Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ο ΚΟΣΜΟΣ στο Σύδνεϋ την Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015
Νεοελληνική απόδοση
Ο όρος τέλος μυθολογία, όπως καθιερώθηκε σήμερα και ιδίως μέσω της γλωσσοπλαστικής και διαστρεβλωτικής όσον αφορά την ελληνική γλώσσα ικανότητας των χριστιανών, αναφέρεται στην θρησκευτική ιστορία των Ελλήνων. Εμείς χρησιμοποιούμε τον όρο μυθολογία με την πραγματική του έννοια, ώς εξιστόρηση δηλαδή γεγονότων, με τα κοσμούντα αυτήν στοιχεία μυθοπλασίας, στα πλαίσια της ελευθερίας του λόγου και τηρουμένων των αναλογιών. Αλλωστε το ίδιο κάνουν και οι οπαδοί των τριών μεγάλων μονοεθεϊστικών θρησκειών σε σχέση με την παραμυθολογική βίβλο των Εβραίων την οποία με τον τίτλο παλαιά διαθήκη, ενσωμάτωσαν τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μουσουλμάνοι στα ιερά βιβλία της θρησκείας τους. Και το οξύμωρο είναι ότι ενώ και η παλαιά διαθήκη ή η βίβλος όπως λέγεται βρίθει μυθοπλαστικών και παραμυθολογικών στοιχείων και μάλιστα χωρίς τον εκλεπτυσμό και την καλλιτεχνική οπτική της ελληνικής μυθολογίας, η μέν βίβλος θεωρείται ακόμη στις μέρες μας ιερό βιβλίο και μάλιστα αναμφισβήτητης αλήθειας, ενώ αντίθετα η ελληνική μυθολογία όχι και άνευ θρησκευτικής αξίας.
Στο απόσπασμα που αναφέρω στη αρχή του άρθρου μου, ο Ησίοδος στο ποίημα του Θεογονία αναφέρεται στην Τιτανομαχία. Για να βάζουμε όμως τα θέματα σε τάξη, οφείλω να σας πώ ότι η Θεογονία είναι επικό ποίημα του Ησιόδου που περιγράφει, σε αντίθεση με τις κοσμογονίες άλλων ανατολικών λαών, την καταγωγή των θεών της ελληνικής μυθολογίας όπως αυτοί γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν στην ανθρώπινη αντίληψη κατόπιν πρώιμων παρατηρήσεων μαζί με τη Γη (Γαία), τους ποταμούς, την απέραντη θάλασσα, τα λαμπρά άστρα και τον πλατύ υπεράνω όλων ουρανό. Θεωρείται ότι γράφτηκε μετά τα Ομηρικά έπη τα οποία αποτελούν πηγή του έργου υπολογίζοντας θεωρητικά γύρω στο 1000 – 700 π.Χ. Η Θεογονία του Ησιόδου αποτελεί μια σημαντικότατη πηγή για την αρχαία ελληνική μυθολογία, που αναφέρει το σύνολο σχεδόν των ιδεατών θεοτήτων που σέβονταν και τιμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Συνεπώς και σύμφωνα με την Θεογονία του Ησιόδου, επακόλουθου έργου τεράστιας ιστορικής και επιστημονικής αξίας των Ομηρικών επών, αποτελεί ίσως την πιό στουδαία απο τις πρώτες καταγραφές της ιστορίας όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και ευρύτερα του ανθρώπινου είδους και των δρώμενων του πλανήτη μας απο την απαρχή της σταθεροποίησης τους ως βιώσιμου.
Οι Ελληνες της αρχαιότητας, ως εκ των πλέον πολιτισμένων λαών στην ιστορία της γής, μεταφέρουν μέσω της τέχνης και θα τολμούσα να πώ, πολλές φορές με αυτοσαρκασμό, τις αλήθειες τους, τα πάθη, τις δοξασίες του με άπλετη εξωστρέφεια. Ενας λαός χαρισματικός, πνευματώδης, ελεύθερος και προπάντων ευρηματικός ώστε να οικειοποιείται και να ενσωματώνει με τρόπο θαυμαστό ακόμη και εκείνα που έξωθεν τον ενοχλούν. Η ενσωμάτωση των ξένων στοιχείων στην ελληνική εθνική ιδιοσυγκρασία και θρησκεία γίνεται διαχρονικά με τέτοιο τρόπο, ώστε τελικά το εισερχόμενο στοιχείο να μεταλλάσσεται σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα να απέχει πολλές φορές παρασάγγας απο την αρχική του μορφή με απόκλιση μάλιστα σημαντική ως προς και αυτή την αρχική του ταυτότητα.
Στα πλαίσια αυτής της αναγκαστικής καθώς φαίνεται και βίαιης ενσωμάτωσης των νέων στοιχείων οι Ελληνες έπρεπε στους αρχαϊκούς ή προϊστορικούς χρόνους να δεχθούν την εισβολή των Ολυμπίων Θεών και να αποπέμψουν, να «σκοτώσουν» τους αρχαίους δημιουργούς Θεούς, που λάτρευαν στην δεύτερη φάση της ιστορικής τους εξέλιξης (χρονικά αυτό συμπίπτει και με την παρουσία του ανθρώπινου είδους ως μετόχου στα γεωλογικά δρώμενα εκείνων των χρόνων), δηλαδή τους μεγάλους Τιτάνες.
ενα μικρό λήμμα μιας παραγράφου, για συντομία, ελήφθη απο την WIKIPEDIA.