Table of Contents
Το δημοψήφισμα αποτελεί την πιο άμεση μορφή δημοκρατίας, την πιο αντιπροσωπευτική συμμετοχή της φωνής του λαού μιας χώρας απέναντι σε σημαντικά για εκείνη και τους πολίτες ζητήματα. Με βασική προϋπόθεση φυσικά την διαφάνεια της όλης διαδικασίας.
Στο σύγχρονο ελληνικό κράτος έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα 8 δημοψηφίσματα, εκ των οποίων τα περισσότερα αφορούσαν κυρίως το πολίτευμα.
Η ιστορία των δημοψηφισμάτων στη χώρα της Δημοκρατίας διαφαίνεται αρκετά θλιβερή, αφού τόσο ο αριθμός όσο και η θεματολογία τους είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, ενώ συμπεραίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για να επικυρώσουν επίσημα ήδη στρατευμένες πολιτικές αποφάσεις.
Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός πως σίγουρα τρία από τα ελληνικά δημοψηφίσματα είχαν νοθευμένο αποτέλεσμα, υπήρξε έντονη πολιτική προπαγάνδα κατά την διεξαγωγή τους, ενώ ένα ακόμα από αυτά κατέληξε σε αντίθετη πολιτική απόφαση από το αποτέλεσμά του.
Το νομικό πλαίσιο
Το δημοψήφισμα θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας με το Σύνταγμα του 1927 και σήμερα ορίζεται βάσει του Συντάγματος του 1975 (άρθρο 44 παρ.2 με την αναθεώρηση του 1986).
Σύμφωνα με τον εκτελεστικό νόμο 4023/2011 (που αντικατέστησε τον ν.350/1976), προβλέπεται η προσφυγή σε δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα ή ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρά κοινωνικά ζητήματα (με εξαίρεση τα δημοσιονομικά).
Ένα δημοψήφισμα προκηρύσσεται με διάταγμα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και μετά από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας της Βουλής (151 βουλευτές).
Κάθε δημοψήφισμα διενεργείται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία και δικαίωμα συμμετοχής σε αυτό έχουν όλοι οι Έλληνες και Ελληνίδες που είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και την ημέρα διεξαγωγής της ψηφοφορίας βρίσκονται εντός των ορίων της Επικράτειας.
Το ερώτημα ή τα ερωτήματα του δημοψηφίσματος και οι απαντήσεις τους πρέπει να διατυπώνονται με τρόπο σαφή και σύντομο.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι δεσμευτικό, για κρίσιμα εθνικά θέματα, όταν έχει λάβει μέρος στην ψηφοφορία τουλάχιστον το 40% του εκλογικού σώματος / για νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, όταν στην ψηφοφορία έχει λάβει μέρος τουλάχιστον το 50% του εκλογικού σώματος.
Ο σχετικός νόμος προβλέπει μεταξύ άλλων και για τον τρόπο διαχείρισης ενός δημοψηφίσματος από τα Μέσα Ενημέρωσης. Συγκεκριμένα ορίζει να δίνεται ισομερώς ο ίδιος χρόνος και υπό τους ίδιους όρους και στις δύο πλευρές, που τάσσονται υπέρ και κατά του ζητήματος.
Το χρονικό των ελληνικών δημοψηφισμάτων
Δημοψήφισμα του 1920
Το πρώτο δημοψήφισμα του νεότερου ελληνικού κράτους πραγματοποιήθηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1920 (παλαιό ημερολόγιο) από την κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη “περί επανόδου του Βασιλέως Κωνσταντίνου εις την Πατρίδαν”.
Θεωρήθηκε μια πλεοναστική κίνηση, αφού στις εκλογές που είχαν προηγηθεί είχε επικρατήσει το Λαϊκό Κόμμα, που τασσόταν υπέρ της επανόδου του βασιλιά. Ταυτόχρονα αποδείχθηκε και μια καταστροφική επιλογή για το πολιτικό σκηνικό της εποχής και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Το δημοψήφισμα του 1920 θεωρήθηκε προϊόν εμφανούς νοθείας, αφού το ποσοστό υπέρ του βασιλιά ήταν εξαιρετικά υψηλό, ενώ και ο αριθμός των ψηφοφόρων που συμμετείχαν φάνηκε 30% μεγαλύτερος από τις εκλογές του προηγούμενου μήνα.
Συγκεκριμένα, ψηφίστηκε η επιστροφή του βασιλιά σε ποσοστό 98,9%, ενώ μόλις το 1% του λαού φάνηκε αντίθετο στην απόφαση. Το χαρακτηριστικό σύνθημα των υποστηρικτών του βασιλιά τότε ήταν “Ψωμί, ελιά και Κώτσο Βασιλιά!”.
