«Domhnach na Fola», λένε οι Ιρλανδοί και με αυτή την έκφραση εννοούν τις τέσσερις «ματωμένες Κυριακές» που έζησαν στην ιστορία τους κατά τη διάρκειά των συγκρούσεων με τον βρετανικό στρατό. Η πρώτη ήταν τον Νοέμβριο του 1887, με τρεις νεκρούς. Η δεύτερη ήταν τον Αύγουστο του 1913, με δυο νεκρούς. Η τρίτη ήταν τον Νοέμβριο του 1920, με 32 νεκρούς. Η τελευταία ήταν μια ημέρα σαν σήμερα, τον Ιανουάριο του 1972, με 14 νεκρούς. Είναι η πιο πολυτραγουδισμένη απ’ όλες. Είναι αυτή που ακόμα και σήμερα προκαλεί τον μεγαλύτερο πόνο. Είναι η ημέρα που Βρετανοί κομάντος άνοιξαν πυρ και σκότωσαν άοπλους διαδηλωτές. Πολλοί από τους νεκρούς ήταν χτυπημένοι πισώπλατα. Δολοφονήθηκαν την ώρα που έτρεχαν να γλιτώσουν.
Η «ματωμένη Κυριακή» του 1972
Μπορεί τα τελευταία χρόνια να ζούμε μια περίοδο όπου τα πνεύματα στη Βόρεια Ιρλανδία έχουν (έστω και επιφανειακά) ηρεμήσει, ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Υπήρχαν περίοδοι που το αίμα κυλούσε άφθονο στους δρόμους και το μίσος ήταν άσβεστο. Οι βορειοιρλανδοί αντιδρούσαν στη βρετανική επικυριαρχία και οι Βρετανοί έβλεπαν τους βορειοιρλανδούς σαν ένα αγκάθι το οποίο έπρεπε να ξεριζωθεί. Όσο μεγαλύτερη η αντίδραση, τόσο μεγαλύτερη η καταπίεση και η καταστολή. Και σε αυτόν τον φαύλο κύκλο η βια είχε τον πρώτο λόγο.
Η διαδήλωση, στη διάρκεια της οποίας έγιναν όλα, θα γινόταν για τη διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων. Βασικά αιτήματα ήταν η αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων, η αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από τη Β. Ιρλανδία και η κατάργηση της «πολιτικής του εγκλεισμού» η οποία στην πραγματικότητα επέτρεπε στη Βρετανία να φυλακίζει υπόπτους για συμμετοχή στον IRA ακόμα και χωρίς να υπάρχει το παραμικρό στοιχείο.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν μια επιχείρηση – «σκούπα» του βρετανικού στρατού, που έγινε τον Αύγουστο του 1971, στη διάρκεια της οποίας, συνελήφθησαν 342 βορειοιρλανδοί οι οποίοι θεωρήθηκαν ύποπτοι για συμμετοχή στον IRA χωρίς να υπάρχει κάποιο στοιχείο εναντίον τους! Για να χωρέσουν όλοι αυτοί (και όχι μόνο αυτοί) οι συλληφθέντες, η προτεσταντική κοινότητα (φιλοβρετανοί) έφτιαξε στρατόπεδα συγκέντρωσης προκειμένου να κρατούνται εκεί οι καθολικοί.
Οι αντιδράσεις γίνονταν όλο και πιο έντονες, όλο και πιο βίαιες και έτσι αποφασίστηκε, στις αρχές Ιανουαρίου του 1972, να απαγορευτούν οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις για έξι μήνες! Η συγκεκριμένη απόφαση προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις. Στις 22 Ιανουαρίου στο Ντέρι πραγματοποιείται διαδήλωση η οποία χτυπήθηκε άγρια από τον βρετανικό στρατό. Οι βορειοιρλανδοί δεν υποχωρούν και προγραμματίζουν νέα διαδήλωση για την Κυριακή, 30 Ιανουαρίου. Η βρετανική κυβέρνηση «απαντά» με το να επιστρατεύσει κατά των διαδηλωτών, Βρετανούς κομάντος. Προκειμένου να τρομοκρατήσει όσους αντιδρούν, στέλνει στην περιοχή το 1ο Τάγμα του Βρετανικού Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, μια στρατιωτική μονάδα εξαιρετικά σκληρή και φημισμένη σε πολεμικά μέτωπα!
Εκείνη την Κυριακή, περίπου 10.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην καθολική συνοικία Μπόγκσαϊντ με κατεύθυνση το ιστορικό κέντρο της πόλης Ντέρι. Η ατμόσφαιρα μύριζε από την αρχή μπαρούτι αλλά κανείς δεν έκανε πίσω. Όταν η πορεία έφτασε στον φραγμό που είχαν φτιάξει στρατός και αστυνομία, μια μικρή ομάδα διαδηλωτών άρχισε να πετά πέτρες και τούβλα προς τις δυνάμεις καταστολής οι οποίες απάντησαν με δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες.
