(γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου)
Τέτοιες μέρες, όταν πηγαίναμε σχολείο, στολιζόταν η τάξη που μοσχομύριζε μάθηση και κιμωλία με κάτι παμπάλαιες εικόνες των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Μιαούλης, φάνταζαν στα παιδικά μας μάτια σαν κάτι λεβεντόκορμους θείους στο χωριό, που δε σήκωναν πολλά-πολλά, είχαν μετρημένα λόγια και επιβάλλονταν με τις μουστάκες τους και το αψύ τους βλέμμα. Η δασκάλα με τη γλυκιά φωνή διηγιόταν τα κατορθώματά τους και φύλλα δάφνης λες και στεφάνωναν το φθαρμένο χάρτη της Ελλάδας, εκεί στην άκρη της αίθουσας. Πόσο παραφθαρμένη εθνικά ήταν τότε η ιστορία που διδασκόμασταν, δεν το ξέρω ακόμα. Μετά βεβαιότητος ωστόσο μπορώ να πω, πως περισσότερο κι από τα γιαταγάνια των επαναστατών του 1821, με φοβίζει πλέον η ηττοπάθεια των επιγόνων.
Τελικώς, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που διάβηκαν, άφησε και η Ελληνική Παιδεία, παλιό και νέο κουρνιαχτό στα μονοπάτια της ιστορίας.
Τον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης, δεν υπήρχαν θεσμοί-δεσμοί. Μα και τότε οι «μεγάλες δυνάμεις» έπαιζαν -κατά το σύνηθες- τα δικά τους παιχνίδια εξουσίας. Έκαναν συμμαχίες και συμπαιγνίες, έδιναν υποσχέσεις, επέβαλλαν όρους, χορηγούσαν δάνεια με αντάλλαγμα τις εθνικές γαίες, επέβαλλαν ηγεσίες. Μόνο που τότε, ο «ζυγός» ήταν ένας, εμφανής, ξεκάθαρος. Φορούσε φέσι, κράδαινε τη χατζάρα, έκανε γενίτσαρους τα παιδιά, ερήμωνε χωριά και πόλεις, στερούσε τη μάθηση, εξαθλίωνε το βίο, επέβαλε δυσβάσταχτα χαράτσια. Σήμερα, διαπράττονται τα ίδια, με τρόπο λανθάνοντα πλην «εξευγενισμένο». Και πως, άραγε, ορίζεται τελικά το ποιος είναι σήμερα ο «εχθρός»;
Στα «κρυφά σχολειά» η γνώση και η ελπίδα, γίνονταν μάθηση. Ο αγώνας, μόνος δρόμος. Η πίστη σε αρχές και ιδανικά, στοιχείο επιβίωσης του ελληνισμού. Η επανάσταση, για ζωή και για θάνατο, έκφραση απελπισμένης προσδοκίας.
Βραδιές στις χαμοκέλες, με το κερί και τη πυροστιά, έσμιγαν της γιαγιάς τα παραμύθια και τις αφηγήσεις για τις πρότερες δοξασμένες στιγμές. Όταν ο άνθρωπος, σήκωνε το ανάστημά του κι αντιμάχονταν την επιβολή και την επιβουλή. Τα θαμμένα στη γης αρχαία αγάλματα ξυπνούσαν κι έρχονταν στις ονειροφαντασιές των μικρών, πάνω στο άτι της ελπίδας για μια πατρίδα. Μια μικρή πατρίδα, με μεγάλα μυαλά. Αυτά που σήμερα, εκποιούνται στις διεθνείς αγορές έναντι πινακίου φακής-κι αυτού δανεικού και υπερδανεισμένου…
Πώς να μιλήσει για ιστορία και επετείους ο φτωχός δάσκαλος σήμερα; Σε παιδιά με ολόγιομα σα φεγγάρι μάτια απορημένα, που ρωτούν γιατί άλλα παιδάκια στην Ειδομένη κυλιούνται στις λάσπες και στα χαρτόκουτα-σπίτια του Πειραιά, ξυλιάζουν και κλαίνε; Πώς να κρατήσει τη σημαία ο πιο καλός ο μαθητής, που χει πατέρα άνεργο και μάνα υποαπασχολούμενη; Με ποια περηφάνια να παρελάσει η «μαθητιώσα νεολαία» μπροστά από εκείνους που ξεπουλούν το μέλλον της; Ποιο εγγόνι να βγει να καμαρώσει ο παππούς την ώρα που απαγγέλει ποίημα για την Ελλάδα-που-ποτέ-δεν-πεθαίνει, μόνο ψυχομαχεί; Τι χαρτζιλίκι να δώσει, αφού τον κατάντησαν να ζει με σύνταξη-φιλοδώρημα; Πόσο κλάμα κρύβεται στα μάτια της μικρής «Ελλάδας» που απαγγέλει πάνω στο βάθρο «…μέριασε βράχο να διαβώ…» όταν στα βράχια της μικρής παραλίας κάτω από το σπίτι της, ξεβράζονται καθημερινά πορτοκαλιά άδεια σωσίβια; Ποιο Λυκειόπαιδο θέλει να συντονίσει το βήμα «…ένα στο δεξί», ξέροντας πως ακόμη κι αν βαδίσει στο… δεξί ή και στο… αριστερό, επαγγελματική ανέλιξη μόνο στην αλλοδαπή θα βρεί;
Θέλει αρετή και τόλμη να πιστεύει κανείς ότι η χώρα του «ποτέ δεν πεθαίνει». Ακόμη κι αν την πεθαίνουν καθημερινά οι εκάστοτε ηγήτορές της. Θέλει αρετή και τόλμη να πιστεύει κανείς πως αυτή η πατρίδα, υπάρχοντας, κάνει καλό στον κόσμο. Και θέλει αρετή και τόλμη, να θυμόμαστε πως ελευθερία είναι να μην τυραννείς, μα και να μην τυραννεύεσαι…