Ο φιλογερμανός βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ επέστρεψε πράγματι στην χώρα στις 19 Δεκεμβρίου, γεγονός που ενόχλησε τους Ευρωπαίους συμμάχους και τους έδωσε την πρόφαση να αποσύρουν την υποστήριξή τους στην Ελλάδα την περίοδο των πολεμικών συγκρούσεων με την Τουρκία του Κεμάλ, με το δυσμενές επακόλουθο της Μικρασιατικής καταστροφής το 1922.
Δημοψήφισμα του 1924
Η Δ΄Συντακτική Εθνοσυνέλευση με έγκριση της κυβέρνησης του Αλέξανδρου Παπαναστασίου αποφάσισε δημοψήφισμα στις 13 Απριλίου του 1924 με ζήτημα την έκπτωση της Δυναστείας των Γλυξβούργων και την ανακήρυξη Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Το δημοψήφισμα είχε την πλήρη συμμετοχή του εκλογικού σώματος, συμπεριλαμβανομένων προσφύγων και μειονοτήτων, και έφερε ως αποτέλεσμα την κατάργηση της μοναρχίας με ποσοστό σχεδόν 70%.
Ανάμεσα στις χρόνιες εσωτερικές διαμάχες για το ποιός ξένης καταγωγής βασιλιάς θα κυβερνήσει την χώρα, ο ελληνικός λαός ήθελε τότε να δοκιμάσει μια νέα μορφή πολιτεύματος, που θα έφερνε μια πολυπόθητη πολιτική σταθερότητα και εξέλιξη.
Δημοψήφισμα του 1935
Πρόκειται για ένα δημοψήφισμα που έμεινε επίσης στην ιστορία ως Νόθο και διενεργήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1935 από την δικτατορική κυβέρνηση του Γεωργίου Κονδύλη, που είχε καταλάβει την εξουσία με πραξικόπημα ένα μήνα νωρίτερα.
Το ζήτημα ήταν Βασιλευόμενη ή Αβασίλευτη Δημοκρατία και το αποτέλεσμα έδειξε ότι το 97,8% των πολιτών ψήφισε υπέρ της επιστροφής του βασιλιά. Το γεγονός της νοθείας έγινε προφανές όταν διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός των ψηφοφόρων ήταν κατά τουλάχιστον 200.000 ψήφους μεγαλύτερος από την προηγούμενη, αλλά και την επόμενη εκλογική περίοδο. Κάποιοι φανατικοί βασιλόφρονες μάλιστα αναφέρεται πως καμάρωναν ανοιχτά για το γεγονός ότι είχαν ψηφίσει τρεις ή και τέσσερις φορές ο καθένας…
Να σημειωθεί επίσης ότι το δικτατορικό καθεστώς λογοκρισίας του Κονδύλη -παρά την σχετική νομοθεσία- προέβαλε δημόσια μόνο τις απόψεις που τάσσονταν υπέρ του βασιλιά προχωρώντας και στην νοθεία του αποτελέσματος.
Δημοψήφισμα του 1946
Στις 30 Ιουνίου του 1946, για άλλη μια φορά ο λαός κλήθηκε να αποφασίσει για την επάνοδο του βασιλιά στην Ελλάδα, συγκεκριμένα του Γεωργίου Β’, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την χώρα μετά την κατάληψή της από τις γερμανικές δυνάμεις το 1941.
Το εν λόγω δημοψήφισμα, που διενεργήθηκε μετά τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές και στις αρχές του Εμφυλίου, αποφασίστηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη.
Το αποτέλεσμά του ήταν 69% υπέρ της επανόδου του βασιλιά και 11% υπέρ της Αβασίλευτης δημοκρατίας. Πρόκειται για άλλο ένα ελληνικό δημοψήφισμα που θεωρήθηκε νοθευμένο.
Με τρία σίγουρα νοθευμένα δημοψηφίσματα επαναφοράς της βασιλείας στην Ελλάδα, θα έλεγε κανείς πως υπήρχε ανέκαθεν μια πολιτική τάση εξωτερικών συμφερόντων, που δεν συμβάδιζαν με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας.
Δημοψήφισμα του 1968
Το επόμενο δημοψήφισμα ήρθε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1968, την περίοδο της στρατιωτικής Δικτατορίας και έθεσε το ερώτημα της έγκρισης ή όχι του τελευταίου Σχεδίου Συντάγματος, γνωστό ως Σύνταγμα του 1968. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε αναφέρει γι’ αυτό ότι επιδιώκει την εξυγίανσιν του δημοσίου βίου και την δημιουργίαν μίας δημοκρατικής Πολιτείας.
