«Πλινκ»! Ακούστηκε η ειδοποίηση εισερχομένου μηνύματος. Ουφ, επιτέλους έστειλε απάντηση ο τύπος, θα μπορέσει επομένως να κοιμηθεί ήσυχη. Περνάει μεγάλες αγωνίες. Τρώει αστραπιαία τον χρόνο στο καρτοκινητό, με τις απέραντες συνομιλίες και τα άπειρα φωτογραφικά MB.
«Για πες τίποτα». – «Τίποτα». Αστειάκια σε έναν χειμαρρώδη διάλογο, μηνύματα με τους ταχύτατους αντίχειρες. Μαθήματα κατεύθυνσης αποκλειστικά, σύνθετα μαθηματικά με το δεξί χέρι, Facebook με το αριστερό και μια νεομεταλλάδικη μπάντα τρίζει τα ακουστικά. Συγχρόνως όλα. Πού και πού καμιά selfie. Μια αργοπορημένη κατά μισή ώρα απάντηση του άλλου είναι αιτία πολέμου. Πρέπει ανά λεπτό να επιβεβαιώνεται η αφοσίωση, η διαθεσιμότητα, η προσήλωση.
Έρωτας είναι η ταχύτητα του επιβεβαιωτικού κλικαρίσματος, το διαρκές γκάζι από νεύματα, φατσούλες, αρκτικόλεξα. Ω! MG. Μοναχική φιλαρέσκεια, ανασφάλεια και ψυχαγωγισμός του smartphone. Τα εφηβάκια καταλαβαίνουν τον εαυτό τους μέσα στην απίστευτη πολυδιάσπαση. Σκέφτομαι το παγωμένο, τέτοια εποχή -αλλά πριν από σαράντα χρόνια- προαύλιο του Γυμνασίου – Λυκείου Καρλοβασίου Σάμου.
Τα κορίτσια με μελανιασμένες γάμπες, χαμηλές λευκές κάλτσες, μπλε ποδιά, λευκό γιακά, λευκή ή γαλάζια κορδέλα στα μαλλιά. Προσηλωνόμουν σ’ αυτή που μ’ άρεσε, τρίτη σειρά αριστερά. Νόμιζα ότι με κοίταζε, συχνά έκανα λάθος. Στα πρώτα χρόνια ντρεπόμουνα να της μιλήσω, έκανα κόλπα και σούζες με το ποδήλατο, να μείνει άναυδη. Στα μεταγενέστερα ραντεβού, έπρεπε να βγούμε από το μονοπάτι μη συναντήσουμε κανέναν καριόλη, απ’ αυτούς τους ανεπιθύμητους που φύτρωναν παντού και κάρφωναν στους γονείς της. Έπρεπε να παλεύουμε με το κρύο, με την ώρα που περνούσε, με τα μαθήματα που είχαμε αδιάβαστα, κυρίως να αλληλοαντέχουμε στην πλάτη τα παγωμένα χέρια μας. Κουράζομαι να ανακαλώ τι με χωρίζει από κάτι που μόλις και μετά βίας καταλαβαίνω. Το τώρα. Κουράζομαι να μην μπορώ να δώσω λύση στην αγωνία του παιδιού μου (που είναι προβολή της δικής μου), να προσπαθώ να αφομοιώσω τα άπειρα σύμβολα ρήξης ή συμφιλίωσης, προδοσίας ή αφοσίωσης. Να παρακολουθώ τις στιγμιαίες μεταπτώσεις, τις συναισθηματικές ανακυμάνσεις. (Που μπορεί να μεταμφιέζονται σε προσωπικές, αλλά είναι γενικές. Και μόνο έτσι, με τη διαπλάτυνσή τους εξατομικεύονται). Ναι γερνάω, κουράζομαι, λυπάμαι – το μεγαλύτερο τμήμα του βίου μου είναι λύπη. Και από τη λύπη καταφεύγω στη μνήμη. Κάπως σαν κουβούκλιο ασφάλειας είναι το να θυμάμαι, να στριφογυρίζω στα σχολικά μου χρόνια, με επιμέλεια όμως και μνημονική σχολαστικότητα.
Κοπέλες, λεπτομέρειες, μπάλα, φίλοι, ζωγραφισμένα τετράδια, το σπίτι μας. Μπορεί να είναι οι γιορτές που μου γεννούν αυτές τις σκέψεις και ανακλήσεις. Ειδικά οι χριστουγεννιάτικες που επειδή τις ακολουθούσε η σχολική έρημος μέχρι το Πάσχα, έπρεπε να τις χαρείς ξέφρενα και κανιβαλικά. Έχω ζήσει με τα εξαιρετικά χαμηλά οικογενειακά εισοδήματα -νομίζω η συντριπτική πλειοψηφία των συνομηλίκων μου- χωρίς τηλεόραση, φυσικά χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς θέρμανση (τα παλιά ψηλοτάβανα σπίτια δεν ζεσταίνονταν ποτέ με τις ασθματικές σόμπες καυσοξύλων). Στις ρωγμές, όμως, της κακουχίας φύτρωνε μια βαθιά χαρά, μια ακόρεστη επιθυμία για ζωή. Στον θρίαμβο αυτής της βασανισμένης και κακοντυμένης χαράς, οι συμμαθήτριες ήταν κούκλες, ήσουνα ο καλύτερος μπαλαδόρος, οι γονείς ήταν κυρίως όργανα καταστολής (γι’ αυτό καλό ήταν να τους αποφεύγει κανείς), το ωρολόγιο πρόγραμμα ήταν ο κεντρικός μηχανισμός για να αγανακτείς, η αφηρημάδα ήταν η μοναδική ισορροπημένη στάση.
Σκέφτομαι ότι η μνήμη μου είναι εναντίον του παιδιού μου. Γιατί εγωπαθώς αναβαθμίζω το παρελθόν για να μη δω το μέλλον. Γιατί σκηνοθετώ διά του δικού μου βιογραφικού ελλείμματος, το δικό του φαντασιακό και εικονογραφικό πλεόνασμα. Τα παιδιά μας, τα εφηβάκια. Τα καλά και ακριβά παιδιά μας, που μας λείπουν και μας τυραννούν με τις αγωνίες τους και τα βασανίζουμε με τις εγωιστικές ενοχές μας.
Αναδημοσίευση από : http://www.avgi.gr