Χανόμαστε στης άνυδρης ερήμου των ανθρώπων τους κόκκους. Ψάχνουμε τα λιγοστά ψήγματα χρυσού και βρίσκουμε λαμπυρίζουσες στον ήλιο, συντετριμμένες πέτρες.
Η κρίση σαν πένθος κοινωνικό, η απελπισία σαν πλερέζα στο πρόσωπο χαροκαμένης μάνας. Τυλίγει με τα μωβ-πεθαμενί λουλούδια της ένδειας σε γιρλάντες, τους επιτάφιους της ύπαρξής μας που περιφέρονται στις ρούγες και τις οδούς.
Βράδυ δύσοσμο στο «καπάνι» της πλατείας Αριστοτέλους. Δύσοσμα υγρά κυλούν σε λερά σοκάκια. Πλάι-πλάι με τους πάγκους της πρωινής λαϊκής αγοράς, τα νυχτερινά μαγαζιά με τη ζωντανή-πλην ημιθανή μουσική. Φοιτητόκοσμος ακόμη ανίδεος για το πόσο εύκολα βγαίνουν τα όποια ευρώ ξοδεύονται τόσο εύκολα σε τσίπουρα και «μπινελίκια».
Κορμιά λαχταριστά ακροβατούν πάνω σε γόβες-πολυκατοικίες. Τα σορτσάκια στο πέρασμά τους κάνουν καυτές τις λιμασμένες ματιές. Ντροπαλοί νεαρούληδες παίρνουν θάρρος από την ομήγυρη και επιδίδονται σε λεονταρισμούς και χύδην εξυπνακισμούς. Ομάδες Ζ και νομάδες «ζήτα».
Τις νύχτες γλεντά μια άλλη μερίδα ανθρώπων. Παίζει με τις χαρές και τις σεξουαλικές χάρες. Κυκλοφορεί μισουποψιασμένη-μισοανίδεη για τους κινδύνους και τους τυφλοπόντικες των υπονόμων και των υπό των νόμων. Χάνει. Πέφτει θύμα κλοπής. Διάρρηξης στο όχημα των ονείρων της.
Αντίδραση στη μιζέρια, το ντιριντάχτα. Στην παρακμή, το «κέφι». Άνευρο και άχρωμο, πλην θορυβώδες. Εκκωφαντικά τραυματικό. Σα μαχαιριά στο σώμα της πόλης. Η παράβαση και η παραβίαση να γίνονται ένα. Το πρεζόνι να γίνεται κλεφτρόνι για τη δόση του, η πόρνη χρήστρια για να είναι πιο εύκολα υποδουλωμένη στα κυκλώματα των νονών και των νόμων. Η κρίση έχει κατεβάσει τις τιμές κι έχει ανεβάσει τις ατιμίες.
Γονατισμένος λαός. Θύμα του χτες και θύτης του αύριο, εξαιτίας της λαγνείας του για το τώρα. Ο λιβανωτός της εξουσίας καίει ολημερίς και οι κομματικοί ψαλτάδες κρατούν το ίσο για ένα «αύριο» κι ένα «όλοι μαζί, μπορούμε»! «ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ, ρε μάγκες, όλοι μαζί»; Αναρωτιέται ο μεθυσμένος τύφλα και πετάει μια ατάκα γόνιμης φαντασίας που θα την κόψει η λογοκρισία και θα την αναπαράγει η λογοκλοπία.
Ο πεινασμένος ξεροσταλιάζει γύρω από τους κάδους απορριμμάτων, δέρνει και δέρνεται για μισή ντομάτα. Ο άστεγος βουτάει το κινεζοσέντονο και το κάνει υπόστρωμα στα κρύα μάρμαρα της πλατείας Παλαιάς Αγοράς, υπό τα όμματα του αγαλματένιου Βενιζέλου. Μα τις διαρρήξεις και τις κλοπές τις κάνουν συμμορίες, όχι οι εξαθλιωμένοι που περιφέρουν το σαρκίο τους στα γνωστά σημεία όπου η πόλη στοιβάζει τα άπλυτά της, μη τυχόν και χαλάσουν τη μόστρα των φωτισμένων βιτρινών.
Εκεί που το πρωί κυκλοφορεί ο επαρχιώτης και ο εργαζόμενος, ο δημόσιος υπάλληλος σε εφεδρεία και ο νέος σε ανεργία, ο δημοσιοσχεσίτης με τον πολιτικάντη και κομψευάμενα αρσενικά γραΐδια σε ακριβά κοστούμια, το βράδυ παίζει τρελό χορό η «διασκέδαση» με την παρανομία.
Συναντιόμαστε, πίνουμε, γελάμε χωρίς να νιώθουμε ευτυχισμένοι, ξαναπίνουμε, ξοδεύουμε γιατί ήδη νιώθουμε συναισθηματικά ξοδεμένοι, θυμώνουμε, εκθρασυνόμαστε, χανόμαστε, βρισκόμαστε, χωρίζουμε και χωριζόμαστε. Καραβάνια ανθρώπων σε ένα ταξίδι χωρίς σκοπό, χωρίς προορισμό, με το νωχελικό βηματισμό της καμήλας αλλά όχι και τη μνήμη της. Επιλήσμονες. Αγύρτες και αλήτες μαζί με τους «φρονίμους» που πείνασαν γιατί μαγείρεψαν μπόλικο λιπαρό φαγητό πολύ νωρίς-ξίνισε και πετάχτηκε.
Στα επιθαλάμια της αμνήμονος μνήμης του συν-Έλληνος συν-Ενόχου, η πατρίδα που είχε προδιαγραφές να καταστεί μεγάλη ποίηση, ντρέπεται για τον εαυτό της… Το ποίημα δεν έχει στίχους. Μόνο τοίχους παλιούς, γκρεμισμένους, με κακογραμμένα συνθήματα: «Πατρίδα είναι ο τόπος που σε έκλεψε»
Σάμπως ένα πελώριο χέρι μας αναδεύει, σαν κόκκους άμμου στην έρημο των ανθρώπων…
ΠΗΓΗ: protagon.gr