Το “Ναι” συγκέντρωσε το 92,10% των έγκυρων ψήφων και το “Όχι” το 7,89%. Το συγκεκριμένο δημοψήφισμα, όπως και το επόμενο, αμφισβητήθηκε αργότερα ως άκυρο από κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης λόγω των πολιτικών τους διαφωνιών.
Δημοψήφισμα του 1973
Στις 29 Ιουλίου του 1973 διεξήχθη νέο δημοψήφισμα από την κυβέρνηση Παπαδόπουλου με ζήτημα την επίσημη κατάργηση της μοναρχίας και την επικράτηση της Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Το αποτέλεσμα έφερε ένα ποσοστό 78,4% υπέρ της κατάργησης της βασιλείας έναντι ενός 21,5% κατά. Πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέλαβε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και αντιπρόεδρος ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, Οδυσσέας Αγγελής.
Στα πλαίσια αυτού του Σχεδίου Φιλελευθεροποίησης της δικτατορίας αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα του 1968 και δόθηκε η εκκίνηση για το σχέδιο του Παπαδόπουλου να διεξάγει εκλογές και να παραδώσει μέσω αυτών την εξουσία.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος βρισκόταν ήδη σε εξορία μετά το αποτυχημένο κίνημα του βασιλικού Ναυτικού, που είχε οργανώσει για να ρίξει το καθεστώς.
Μετά το δημοψήφισμα ανέλαβε πλέον την κυβέρνηση ο Σπύρος Μαρκεζίνης από τον Οκτώβριο του 1973, αλλά ανατράπηκε σύντομα με πραξικόπημα από τον “αόρατο” νέο δικτάτορα Δημήτριο Ιωαννίδη με την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Δημοψήφισμα του 1974
Ένα χρόνο αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου του 1974, διενεργήθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το τελευταίο δημοψήφισμα περί πολιτεύματος επαναλαμβάνοντας το ίδιο ερώτημα σχετικά με το πολίτευμα: Αβασίλευτη ή Βασιλευόμενη Δημοκρατία.
Το 69,2% των ψηφοφόρων αποφάνθηκε ξανά κατά της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας και ο θεσμός της βασιλείας εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα. Ουσιαστικά το δημοψήφισμα του 1974 αποτέλεσε μια τύπου “προεκλογική” κίνηση, που θα ισχυροποιούσε το ρόλο του Καραμανλή ως “εθνάρχη”, αφού η βασιλεία είχε πρακτικά καταργηθεί ήδη από την κυβέρνηση Παπαδόπουλου και το δημοψήφισμα του 1973.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης χαρακτήρισε “άδικη” την διαδικασία του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στον πολιτικό χώρο της χώρας. “Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν άδικο το δημοψήφισμα, με την έννοια ότι ο τότε ακόμα βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει εκστρατεία για το δημοψήφισμα στην Ελλάδα και ήταν υποχρεωμένος να μείνει στο Λονδίνο. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που θα το κρίνει η ιστορία”.
Δημοψήφισμα του 2015
Από την μεταπολίτευση και μετά, καμία κυβέρνηση δεν ένιωσε την ανάγκη να διεξάγει δημοψήφισμα και να ζητήσει τη γνώμη του ελληνικού λαού για διάφορα κρίσιμα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα και καθοριστικές αποφάσεις που μεσολάβησαν τις τελευταίες δεκαετίες, σε αντίθεση με αρκετές άλλες χώρες.
Ήρθε όμως να το κάνει τελικά η “πρώτη φορά αριστερά” επί ΣΥΡΙΖΑ και πρωτοτύπησε ντροπιαστικά: το αποτέλεσμα αυτή τη φορά δεν νοθεύτηκε, αλλά έμεινε στην ιστορία ως “το Όχι που έγινε Ναι”.
Εν μέσω των διαπραγματεύσεων της νέας κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα με τους Ευρωπαίους δανειστές, στις 5 Ιουλίου του 2015, ο ελληνικός λαός κλήθηκε μετά από πολλά χρόνια να συμμετάσχει σε απόφαση που τον αφορά. Και δήλωσε με την ψήφο του ότι δεν θέλει άλλη μνημονιακή συμφωνία και μέτρα ύφεσης. Αυτό νόμιζε τουλάχιστον ότι θα γινόταν.
Το ερώτημα του πρώτου στην ιστορία της χώρας δημοψηφίσματος για οικονομικό ζήτημα ήταν αν συμφωνούμε ή όχι με την έγκριση ενός συγκεκριμένου Σχεδίου Συμφωνίας, που είχαν καταθέσει οι θεσμοί (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) στις 25 Ιουνίου.
