Mέρες με ιδιαίτερη σημασία ήταν η 3η και η 4η Δεκεμβρίου του 1944, καθώς ήταν η έναρξη των «Δεκεμβριανών», με τα οποία ουσιαστικά άνοιξε η αυλαία για τον εμφύλιο πόλεμο που λίγα χρόνια μετά συγκλόνισε τη χώρα και άφησε τις συνέπειές του για δεκαετίες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι βλέπουμε στις φωτογραφίες από τις διαδηλώσεις της εποχής, που προηγήθηκαν των Δεκεμβριανών, ότι ο κόσμος κρατάει σημαίες του ΚΚΕ, ελληνικές, των ΗΠΑ και της Βρετανίας, δηλαδή αυτό που είχε καταγραφεί στη συνείδησή του σαν το συμμαχικό μπλοκ της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Όπως τονίζουν πολλοί αναλυτές, ενδεικτική των προθέσεων των Άγγλων, ήταν η αντιμετώπιση των Ελλήνων αξιωματικών και στρατευμένων που στη Μέση Ανατολή είχαν θέσει το θέμα της αναγνώρισης της κυβέρνησης του βουνού και όχι της συνέχειας της μεταξικής περιόδου. Ο στρατός των Άγγλων τους αιχμαλώτισε και τους έκλεισε σε στρατόπεδα μέχρι τη λήξη του πολέμου. Ήταν ένα σαφές δείγμα των προθέσεων για το μεταπολεμικό τοπίο.
Στο μεταπολεμικό τοπίο, υπενθυμίζουμε ότι είχαν υπογραφεί μεταξύ της ΕΑΜικής ηγεσίας και της τότε συμμαχικής πλευράς δύο συμφωνίες του Λιβάνου (Μάης του ’44) και της Γκαζέρτας (26 Σεπτέμβρη του ’44).
Η πρώτη συμφωνία προέβλεπε το σχηματισμό κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Παπανδρέου (η ΕΑΜική πλευρά πήρε επτά υπουργεία) τη δημιουργία εθνικού στρατού και την πορεία προς την ουσιαστική διάλυση του ΕΛΑΣ, ενώ η συμφωνία της Γκαζέρτας στην ουσία έβαλε τον ΕΛΑΣ κάτω από τις διαταγές του Βρετανού αρχιστράτηγου Σκόμπυ, νομιμοποιώντας προκαταβολικά την επέμβαση των Εγγλέζων.
Μεταξύ των πρώτων κινήσεων της νέας κυβέρνησης ήταν ο διορισμός του γνωστού χίτη, στελέχους του κατοχικού κράτους και πρώτου αρχηγού της κατοχικής Χωροφυλακής, υποστράτηγου Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλου ως στρατιωτικού διοικητή της Αθήνας, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων από τον κόσμο, που ούτως ή άλλως απαιτούσε και πριν το συγκεκριμένο διορισμό την τιμωρία όσων είχαν συνεργαστεί με τις κατοχικές δυνάμεις.
Την 1η Δεκεμβρίου 1944 ο εκ της συμφωνίας της Γκαζέρτας, «αρχιστράτηγος των εν Ελλάδι εδρευουσών συμμαχικών δυνάμεων» Σκόμπυ διέταξε να αφοπλιστεί ο ΕΛΑΣ και έως τις 10 Δεκέμβρη να έχει απομακρυνθεί από την Αθήνα.
Χρήσιμο είναι να υπενθυμίσουμε ότι από τον Αύγουστο του 1944 σε τηλεγράφημά του Τσώρτσιλ προς τον υπουργό Εξωτερικών Ίντεν ανέφερε ότι: «Η υπόθεση μου φαίνεται πως έχει φτάσει στο ακόλουθο σημείο: Ή θα υποστηρίξουμε τον Παπανδρέου, εξ ανάγκης και δια της βίας, όπως το έχουμε υποσχεθεί, ή θα παύσουμε να ενδιαφερόμαστε για τη Ελλάδα».
Το επόμενο ενδιαφέρον τηλεγράφημα είναι του Γ. Παπανδρέου προς Τσόρτσιλ: «Τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισης καταστάσεως δεν είναι πλέον επαρκή! Μόνον ή άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών μπορεί να μεταβάλει την κατάσταση».
