Το αληθινό πρόβλημα με την Ελλάδα
** Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον άρθρο. Ελπίζω να βρείτε το χρόνο να το διαβάσετε και να το μοιραστείτε με τους άλλους…
Λίγα χρόνια πριν, η Ελλάδα έφτασε επικίνδυνα κοντά στην αθέτηση των οφειλών της και στην έξοδο από την Ευρωζώνη. Σήμερα, χάρη στο μεγαλύτερο σχέδιο διάσωσης στην ιστορία, η οικονομία της χώρας δείχνει σημάδια ανάκαμψης. Ως αντάλλαγμα στις υποσχέσεις της Αθήνας για θέσπιση δραστικών μέτρων λιτότητας, η αποκαλούμενη ‘Τρόικα’ – η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Κομισιόν, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – παρείχε δεκάδες δις δολάρια σε έκτακτα δάνεια. Σύμφωνα με πολλούς διεθνείς επενδυτές και Ευρωπαίους αξιωματούχους, οι τακτικές αυτές λειτούργησαν. Με εξαίρεση την έκτακτη δαπάνη για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Ελλάδας ανήλθε περίπου στο 2% πέρσι, που είναι χαμηλότερο σε σχέση με το περίπου 16% του 2009. Πέρσι, για πρώτη φορά μετά από κάτι παραπάνω από τριάντα χρόνια, η χώρα είχε πλεόνασμα στις τρέχουσες συναλλαγές. Και τον προηγούμενο Απρίλιο, η Ελλάδα επέστρεψε στις διεθνείς αγορές, από όπου απείχε για τέσσερα χρόνια, καθώς εξέδιδε 4 δις σε κρατικά ομόλογα πέντε ετών, με σχετικά χαμηλή απόδοση – μόνο 4,95%. (η ζήτηση υπερέβη τα 26 δις) Τον Αύγουστο, η επενδυτική υπηρεσία Moody’s αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας κατά δυο βαθμίδες.
Παρόλα αυτά, η πρόσφατη επάνοδος καλύπτει βαθιά δομικά προβλήματα. Προκειμένου να καθαρίσει τα βιβλία της, η Αθήνα επέβαλε εξοντωτικούς φόρους στη μεσαία τάξη και έκανε αιχμηρές περικοπές στους μισθούς, στις συντάξεις, και στην υγειονομική περίθαλψη. Ενώ οι απλοί πολίτες υπέφεραν κάτω από το βάρος της λιτότητας, η κυβέρνηση απέφευγε σημαντικές μεταρρυθμίσεις: η Ελληνική οικονομία παραμένει μια από τις λιγότερο ανοικτές στην Ευρώπη, και συνεπώς μια από τις λιγότερο ανταγωνιστικές, όπως επίσης και μια από τις πιο άνισες.
Η Ελλάδα δεν κατάφερε να διευθετήσει αυτά τα προβλήματα, γιατί η ελίτ της χώρας δείχνει ένα έννομο ενδιαφέρον ώστε να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν. Από τις αρχές του 1990, μια μικρή ομάδα από πλούσιες οικογένειες – μια ολιγαρχία στα πάντα εκτός από το όνομα – κυριάρχησαν στην ελληνική πολιτική. Η ελίτ αυτή έχει εξασφαλίσει τη θέση της με έλεγχο των ΜΜΕ και με ευνοιοκρατία της παλιάς σχολής, και μοιράζεται τα λάφυρα της εξουσίας με τους πολιτικούς της χώρας. Οι Έλληνες νομοθέτες, από την πλευρά τους, παραμένουν στην εξουσία με το να επιβραβεύουν ένα μικρό αριθμό επαγγελματικών ενώσεων και συνδικάτων του Δημοσίου που υποστηρίζουν το καθεστώς αυτό. Ακόμα και όταν οι Ευρωπαίοι δανειστές έβαλαν την οικονομία της χώρας στο μικροσκόπιο, η συμφωνία αυτή συνεχίστηκε. Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα δεν είναι η ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά η πολιτική ανισότητα. Προς όφελος λίγων εκλεκτών, οι περίπλοκες ρυθμίσεις και τα δυσλειτουργικά όργανα δεν έχουν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και τη στιγμή που η υποδομή της χώρας γκρεμίζεται, η φτώχεια αυξάνεται, και η διαφθορά παραμένει. Η Ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει επίσης νέους κινδύνους. Η ανεργία φτάνει στο 27%, και πιο συγκεκριμένα η ανεργία στους νέους ξεπερνά το 50%, παρέχοντας ένα ιδανικό πεδίο στρατολόγησης για εξτρεμιστικές ομάδες, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς. Στο μεταξύ, οι ολιγαρχικοί εκμεταλλεύονται ακόμα τις δαπάνες της χώρας – και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα δεν είναι η αργή οικονομική ανάπτυξη, αλλά η πολιτική ανισότητα.
