Το δάκρυ κύλησε. Έπεσε στα βουρκόνερα του λιμανιού, στάλαξε πίκρα στις καδένες των καθηλωμένων πλοίων, έγινε ένα με το σύννεφο που βούτηξε στον ορίζοντα. Μικρή σταγόνα στο φτερό ενός γλάρου αλήτη που πέταξε πάνω από τα Μακρά Τείχη και ξαπόστασε στο Σταυρό, κηλίδα πάνω στο τζάμι του παλιού ρολογιού, αποτύπωμα μικρό στο πλακόστρωτο της Πασαρέλας…
Ο Πειραιάς δακρύζει. Πονάει και θυμώνει. Πασχίζει να εναντιωθεί, εξεγείρεται με τις ανοησίες και την παραπληροφόρηση, νιώθει ατιμασμένος που του φορτώνουν την εκκόλαψη του αυγόφιδου. Πέφτει στο χώμα, υψώνει χέρια ικεσίας στον ουρανό και γροθιά εναντίωσης στο φασισμό.
Τον Πειραιά τον έχτισαν και τον οίκησαν άνθρωποι που ήρθαν με μια χάρτινη βαλίτσα όνειρα και μια λερή κουβέρτα. Την άπλωσαν καταγής στη πλατεία Καραϊσκάκη κι έβαλαν πανωσέντονο τις προσδοκίες. Μετανάστες, όχι εκ Συρίας, αλλά εκ συρρέουσας ένδειας και «κοινωνικών φρονημάτων». Σκέπη τους ο ουρανός κι ελπίδα το μυαλό τους. Πέτρα τη πέτρα, από τα νταμάρια της Αμφιάλης και της Νίκαιας, έχτισαν τον πενιχρό βίο του κατ’ ελάχιστον. Βάλανε σύρτη στη ξώθυρα, το πείσμα. Μάτωσαν χέρια και καρδιές, άντεξαν…
Δούλεψαν τίμια. Έφαγαν ψωμί και καρκίνο από τα Λιπάσματα. Διέρρηξαν τα ιμάτιά τους για τα εξαντλητικά ωράρια στην Κοπή. Βγήκαν μαυρισμένοι από τα κατάβαθα των πλοίων στη ναυπηγοεπισκευαστική Περάματος, καθαρίζοντας «τάνκια». Τινάχτηκαν στον αέρα, από ελαττωματικές φιάλες οξυγόνου. Ναυτικοί και ναυτεργάτες, του μόχθου στυλοβάτες. Κι άλλοι, άκακοι Ήφαιστοι που δούλεψαν το μέταλλο κι ατσάλωσαν αγώνες. Άνθρωποι της ανάγκης μα και της αξιοπρέπειας.
Πενθούν σήμερα για το «παιδί» τους. Το γενοβόλημα της γενιάς τους και της χρόνιας απείθειάς τους. Τον Παύλο Φύσσα, πρώτο(;) θύμα ενός παραμορφωτικού μορφώματος, που απειλεί εμφανώς πλέον τη δημοκρατία και τη ζωή. Που απαντά στις αντίθετες απόψεις με το χασαπομάχαιρο της αλαζονείας και τον στραβό σταυρό του φασισμού.
Ψελλίσουν προγλωσσικές δικαιολογίες οι λωβοτομημένοι της εξουσίας. Επιρρίπτουν ευθύνες παντού, πλην εαυτών, οι κομπλεξικάνθρωποι του ολοκληρωτισμού και οι τσαμπουκαλεμένοι τζάμπα μάγκες. Αυτοί που μπερδεύουν τις λέξεις με τα προστάγματα και την εξέγερση με το… εγέρθητου.
Εξετράφησαν από το δόγμα του κυβερνάν, για να το υπηρετήσουν. Μα σαν διδάχτηκαν καλά να αλυχτούν και να δαγκώνουν, η γεύση του αίματος στους κοπτήρες, τους συνεπήρε. Δαγκώνουν τώρα το χέρι της εξουσίας που τους ταΐζε τόσα χρόνια, ξεσκίζουν τις σάρκες μιας δημοκρατίας που οι λειτουργοί της στέκονται ανίκανοι να την υπερασπιστούν.
Οι πολίτες της, ατενίζουν από τα τηλεπαράθυρα, αμήχανοι να τη σώσουν. Από την βλακώδη αρνησικυρία της απάθειας, έπεσαν, εν μια νυκτί, στην καταβόθρα της καθημερινής με-νύχια-και-με-δόντια επιβίωσης. Με το φόβο της ανεργίας ως μέσο καθυποταγής. Νομίζοντες πως έβαλαν κατά των υπαιτίων της κρίσης, επικροτούντες ή ψηφίζοντες τους ακραιφνείς φασιστοειδείς.
Βρυχάται το λιοντάρι στο Porto Leone. Παίρνει σβάρνα τις γειτονιές, ψάχνοντας το παλικάρι. Εκείνο, που τραγούδησε σε low bap ρυθμούς την εναντίωσή του. Που μάτωσε τα γόνατά του παίζοντας κυνηγητό στις γειτονιές της Αμφιάλης. Που βγήκε ραντεβού στο Κατράκειο και το Πασαλιμάνι, που «στον Άη Διονύση-είχε μεθύσει-με δυό φίλους-μία Τετάρτη…», που άραξε νύχτες και νύχτες στα γκλαμουράτα καφέ της Μαρίνας Ζέα και στα συνοικιακά του Κερατσινίου και του Κορυδαλλού. Που έφαγε ξενύχτικο σουβλάκι στου Καράμπαμπα και πεϊνιρλί στη Δραπετσώνα, χασκογέλασε με τους κολλητούς στα γαριδάδικα της Χαραυγής, φλερτάρισε με κορίτσια που έπιναν μοχίτο στη Πειραϊκή και στα μπαράκια της Καστέλας.
Έπαιξε μπάλα στα νταμάρια, τα αναμορφωμένα σε γήπεδα, φόρεσε κασκόλ με το θρύλο και έβγαλε εισιτήριο διαρκείας για το «ναό». Πήρε νύχτα το τελευταίο τρένο για Πειραιά κι ανέβηκε με τα πόδια την Αιτωλικού, ως ψηλά την Πέτρου Ράλλη. Διαμαρτυρήθηκε για τη ζωή μας που πάει στα χαμένα και διαδήλωσε κατά του μνημονίου, με συνθήματα υπέρ της αξιοπρέπειας.
Το δάκρυ του λέοντος έχει χρώμα άλικο καθώς η αναζήτηση δεν έχει τελειωμό. Στο Κερατσίνι, σπασμένες βιτρίνες και αυτοκίνητα. Κάδοι αναποδογυρισμένοι, τρόμος και πόνος. Στο Σχιστό, μαύρες σημαίες και πένθιμα λόγια. Στην Αμφιάλη, λουλούδια σκεπάζουν κηλίδες από αίμα.
Ξημέρωσε. Στο λιμάνι, τα πλοία σηκώνουν άγκυρες. Το δάκρυ, σα σταλακτίτης-κόσμημα στο λαιμό της πόλης. Στο πρώτο φως του πρωινού, σαλπάρουν τα καράβια. Παίρνουν μαζί τους επιβάτες, αποσκευές, εικόνες, μνήμες, σκηνές και στιγμές. Αυτό που δεν θα μπορέσουν ποτέ όμως να πάρουν, είναι τη δημοκρατική ανάσα του Πειραιά. Κι ένα δάκρυ, που αργοκυλάει καυτό…
γράφει η Μαργαρίτα Ικαρίου, δημοσιογράφος – μέλος της Ένωσης Συντακτών.