Τέλος ένα μήνα πριν τα Δεκεμβριανά σε νέο τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ προς τον Ίντεν, ο Βρετανός ηγέτης αναφέρει: «Περιμένω σίγουρα ρήξη με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να την αποφύγουμε με την προϋπόθεση ότι θα διαλέξουμε εμείς το έδαφος και τη στιγμή».
Η αντίδραση της ομάδας των υπουργών του ΕΑΜ είναι ότι προτείνουν τη διάλυση όλων των στρατιωτικών σωμάτων, που όμως απορρίπτει ο Γ. Παπανδρέου.
Ακολούθως το ΕΑΜ καλεί σε διαδήλωση στις 3 του Δεκέμβρη στο Σύνταγμα και σε Γενική Απεργία στις 4 του Δεκέμβρη.
Με πρόσχημα τον κίνδυνο επεισοδίων και εκτρόπων η κυβέρνηση Παπανδρέου απαγορεύει τη διαδήλωση, αλλά μαζικά ο κόσμος αψηφά την απαγόρευση και διαδηλώνει. Τουλάχιστον 200.000 βρίσκονται στο δρόμο.
Από τη Βουλή και γειτονικά κτήρια, αστυνομία, δοσίλογοι της κατοχής, χωροφύλακες, χίτες, ξεκινούν ταυτόχρονα από πέντε σημεία να πυροβολούν το πλήθος και αρκετοί σωριάζονται νεκροί.
Η εκδοχή της αστυνομίας ήταν ότι από το πλήθος των διαδηλωτών υπήρξε «το πρώτο βήμα», όταν δύο άγνωστοι πυροβόλησαν εναντίον της αστυνομίας, εκδοχή που δεν έπειθε ούτε τους ίδιους που την σκαρφίστηκαν.
Η διαδήλωση, μετά το πρώτο σοκ, συνεχίζεται προς την Πανεπιστημίου και ένα μεγάλο πανό γράφει: «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα. ΕΑΜ».
Η παρουσία ξένων δημοσιογράφων φαίνεται να λειτουργεί σαν φρένο και η σφαγή έχει απολογισμό 24 νεκρούς, 120 τραυματίες και πολλές συλλήψεις.
Την επόμενη ημέρα, μεγάλη διαδήλωση πραγματοποιείται λόγω των κηδειών και στην Ομόνοια νέο χτύπημα αφήνει 34 νεκρούς και 69 τραυματίες. Τη συγκεκριμένη ημέρα οι διαδηλωτές υπολογίζονται σε 600.000.
Η πρόκληση δημιουργεί αγανάκτηση στο λαό, που φωνάζει το σύνθημα «όπλα-όπλα», «εκδίκηση», εξοπλίζεται με ό,τι μπόρεσε να βρει και ξεκινάει ο ματωμένος Δεκέμβρης του 1944 με συνολική διάρκεια 33 ημερών.
Μεγάλες μονάδες του ΕΛΑΣ παίρνουν εντολή να μην πάρουν μέρος στη μάχη της Αθήνας και στέλνονται στην Ήπειρο, για να αναλάβουν επιχειρήσεις εναντίον του ΕΔΕΣ, στερώντας πολύτιμο και εμπειροπόλεμο δυναμικό.
Το ΕΑΜικό κίνημα αριθμούσε πάνω από 1.500.000 οργανωμένα μέλη, έναν εμπειροπόλεμο στρατό 200.000 αντρών και λόγω της στάσης του στη γερμανική κατοχή (αποτροπή πολιτικής επιστράτευσης, η μάχη της σοδειάς, τα συσσίτια, κλπ), είχε την εκτίμηση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Οι Εγγλέζοι από τις 8 Δεκεμβρίου βομβαρδίζουν με αεροπλάνα συνοικίες της Αθήνας, ενώ εγκαθιστούν μονάδα πυροβολικού στην Ακρόπολη και βομβαρδίζουν συνοικίες της Αθήνας, ξέροντας ότι ποτέ Έλληνες δεν θα απαντήσουν με πυρά εναντίον της Ακρόπολης.