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Μεταξύ των πολλών οικονομικών κρίσεων που έχουν προβληματίσει την Ευρωζώνη, η Ελληνική κατάρρευση κάνει τη διαφορά. Δεν έγινε εξ’ αιτίας της υπερβολικής επέκτασης των τραπεζών, όπως συνέβαινε στις άλλες χώρες, αλλά επειδή η κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, του οποίου το κόμμα “Νέα Δημοκρατία” κυβερνούσε από το 2004 έως το 2009, έχασε τον έλεγχο των δημοσίων οικονομικών. Το 2003, πριν αναλάβει την πρωθυπουργία ο Καραμανλής, η αναλογία χρέους της Ελλάδας στο ΑΕΠ έφτανε περίπου στο 97%. Στο τέλος της θητείας του, η αναλογία είχε ανέβει στο 130%. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι ο Καραμανλής έκανε εκστρατείες ως αναμορφωτής, που υποσχόταν συρρίκνωση των δημοσίων υπηρεσιών, άνοιγμα της οικονομίας, και ξεκαθάρισμα της πολιτικής. Από τη στιγμή που μπήκε στο γραφείο, όμως, έβαλε πλώρη για ειδικά συμφέροντα. Στη διάρκεια της πενταετούς θητείας του, ο Καραμανλής διόρισε 150000 νέους δημοσίους υπαλλήλους, πιέζοντας το συνολικό αριθμό των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα πάνω από το ένα εκατομμύριο, ή στο 21% του ενεργού εργατικού δυναμικού. Την ίδια περίπου περίοδο, οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία ανέβηκαν από το 5% στο 7% του ΑΕΠ. Οι δημόσιες δαπάνες για τις συντάξεις αυξήθηκαν από 11,8% σε 13%. Η οικονομική άνθηση μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 βοήθησε τον Καραμανλή να επανεκλεγεί στις εκλογές του 2007. Στα τελευταία δυο χρόνια της θητείας του, όμως, και ενώ πάλευε με την πλειοψηφία μόνο δυο εδρών, πλαστογράφησε τα δεδομένα των οικονομικών επιδόσεων, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κερδίσει τις πρόωρες εκλογές. Το κόμμα του έχασε με διαφορά.
Ο Καραμανλής λειτούργησε όχι τόσο με απερισκεψία, όσο με αδυναμία. Τρεις δομικές δυνάμεις, όλες αποτέλεσμα των μακροχρόνιων τάσεων στην Ελληνική πολιτική, απέκλεισαν τις πιθανότητες ελιγμών. Πρώτα η Δημόσια Διοίκηση, που αδυνατούσε να διενεργήσει οποιοδήποτε είδος μεταρρύθμισης. Η πτώση της είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του ’80, όταν τα κόμματα αναλάμβαναν την αυξανόμενη ευθύνη της στελέχωσης της κυβέρνησης. Θεωρητικά, η αλλαγή είχε στόχο την εξουδετέρωση της συντηρητικής κλίσης της γραφειοκρατίας, που ήταν αποτέλεσμα του Ελληνικού Εμφυλίου πολέμου του 1946-49. Η πολιτική παρέμβαση όμως παρέμεινε ως μόνιμο στοιχείο της κεντρικής διοίκησης, με τους υπουργούς να διορίζουν φίλους τους σχεδόν κατόπιν θελήσεως. Μέσα σε μια δεκαετία, η Δημόσια Διοίκηση διπλασιάστηκε σε μέγεθος.
