«Ένας παφλασμός απαρατήρητος. Αυτός ήταν ο Ίκαρος που βούλιαζε…» γράφει ο Γ. Ώντεν.
Θάλασσα. Ριπές από μελτέμια τη ρυτιδώνουν, σα πρόσωπο γριάς. Ένα πλοίο ταξιδεύει στην αιθρία. Άνθρωποι κινούνται, ερωτεύονται, φιλονικούν, αγωνιούν, χάνονται και βρίσκονται. «Γκαστρωμένα» κρουαζιερόπλοια κουβαλούν φραγκάτους. Άφραγκοι και πένητες οι Έλληνες, προσεύχονται στη Μεγαλόχαρη να… «κάνει το θαύμα της» και να μας ξοφλήσει το… απεχθές.
Μαγαζιά κατεβάζουν ρολά. Σωτήρες-ολετήρες, ηθοποιοί σε κομματικά μπουλούκια, παίρνουν νέους ρόλους και μαθαίνουν «τα λόγια». Ηγήτορες με βαλτωμένη νόηση απεργάζονται σχέδια περικοπών που καταλήγουν σε περιτομές εργασιακών κλάδων. Λογαριασμοί στοιβάζονται κάτω από το χαλάκι. Κράτος, υπό μορφή επαίτη: «δώκε και μένα μπάρμπα…».
Μελαμψοί Ίκαροι. Λιγνά από την οικονομική εξαθλίωση πνεύματα, ανοίγουν φτερά προς τη δήθεν-τάχα μου ευημερούμενη Ευρώπη. Μπερδεύουν τα κύματα με τα σύννεφα, την «απασχόληση» με τον «δουλοπαροικισμό».
Αδιαφόρετα και αδιατάρακτα διάγουμε τον βίον. Τον παρακολουθούμε να ξετυλίγει καθημερινά το κουβάρι του, μέσα από τα δελτία ειδήσεων των οκτώ. Βλέπουμε το είδωλό μας στα τηλεπαράθυρα και κρυφογελάμε με την κατάντια του. Δοξολογούμε έναν ατελέσφορο κοινωνικοπολιτικοοικονομικό αυτισμό, στολισμένο με εξτένσιον δανεισμούς, πλαστικοποιημένους ταγούς και σιδερωμένα κοινοβουλευτικά χαμόγελα.
Μια ηδύτατη κατάδυση στην ανυπαρξία της αδιαφορίας. Σαν το «μοιρολόι της φώκιας» της μόνης δηλαδή ύπαρξης που αντιλήφθηκε, στο γνωστό διήγημα, τον ανεπαίσθητο παφλασμό της μικρούλας, καθώς βουτούσε στο υγρό βάραθρο, υπό τους ήχους της φλογέρας και το ποθοπλάνταγμα του αόρατου βοσκού. Ούτε ο αιπόλος δεν άκουσε την πτώση της «νεανίσκης» που είχε βγεί να προϋπαντήσει τη γιαγιά στα «μνημούρια».
Μόνη η φώκια, στις απόμερες σπηλιές, έμεινε να περιπαίζει και το παλαιό γλεντοκόπημα και τον σημερινό ρογχασμό.
Ο Ίκαρος, από ψηλά, μειδιούσε…
Γράφει η Μαργαρίτα Ικαρίου, δημοσιογράφος