Οι απόπειρες εισβολής τους σε λαϊκές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, παρά τα υπέρτερα και κυρίως μηχανοκίνητα μέσα, συναντούν ηρωική αντίδραση και αποτυγχάνουν.
Παράλληλα οι αγγλικές δυνάμεις ενισχύονται συνεχώς με τάγματα Ινδών και Αιγυπτίων και σε αρκετές περιπτώσεις έγινε γνωστό ότι είχαν «ενημερωθεί», ότι ο βρετανικός στρατός στην Αθήνα μάχονταν εναντίον «υπολειμμάτων και συνεργατών των ναζί»!!
Στη διάρκεια της μάχης της Αθήνας, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του στρατηγού Σαράφη, δεν έγινε δεκτή η πρόταση του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ να χτυπηθούν οι Εγγλέζοι σε ολόκληρη την Ελλάδα, ενώ αν και υπήρξε η δυνατότητα να ανατιναχτεί το στρατηγείο Βρετανών και Ελλήνων συνεργατών τους, που ήταν το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, υπήρξε υπαναχώρηση από το στόχο αυτό, που χρεώθηκε όχι σε στρατιωτική αδυναμία, αλλά σε πολιτική εκτίμηση της συγκυρίας.
Τελικά στις 5 Ιανουαρίου 1945 όσες δυνάμεις του ΕΛΑΣ μάχονταν στην Αθήνα (μαζί με τον κόσμο που είχε ξεσηκωθεί, πολέμησαν ο εφεδρικός ΕΛΑΣ της Αθήνας και η μεραρχία Κορίνθου του τακτικού ΕΛΑΣ) παίρνουν εντολή να υποχωρήσουν από την Αθήνα και μαζί τους φεύγουν και χιλιάδες κόσμου για να γλιτώσουν τα αντίποινα από τους Εγγλέζους και τους πρώην συνεργάτες των ναζί, που τώρα στελέχωναν τους νέους παρακρατικούς μηχανισμούς.
Ακολουθεί η υπογραφή ανακωχής στις 14/1/1945 και τελικά η συμφωνία της Βάρκιζας
Στις 14 του Γενάρη υπογράφουν ανακωχή με τον Σκόμπυ και αρχίζουν συζητήσεις για υπογραφή συμφωνίας, με αποτέλεσμα στις 12 τον Φλεβάρη τη συμφωνία της Βάρκιζας, τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ και τη δημιουργία εδάφους για να διώκονται οι πρώην πια μαχητές του, από τους παρακρατικούς – πρώην συνεργάτες των ναζί, κατηγορούμενοι ως παραβάτες του κοινού ποινικού δικαίου!!
Τη συμφωνία της Βάρκιζας δεν αναγνωρίζει και συνεχίζει τον αγώνα του, ο Άρης Βελουχιώτης και όσοι έμειναν πιστοί σε αυτόν, μέχρι να πεθάνει μαχόμενος. Από τότε μέχρι και σήμερα συνεχής είναι η συζήτηση για το ποιές θα μπορούσε να ήταν οι επιλογές του ΚΚΕ σε όλες τις κρίσιμες φάσεις της μεγάλης σε χρονική διάρκεια περιόδου, αν ήταν οι ενδεδειγμένες, ή αν μπορούσε να ήταν διαφορετικές και πόσο θα είχαν δημιουργήσει διαφορετική τροπή στις εξελίξεις.
Τα όσα επακολούθησαν από την μετακατοχική κυβέρνηση και την ουσιαστική ατιμωρησία των δοσίλογων της κατοχής, που μετεξελίχτηκαν σε παρακρατικές ομάδες, σε βάρος όσων είχαν σηκώσει το βάρος της ΕΑΜικής αντίστασης ενάντια στους κατακτητές, προλείαναν το έδαφος να δημιουργηθεί λίγα χρόνια μετά, το σκηνικό για τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, με το δεύτερο αντάρτικο και όλες τις εξελίξεις που προκλήθηκαν εκείνη την εποχή, από τις επιλογές που προαναφέραμε.
Κείμενο: Νάσος Μπράτσος
Συνιστώμενο φωτογραφικό λεύκωμα: DMITRI KESSEL, ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ‘44, Εκδόσεις ΑΜΜΟΣ