Το 1994, ο ρεφορμιστής υπουργός Αναστάσιος Πεπονής κατάφερε να περάσει τη νομοθεσία που εισήγαγε την πρόσληψη μετά εξετάσεων, αλλά η εξέλιξή του αγνοήθηκε ευρέως. Στα επόμενα δέκα χρόνια, η Βουλή τροποποίησε το νόμο 43 φορές. Τα συνδικάτα του δημοσίου τομέα συνέχισαν να καθορίζουν τις προσφορές και τις μεταβιβάσεις, και σχεδόν πάντα εμπόδιζαν τις πειθαρχικές διαδικασίες κατά των μελών τους, ακόμα και για πολύ σοβαρά εγκλήματα. Οι υπουργοί που πέρα από τον επόμενο κύκλο εκλογών έδιναν ελάχιστη σημασία στις ανάγκες των υπουργείων τους έγιναν πιο ισχυροί. Οι υψηλού επιπέδου δημόσιοι υπάλληλοι σπάνια έφταναν σε θέσεις εξουσίας. Το ηθικό κατέρρευσε.
Υπήρχε βέβαια και η Βουλή. Για να το θέσουμε απλά, ο Καραμανλής είχε ελάχιστο έλεγχο του κόμματός του. Εξαιτίας της δόμησης του ελληνικού εκλογικού συστήματος, οι περισσότεροι πολιτικοί έκαναν εκστρατείες σε πολυμελείς εκλογικές περιφέρειες και συχνά έρχονταν σε αντίθεση με μέλη του ίδιου κόμματος. Όταν ο Καραμανλής ανέλαβε την εξουσία, ο ανταγωνισμός είχε γίνει έντονος, ιδιαίτερα στους τρεις μεγαλύτερους και ταχύτατα αναπτυσσόμενους νομούς της χώρας – Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη – που συνολικά είναι υπεύθυνες για τις 96 από τις 300 έδρες της Βουλής. Σε αυτό το περιβάλλον αντιδικίας, η έκθεση στην τηλεόραση και τα ιδιωτικά κεφάλαια έγιναν ζωτικής σημασίας για την εκλογική νίκη. Και με την πρόσβαση στους πλούσιους δωρητές και την ελίτ των ΜΜΕ, οι πολιτικοί από αυτές τις αστικές περιφέρειες μπορούσαν να γίνουν εθνικοί φορείς χωρίς να βασίζονται στις μηχανές των κομμάτων τους. Αρκετοί χρωστούσαν την εκλογή τους στους ολιγάρχες με επιρροή. Κάποιοι άλλοι σε επαγγελματικές οργανώσεις ή συνδικαλιστικές ενώσεις. Επομένως, οι υποτιθέμενοι σύμμαχοι του Καραμανλή στη Βουλή είχαν μερικά κίνητρα για δράση στην ατζέντα του.
Το μεγαλύτερο φράγμα στις μεταρρυθμίσεις του Καραμανλή, ωστόσο, ήταν η αντίσταση στα MME. Οι περισσότεροι Έλληνες ενημερώνονται από την τηλεόρασή τους, και έτσι 8 ιδιωτικά κανάλια, τα οποία ελέγχονται από γνωστούς επιχειρηματίες, μοιράζονται πάνω από το 90% της αγοράς. Μερικοί από τους ιδιοκτήτες, όπως ο Γιάννης Αλαφούζος, που ίδρυσε τον όμιλο ενημέρωσης Σκάϊ, είναι εφοπλιστές, των οποίων οι επιχειρήσεις ελάχιστα βασίζονται σε κρατικές άδειες και συμβάσεις. Αλλά οι περισσότεροι έχουν στα χέρια τους ένα ευρύ φάσμα επιχειρήσεων που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κρατική πατρωνία. Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, ένας από τους κύριους επενδυτές στο Μέγκα, τον μεγαλύτερο τηλεοπτικό σταθμό της Ελλάδας, ελέγχει δυο εταιρίες πετρελαιοειδών, τη Motor Oil Hellas και τη Vegas Oil & Gas, σε συνδυασμό με την κατοχή σημαντικού μεριδίου στην τράπεζα Πειραιώς, τη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελλάδας. Στους μετόχους του Μέγκα συγκαταλέγονται και ο Γιώργος Μπόμπολας, του οποίου η επιχείρηση εξόρυξης χρυσού βασίζεται στις κρατικές άδειες, και του οποίου η κατασκευαστική εταιρία διαμόρφωσε εγκαταστάσεις για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του, και ο Σταύρος Ψυχάρης, του οποίου τα επιχειρηματικά συμφέροντα κυμαίνονται από την τυπογραφία μέχρι τα ακίνητα και τον τουρισμό.
