ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΛΑΨΗΣ*
Το τελευταίο διάστημα έχει φουντώσει η συζήτηση για τη Συνθήκη της Λωζάννης. Αφορμή αποτέλεσαν οι επανειλημμένες δημόσιες δηλώσεις του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έθεσε ευθέως θέμα αναθεώρησής της. Όμως, γιατί μία Συνθήκη, η οποία υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1923, έχει σήμερα τόσο μεγάλη σημασία; Και γιατί αναφερόμαστε συνεχώς σε αυτή;
Στη Λωζάννη δεν ρυθμίστηκαν μόνο ελληνοτουρκικά ζητήματα. Η ομώνυμη Συνθήκη Ειρήνης είναι πολυμερής, καθώς την υπέγραψαν από τη μία πλευρά η Τουρκία και από την άλλη πολλές από τις νικήτριες Δυνάμεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αντικατέστησε εκείνη των Σεβρών, κι έτσι αποτέλεσε μία συνολική διευθέτηση του Ανατολικού Ζητήματος. Προσδιόρισε (και εξακολουθεί να προσδιορίζει) τα σύνορα της Τουρκίας με τους Βαλκάνιους και τους Άραβες γείτονές της (με εξαίρεση τη συριακή περιοχή της Αλεξανδρέττας, την οποία παραχώρησε το 1939 η Γαλλία στην Τουρκία). Επομένως, οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής της, θα απειλήσει την ισορροπία, η οποία διατηρείται αναλλοίωτη για σχεδόν έναν αιώνα, σε πολύ ευρύτερο γεωγραφικό ορίζοντα από τον στενό ελληνοτουρκικό.
Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι ο θεμέλιος λίθος των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Βάσει αυτής χαράχθηκε η οριογραμμή ανάμεσα στα δύο κράτη κατά μήκος του ποταμού Έβρου. Η τουρκική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη ζήτησε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη, θέση που αποτελούσε αντανάκλαση του άρθρου 3 του τουρκικού «Εθνικού Συμβολαίου» του 1920. Ωστόσο, η τουρκική απαίτηση απορρίφθηκε.
Παρέκκλιση αποτέλεσε η παραχώρηση στην Τουρκία πολύ μικρού τμήματος στη δυτική πλευρά του Έβρου: πρόκειται για το τρίγωνο του Κάραγατς, το οποίο η Ελλάδα αναγκάστηκε να εκχωρήσει ως αντάλλαγμα για τη μη πληρωμή πολεμικών αποζημιώσεων για τις ζημιές που είχε προκαλέσει ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία κατά την περίοδο 1919-1922. Επιπλέον, με ειδική ελληνοτουρκική Σύμβαση, η οποία υπογράφηκε έξι μήνες πριν από τη Συνθήκη Ειρήνης, συμφωνήθηκε η εκατέρωθεν ανταλλαγή πληθυσμών, με εξαίρεση αφενός τους Έλληνες κατοίκους της Πόλης (αργότερα και εκείνους της Ίμβρου και της Τενέδου), και αφετέρου τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης.
Με τη Συνθήκη της Λωζάννης επικυρώθηκε η ελληνική κυριαρχία στη Λήμνο, στη Σαμοθράκη, στη Λέσβο, στη Χίο, στη Σάμο και στην Ικαρία, καθώς και σε όλα τα νησιά και νησίδες του ΒΑ Αιγαίου που δεν κατονομάζονται από τη Συνθήκη, αλλά βρίσκονται σε απόσταση μεγαλύτερη των τριών ναυτικών μιλίων από τις μικρασιατικές ακτές, με εξαίρεση την Ίμβρο, την Τένεδο και τις Λαγούσες νήσους, οι οποίες δόθηκαν στην Τουρκία.
Θεωρητικά, στην Ίμβρο και στην Τένεδο, οι οποίες κατοικούνταν σε συντριπτική πλειονότητα από ελληνικό πληθυσμό, αναγνωρίστηκε ευρύτατη τοπική αυτονομία, που όμως ουδέποτε εφαρμόστηκε. Στα μεγάλα ελληνικά νησιά επιβλήθηκε καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης: μερικής στη Λέσβο, στη Χίο, στη Σάμο και στην Ικαρία, και πλήρους στη Λήμνο και στη Σαμοθράκη, οι οποίες, λόγω γεωγραφικής εγγύτητας προς τα
Στενά, συνδέθηκαν με το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης αυτής της περιοχής (όταν το 1936, με τη Συνθήκη του Μοντραί, καταργήθηκε η αποστρατιωτικοποίηση των Στενών, η Λήμνος και η Σαμοθράκη απαλλάχθηκαν από τους αντίστοιχους περιορισμούς).
Τέλος, η Τουρκία παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία (η οποία, με τη σειρά της, τα μεταβίβασε το 1947 στην Ελλάδα), αναγνώρισε τη βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο και παραιτήθηκε «από κάθε τίτλο και από κάθε δικαίωμά της» επί όλων των χερσαίων και νησιωτικών εδαφών που παρέμεναν εκτός της τουρκικής επικράτειας.
Αντίθετα με όσα λέει ή εύχεται ο κ. Ερντογάν, η Συνθήκη της Λωζάννης δεν έχει «ημερομηνία λήξης». Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση της εν λόγω Συνθήκης, καθώς προσδιορίζει διακρατικά σύνορα και επομένως έχει αυξημένη τυπική ισχύ.
Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο (άρθρο 62.2 της Σύμβασης της Βιέννης για Δίκαιο των Συνθηκών του 1969), οι συνοριακές ρυθμίσεις είναι απαραβίαστες. Αλλαγή του καθεστώτος της Λωζάννης δεν είναι δυνατή, παρά μόνο εάν υπάρξει συναίνεση όλων των ενδιαφερομένων μερών· και τέτοια συναίνεση οπωσδήποτε δεν μπορεί να υπάρξει από την πλευρά της Ελλάδας.
*Ο κ. Αντώνης Κλάψης διδάσκει Ελληνική Ιστορία στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου.
Αναδημοσίευση από : http://www.kathimerini.gr