Το ασαφές αντικείμενο του ερωτήματος και οι διχαστικές θέσεις των πολιτικών κομμάτων οδήγησαν στο να ερμηνευτεί το αρχικό ζήτημα σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Τα κόμματα της συγκυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) τάσσονταν υπέρ του ΟΧΙ, καθώς και η Χρυσή Αυγή, που τάχθηκε κατά των μέτρων ύφεσης των θεσμών, αλλά και της κυβέρνησης. Το ΚΚΕ ήταν επίσης κατά των νέων μέτρων, αλλά και όλου του πλαισίου διεξαγωγής του δημοψηφίσματος. Ηχηρά υπέρ του ΝΑΙ τάχθηκε η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, που διαφωνούσαν εξαρχής με το να διεξαχθεί δημοψήφισμα.
Η Νέα Δημοκρατία υποστήριζε ότι η έννοια του δημοψηφίσματος ήταν ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην Ευρώπη και το ευρωπαϊκό νόμισμα και διέδιδε το επιχείρημα ότι η έξοδός μας από αυτό θα ήταν καταστροφική (με το σύνθημα τότε “Μένουμε Ευρώπη”). Αυτή τη θέση φάνηκε να προπαγανδίζουν διακαώς, και αντίθετα με τον νόμο, τα μεγάλα δημοσιογραφικά μέσα προβάλλοντας περισσότερο τις απόψεις υπέρ του ΝΑΙ και της ευρωπαϊκής “ανάγκης”. Χαρακτηριστικές ήταν οι προσπάθειες επιρροής της κοινής γνώμης μέσω συγκεκριμένων αναγνωρίσιμων προσώπων.
Η συντριπτική πλειοψηφία του λαού όμως, που βίωνε τις δυσμενείς συνέπειες των ως τότε μνημονίων και της οικονομικής κρίσης, είχε διαφορετική άποψη. Από την πρώτη μέρα που ανακοινώθηκε το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκαν πολλές διαδηλώσεις υπέρ του ΟΧΙ με συμμετοχή πλήθους κόσμου και με αποκορύφωμα τη μαζική συγκέντρωση και συναυλία στο Σύνταγμα στις 3 Ιουλίου.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν ξεκάθαρο και κατέρριψε και τις προβαλλόμενες δημοσκοπήσεις, που υποτίθεται έδειχναν προτίμηση του κόσμου στο ΝΑΙ: Το 61,3% του ελληνικού λαού ψήφισε ΟΧΙ στη νέα μνημονιακή συμφωνία.
Παρά όμως τον κατά τ’ άλλα δεσμευτικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος και την σαφή τοποθέτηση των πολιτών, η κυβέρνηση Τσίπρα υπέγραψε το νέο και τρίτο κατά σειρά μνημόνιο λίγες ημέρες αργότερα προκαλώντας κύμα έντονων αντιδράσεων. Το Όχι έγινε Ναι και το δημοψήφισμα του 2015 ήταν σαν να μην έγινε ποτέ.
Τον Μάιο του 2017 μάλιστα ψηφίστηκε και τέταρτο ουσιαστικά μνημόνιο σκληρών μέτρων, το Πολυνομοσχέδιο 4472/2017. Η σαφής επιθυμία και άποψη του ελληνικού λαού να αποτάξει τον ευρωπαϊκό οικονομικό έλεγχο της χώρας δεν εισακούστηκε ποτέ από καμία μνημονιακή κυβέρνηση.
Ασχέτως με το ζήτημα της νοθείας ή διαστρέβλωσης των αποτελεσμάτων στα ελληνικά δημοψηφίσματα, που αποτελεί από μόνο του ένα μεγάλο και αντιδημοκρατικό πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής σκηνής, υπάρχει ένα γεγονός που αξίζει να παρατηρήσουμε: Σε κάθε περίπτωση, το ποσοστό αποχής του κόσμου ήταν πολύ μικρό.
Η καθοριστική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών συμμετείχε στα δημοψηφίσματα δείχνοντας την ισχυρή τους θέληση να έχουν λόγο για τα κρίσιμα ζητήματα της χώρας, που είχαν και άμεσες συνέπειες κυρίως στους ίδιους.
Ο λαός έχει -και πρέπει να έχει- άποψη για τη χώρα του. Θέλει να μιλήσει και εκμεταλλεύεται σχεδόν κάθε ευκαιρία να το κάνει. Ο λαός γνωρίζει, αλλά ξεχνάει τη δύναμή του. Όπως ξεχνάει και την ευθύνη που έχει και ο ίδιος για τις πολιτικές του επιλογές και τα όσα βιώνει. Δεν πρέπει όμως να ξεχνά, πως ακόμα και όταν “πιάσει πάτο”, μπορεί με ενότητα, αποφασιστικότητα και εθνική συνείδηση να αλλάξει ξανά τον ρου της ιστορίας.
Αναδημοσίευση από docuventa.gr