Το Μέγκα, όπως και σχεδόν όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί και εφημερίδες της Ελλάδας, λειτούργησε με απώλειες. Αλλά, όπως εξηγεί ένα Αμερικάνικο διπλωματικό τηλεγράφημα από το 2006 που διέρρευσε, οι ιδιοκτήτες δεν νοιάζονται. Διατηρούν τα κανάλια τους ζωντανά, “κατά κύριο λόγο για να ασκήσουν πολιτική και οικονομική επιρροή” – να εξασφαλίσουν, με άλλα λόγια, ότι θα συνεχίσουν να κερδίζουν από την κυβέρνηση. Γι’ αυτό και τα 11 εκατομμύρια κατοίκων της χώρας έχουν μια τόσο μεγάλη γκάμα καναλιών και εφημερίδων για να διαλέξουν – ο Μπόμπολας και ο Ψυχάρης έχουν ο καθένας και εφημερίδες στην κατοχή τους – γι’ αυτό και οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι έχουν τόσες λίγες διεξόδους για τη δουλειά τους.
Αυτή η κατάσταση είναι σχετικά πρόσφατη. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80, η κυβέρνηση κατείχε το μονοπώλιο όλων των μεταδόσεων. Οι ολιγάρχες δεν χρειάστηκε να αγοράσουν τις άδειες μετάδοσης, απλά τις πήραν. Το 1987, η αντιπολίτευση δημιούργησε έναν αριθμό ραδιοφωνικών σταθμών, με στόχο να προκαλέσει το μονοπώλιο του κράτους. Οι πλούσιες οικογένειες ανταποκρίθηκαν με τη δημιουργία δικών τους ολοκληρωμένων τηλεοπτικών σταθμών, με το κράτος να μοιράζει τελικά προσωρινές άδειες λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού και ραδιοφώνου. Δυο δεκαετίες αργότερα, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Η Αθήνα δεν άφησε ποτέ τους σταθμούς να ανταγωνιστούν ισότιμα για τις συχνότητες των καναλιών, ή τους υπέβαλλε στους βασικούς κανονισμούς. Αντίθετα, η Βουλή ανανεώνει τις υποτιθέμενες προσωρινές άδειες ανά μερικά χρόνια, όπως έκανε και πρόσφατα τον προηγούμενο Αύγουστο.
Οι τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν κάποια έσοδα από τις διαφημιστικές πωλήσεις, συχνά σαν κάλυψη σε αντάλλαγμα με μια φιλική κάλυψη. Οι ελληνικές τράπεζες, για παράδειγμα, ξοδεύουν αφειδώς σε τηλεοπτικά σποτ, και παρέχουν μεγάλα δάνεια στους ομίλους ΜΜΕ. Σαν αντάλλαγμα, τα μέσα αποστασιοποιούνται από αυτές. Όταν το Reuters δημοσίευσε καταστροφικούς ισχυρισμούς το 2012 ότι ο Μιχάλης Σάλλας, πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς και κάποτε σοσιαλιστής πολιτικός, ‘κάλυψε’ τα δάνεια των οικογενειακών του επιχειρήσεων, τα ελληνικά μέσα τύπωσαν την απάντηση του Σάλλα χωρίς να επανεξετάσουν και οι ίδιοι τις κατηγορίες. Και τον προηγούμενο Αύγουστο, τα περισσότερα μέσα υποβάθμισαν τις αναφορές ότι Έλληνες εισαγγελείς ερευνούσαν το πρώην στέλεχος της τράπεζας Πειραιώς και πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργο Προβόπουλο.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ
