιστα ύστερα από φριχτά βασανιστήρια.
Ευτυχώς που δεν θρηνήσαμε θύματα από όσους εξασκούσαν του νησιού μας τις διαμετακομιδές. Οι δικοί μας συμπολίτες βαρκάρηδες, μόλις ένοιωθαν εγγύτερη τη σύλληψή τους, έπαιρναν κρυφά τις φαμίλιες τους και τις τσαντιρώνανε σ κάποιο στρατόπεδο της Μέσης Ανατολής. Έφευγαν οριστικά οι προδομένοι για να ξεφύγουν οριστικά την πιθανή σύλληψή τους και τη θέση τους έπαιρναν άλλοι και αυτούς πάλι τους διαδέχονταν άλλοι, με τις δικές τους παλιές ή καινούργιες βαρκούλες, με μία διαδοχή αλυσιδωτή και ασταμάτητη. Γι αυτό και δεν στέρεψε ποτέ η λειτουργία της διαπεραίωσης στην απέναντι όχθη. Και συνεχίστηκε μέχρι το τέλος σχεδόν της κατοχικής περιόδου, με απόλυτη πληρότητα, χωρίς να περισσέψει κανείς από όσου λαχτάρησαν το μισεμό.
Το κυνηγητό του Π. Φανταούτσου
Σε συνεντεύξεις του αφιερώματος και συγκεκριμένα σε αυτήν της Αντιγόνης Ρωμυλίου, αναφέρεται σαν βαρκάρης κάποιος Φανταούτσος, που η συνεντευξιαζόμενη δεν γνώριζε αν ήταν κανονικό όνομα ή παρατσούκλι, καθώς και ένας συνεργάτης του «Γκρίζος». Στο βιβλίο του ο Ι. Τσαντές αναφέρει ότι ο Πέτρος Φανταούτσοςαπό το Πλωμάρι Ικαρίας ήταν ο βαρκάρης και ο Καραβοσταμιώτης Στέφανος Τσαντές «συνεργάτης και συμπλωτήρας του».
Ο Φανταούτσος υποδείχτηκε από καταδότες στους Ιταλούς, αλλά δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν και συνέλαβαν τον συνεργάτη του για να τους υποδείξει πού κρύβονταν, αλλιώς θα τον εκτελούσαν. Αυτός δήθεν δέχτηκε, τους παραπλάνησε με τέχνασμα που αναλύεται στο βιβλίο του Ι. Τσαντέ, δραπέτευσε και μεταμφιεσμένος σε γυναίκα μετά από λίγες μέρες το έσκασε με βάρκα, αρχικά για τη Σάμο και μετά για τη Μ. Ανατολή. Οι τέσσερις Ιταλοί που τον συνόδευαν για να στήσουν ενέδρα σύλληψης στον Φανταούτσο, αφού ο Τσαντές τους είχε κλέψει και τα στρατιωτικά άρβυλα, γύρισαν ξυπόλητοι, άπραγοι και ντροπιασμένοι στη βάση τους.
Σημειώσεις:
– Τα σκίτσα είναι από το βιβλίο του Ι. Τσαντέ
-Η αναφορά σε πολιτικό από τον Ι. Τσαντέ, είναι για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
-Η παλαιά οικία είναι στο μοναστήρι της Θεοκτίστης και πρόκειται για αναπαράσταση σε παλιό οίκημα με παρεμβάσεις αποκατάστασης.
-Eπίσης ευχαριστούμε για τη συνεργασία σε όλο το αφιέρωμα, τον Κύκλο Πολιτισμού και Τέχνης (ΚΥΠΟΤΕ) Ικαρίας.
Επιμέλεια αφιερώματος & φωτο: Νάσος Μπράτσος
Αναδημοσίευση από : http://www.ert.gr