Περίπου το 20% των παιδιών στην Ελλάδα ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Τη στιγμή που οι ολιγάρχες και οι πολιτικοί τους σύμμαχοι χρησιμοποιούν τα μέσα για να αποφύγουν το δημόσιο έλεγχο, ώστε να βασιστούν στους κρατικούς κανονισμούς για να διατηρήσουν τον έλεγχο του κράτους. Στη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, δυο εξαιρετικά οργανωμένες ομάδες ενδιαφέροντος έχουν ωφεληθεί περισσότερο από τους Ελληνικούς νόμους: πρώτον η ελίτ των επαγγελματιών, όπως οι δικηγόροι, οι γιατροί και οι μηχανικοί, και δεύτερον οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι κοινωφελών επιχειρήσεων που ανήκουν πλήρως ή μερικώς στο κράτος, όπως η ΔΕΗ και ο ΟΣΕ. Τα μέλη τέτοιων ομάδων δεν είναι πολλά. Η Ελλάδα έχει σχεδόν μόνο 40000 δικηγόρους, 60000 γιατρούς, και 87000 μηχανικούς. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα ανέρχονται στους 600000. Παρόλα αυτά οι ομάδες αυτές όσο υστερούν σε αριθμό, τόσο συμπληρώνουν και με το παραπάνω σε οργάνωση. Με την αξιοποίηση της ικανότητάς τους να κατευθύνουν την προσέλευση των ψηφοφόρων σε βασικές αστικές εκλογικές περιφέρειες, οι επαγγελματίες και τα συνδικάτα έχουν κερδίσει εξαιρετικά προνόμια. Για παράδειγμα, πολλές επαγγελματικές ενώσεις μπορούν να θέσουν τις κανονικές τιμές για τις βασικές υπηρεσίες, ένα είδος συνεννόησης που είναι παράνομο σε πολλές οικονομίες αλλά όχι στην Ελληνική. Είναι επίσης ελεύθεροι να αυτο-ρυθμιστούν. Όταν οι κατηγορίες για αδίκημα αυξάνονται, οι ίδιες οι ενώσεις έχουν το δικαίωμα να τιμωρήσουν τα μέλη τους. Εξάλλου, οι ειδικοί φόροι χρηματοδοτούν τους υγειονομικούς και συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς τους: από το 1960, το ταμείο συντάξεων για τους δικηγόρους και τους δικαστές έχει συγκεντρώσει ένα τέλος χαρτοσήμου για όλες τις κτηματικές συναλλαγές, που ανέρχεται στο 1,3% για κάθε τιμή πώλησης. Και για δεκαετίες, το ταμείο συντάξεων των γιατρών επωφελούταν από την επιβάρυνση 6,5% στην αξία όλων των συνταγογραφημένων φαρμάκων. Πέρσι, η Αθήνα εξάλειψε την επιβάρυνση αυτή, κατόπιν αιτήσεως της Τρόικας. Παρόλα αυτά δεν έχουν απαλλαγεί από κανένα άλλο φόρο, από αυτούς που συνεχίζουν να αναδιανέμουν εκατομμύρια δολάρια από τους φτωχούς στους πλούσιους.
Οι επαγγελματίες, πολλοί από τους οποίους είναι αυτοαπασχολούμενοι, είναι μεταξύ των κορυφαίων φοροφυγάδων της χώρας. Σε μια πρωτοποριακή έρευνα που εκδόθηκε το 2012, οι οικονομολόγοι Νικόλας Αρταβάνης, Adair Morse και Μαργαρίτα Τσούτσουρα χρησιμοποίησαν δεδομένα από μεγάλη ιδιωτική τράπεζα προκειμένου να εκτιμήσουν πόσα χρήματα κρύβουν οι Έλληνες επαγγελματίες. Ένα από τα πιο αποκαλυπτικά τους ευρήματα ήταν το γεγονός ότι οι δικηγόροι, κατά μέσο όρο, ξοδεύουν περισσότερο από το 100% από τα δηλωθέντα έσοδά τους σε πληρωμές υποθηκών και μόνο.
Οι επιπτώσεις ήταν ελάχιστες. Το 2010, οι νομοθέτες πρότειναν ένα νομοσχέδιο που θα ανάγκαζε το κράτος να εξετάσει τους λογαριασμούς των επαγγελματιών που δήλωναν ετήσια εισοδήματα κάτω από περίπου $30000. Το μέτρο αυτό τελικά απέτυχε, και ουσιαστικά δεν είχε ποτέ ελπίδα να ψηφιστεί: σύμφωνα με τους Αρταβάνη, Morse και Τσούτσουρα, πολλά μέλη της Βουλής ήταν πιθανό να αντιμετωπίσουν λογιστικούς ελέγχους και οι ίδιοι. Κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, 40 γιατροί, 28 εκπαιδευτικοί, 43 μηχανικοί, 40 επαγγελματίες του χρηματοοικονομικού τομέα και 70 δικηγόροι υπηρετούσαν στο νομοθετικό σώμα, καταλαμβάνοντας 221 από τις 300 θέσεις σε σύνολο. Οι εργαζόμενοι στις κρατικές επιχειρήσεις έχουν εξασφαλίσει μια παράλληλη σειρά προνομίων, η οποία οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στο γεγονός στην πιστή υποστήριξή τους στο κεντροαριστερό Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ). Σαν αντάλλαγμα, το κόμμα βοήθησε στην κατάργηση των ανταγωνιστικών εξετάσεων πρόσληψης τη δεκαετία του 1980, και δημιούργησε εκατοντάδες καινούργιες κυβερνητικές θέσεις. Το ΠΑΣΟΚ επίσης εξασφάλισε πιο γενναιόδωρες συντάξεις για τους εργαζόμενους σε κρατικές επιχειρήσεις, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο εργαζόμενο στο δημόσιο τομέα – κάτι που εξακολουθεί να ισχύει σε μεγάλο βαθμό, παρ όλες τις πρόσφατες κρατικές περικοπές στα έξοδα. Το 1999, για παράδειγμα, το ελληνικό κράτος έδωσε μια ανοικτού τύπου υπόσχεση να εμποδίσει τις περικοπές στο ταμείο συντάξεων της ΔΕΗ. Το 2012, στο ύψος της κρίσης, η δέσμευση αυτή ανήλθε σε πάνω από 800 εκατομμύρια δολάρια.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΧΩΡΩΝ
Σε κάθε ανοικτή κοινωνία, οι πλούσιοι και καλά οργανωμένοι προορίζονται να κατέχουν μεγάλο μέρος της εξουσίας. Δεν υπάρχει κάτι εγγενώς λάθος στο να ασκούν επιρροή οι μεγάλες επιχειρήσεις, δεδομένης της μεγάλης συμμετοχής τους στην οικονομία. Ούτε υπάρχει κάποιος λόγος που οι επαγγελματίες δεν θα έπρεπε να κερδίζουν υψηλά εισοδήματα ανάλογα με τη ζήτηση των υπηρεσιών τους. Αλλά οι ελληνικοί θεσμοί είναι πολύ αδύναμοι για να κρατήσουν το ενδιαφέρον στον έλεγχο ή τη βελτίωση των προδιαγραφών του νόμου.
Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 1981, υποτίθεται πως έγινε για τη βελτίωση των πραγμάτων. Η ιδιότητα του μέλους στην ΕΕ, ωστόσο, δεν αποδυνάμωσε τις ελληνικές ιεραρχίες, τις ενδυνάμωσε. Ενώ η ελληνική οικονομία πλησίαζε τους ρυθμούς της υπόλοιπης Ευρώπης – παρέχοντας στους ολιγάρχες νέες πηγές πιστώσεων και μετρητών – οι κρατικοί θεσμοί άρχισαν να καταρρέουν. Η Ελλάδα τώρα κατατάσσεται μεταξύ των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών στις πιο χαμηλές θέσεις όσον αφορά την κοινωνική κινητικότητα, και σχεδόν στην κορυφή της κατάταξης όσον αφορά την ανισότητα – ένα πρόβλημα που οι Έλληνες πολιτικοί και τα μέσα έχουν σχεδόν πλήρως αγνοήσει. Ακόμα και στο ύψος των εξόδων πριν την κρίση, η Αθήνα παρείχε μερικά προνόμια στους φτωχούς. Σήμερα, πάνω από το 90% των ανέργων δεν λαμβάνουν καμία κρατική βοήθεια, περίπου το 20% των παιδιών της Ελλάδας υπολογίζεται πως ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, και εκατομμύρια άνθρωποι στερούνται υγειονομικής ασφάλισης. Επιπλέον, μετά από εφτά χρόνια ύφεσης, κανένα από τα μεγάλα πολιτικά κόμματα δεν έχει προτείνει σοβαρές μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρόνοιας ή στο υγειονομικό σύστημα, ώστε να επιτευχθεί καθολική κάλυψη. Δεν έχουν καν επεκτείνει ένα πειραματικό πρόγραμμα ώστε να προσφερθούν δωρεάν γεύματα στα δημόσια σχολεία.
Οι Έλληνες που δεν έχουν πού να στραφούν έχουν αρχίσει να κλίνουν προς ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα. Η Χρυσή Αυγή, ένα νεοφασιστικό κόμμα με αντι-μεταναστευτικό και αντι-Ευρωπαϊκό πολιτικό πρόγραμμα, βασίστηκε στη λαϊκή δυσαρέσκεια για να κερδίσει 18 έδρες στις βουλευτικές εκλογές του 2012. Το Σεπτέμβριο του 2013, οι ελληνικές αρχές συνέλαβαν τον ιδρυτή του, Νίκο Μιχαλολιάκο, με κατηγορίες για σχηματισμό εγκληματικής οργάνωσης. Παράλληλα, το ΣΥΡΙΖΑ, ένας ανερχόμενος συνασπισμός άκρας αριστεράς, θέλει να σκίσει τη συμφωνία για Ευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας, να κρατικοποιήσει της τράπεζες της χώρας, και να κόψει τους δεσμούς της με το ΝΑΤΟ.
Με το να σώσουν την Ελλάδα χωρίς να απαιτούν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Κομισιόν και το ΔΝΤ μόνο ενίσχυσαν το κατεστημένο. Ακόμα χειρότερα, η Τρόικα έχει γεμίσει τις τσέπες των ίδιων των δυνάμεων που επέφεραν την οικονομική κατάρρευση εξ αρχής. Και η Ελλάδα δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση. Τα Ευρωπαϊκά Ταμεία διάσωσης είχαν παρόμοιες επιπτώσεις σε μικρότερες οικονομίες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Οι ηγέτες των χωρών αυτών, έχουν ξοδέψει και αυτοί τα Ευρωπαϊκά δάνεια για να μεγιστοποιήσουν τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη τους. Ταυτόχρονα, οι Βρυξέλλες έχουν αποδειχθεί ανίκανοι στην καταπολέμηση της ευνοιοκρατίας και της εγκληματικότητας. Τώρα που η Ευρωπαϊκή ενσωμάτωση έχει φέρει τις οικονομίες της ηπείρου πιο κοντά από ποτέ, κανένα κράτος-μέλος δεν μπορεί να είναι αδιάφορο μπροστά σε όσα συμβαίνουν στα άλλα. Εάν δεν αντιμετωπίσει τις βαθιές ανισότητες της Ελλάδας, η Ευρώπη δεν θα βγει ποτέ πλήρως από την κρίση.
[divider]
The real problem with Greece
An interesting article. I hope you find the time to read it and share it with others…
Just a few years ago, Greece came perilously close to defaulting on its debts and exiting the eurozone. Today, thanks to the largest sovereign bailout in history, the country’s economy is showing new signs of life. In exchange for promises that Athens would enact aggressive austerity measures, the so-called troika — the European Central Bank, the European Commission, and the International Monetary Fund — provided tens of billions of dollars in emergency loans. From the perspective of many global investors and European officials, those policies have paid off. Excluding a one-off expenditure to recapitalize its banks, Greece’s budget shortfall totaled roughly two percent last year, down from nearly 16 percent in 2009. Last year, the country ran a current account surplus for the first time in over three decades. And this past April, Greece returned to the international debt markets it had been locked out of for four years, issuing $4 billion in five-year government bonds at a relatively low yield — only 4.95 percent. (Demand exceeded $26 billion.) In August, Moody’s Investors Service upgraded the country’s credit rating by two notches.
The fundamental problem facing Greece is not slow economic growth but political inequality.
Some 20 percent of Greek children live in extreme poverty.