Και ενώ όλα έδειχναν πως η πορεία θα ολοκληρωθεί έστω και μέσα σε συνθήκες έντασης, κάνουν την εμφάνισή τους οι πάνοπλοι αλεξιπτωτιστές οι οποίοι χωρίς λόγο και σε σημείο που δεν υπήρχαν επεισόδια εκείνη την ώρα, ανοίγουν πυρ με αληθινά πυρά και προκαλούν μια αιματοχυσία που σόκαρε ολόκληρη την Ευρώπη!
Το πόρισμα για τη «Ματωμένη Κυριακή»
Ο απολογισμός ήταν βαρύς. Συνολικά 14 διαδηλωτές (13 επιτόπου και ένας ακόμα μερικές ημέρες αργότερα στο νοσοκομείο), ηλικίας από 17 έως 41 ετών, έχασαν τη ζωή τους. Οι μισοί από αυτούς ήταν νεαρά παιδιά! Σε πολλούς από τους νεκρούς διαπιστώθηκε πως το τραύμα που τους στέρησε τη ζωή ήταν στην πλάτη κάτι που σημαίνει πως έτρεχαν για να φύγουν από τη δολοφονική μανία των Βρετανών κομάντος, που συνέχιζαν να πυροβολούν πισώπλατα!
Οι 14 νεκροί της Ματωμένης Κυριακής του 1972:
- Πάτρικ Τζόζεφ Ντόχερτι (ετών 31),
- Τζέραλντ Β. Ντόναγκι (17),
- Τζον (Τζάκι) Ντάντι (17),
- Χιουζ Πίους Γκλίμουρ (17),
- Μάικλ Τζ. Κέλλι (17),
- Μάικλ Μ. ΜακΝτέιντ (20),
- Κέβιν ΜακΕλχίνεϊ (17),
- Μπέρναρντ ΜακΓκίγκαν (41),
- Τζέραλντ (Τζέιμς) ΜακΚίνεϊ (34),
- Γουίλιαμ Α. ΜακΚίνεϊ (27),
- Γουίλιαμ Νόελ Νας (19),
- Τζέιμς Τζόζεφ Ρέι (22),
- Τζον Πίους Γιανγκ (17) και
- Τζον Τζόνσον (59).
Η επίσημη εκδοχή των γεγονότων, όπως αυτή είδε το φως της δημοσιότητας μερικά 24ωρα μετά τη σφαγή, ήταν πως οι κάποιοι από τους διαδηλωτές ήταν ένοπλοι – μέλη του IRA – και πρώτοι αυτοί άνοιξαν πυρ κατά των αλεξιπτωτιστών οι οποίοι, ουσιαστικά, αμύνθηκαν. Στη συνέχεια η εικόνα δεν άλλαξε. Η συντηρητική κυβέρνηση του Έντουαρντ Χηθ προχώρησε και ο αρχιδικαστής Γουάιτζερι, που επελήφθη της υποθέσεως, δεν απέδωσε ευθύνες στους στρατιώτες, επειδή δέχθηκε τον ισχυρισμό τους ότι πυροβολήθηκαν πρώτοι από κάποιους διαδηλωτές, παρά τις περί του αντιθέτου καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων που κάλυπταν τα γεγονότα για διεθνή ΜΜΕ.
Η προσπάθεια συγκάλυψης αντιμετωπίστηκε με πρωτοφανή οργή. Είναι ενδεικτικό πως ο IRA απέκτησε εκατοντάδες νέα μέλη που έσπευσαν να μπουν στις τάξεις και να πάρουν τα όπλα κατά της βρετανικής επικυριαρχίας. Το 1972 ήταν μακράν της δεύτερης η πιο βίαιη και αιματηρή χρονιά εκείνης της περιόδου των ταραχών.
Τελικά, η προσπάθεια συγκάλυψης δεν πέρασε. Το βρετανικό κράτος, συρόμενο ουσιαστικά από τις διεθνείς αντιδράσεις, άνοιξε τον φάκελο της σφαγής και αν και με ρυθμούς… χελώνας, κατέληξε τελικά σε αυτό που όλοι οι υπόλοιποι ήξεραν. Περίπου 38 χρόνια μετά τη «Ματωμένη Κυριακή», στις 15 Ιουνίου 2010, δημοσιοποιήθηκε το επίσημο πόρισμα για τα γεγονότα, μετά από μακρόχρονη και ενδελεχή έρευνα υπό την εποπτεία του πρώην δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, Λόρδου Σεβίλ του Νιούντιγκεϊτ (Έκθεση Σεβίλ).
Σύμφωνα με την Έκθεση, κανένα από τα θύματα δεν έφερε την παραμικρή ευθύνη. Κανένα από τα θύματα δε συνιστούσε απειλή ή έκανε κάτι που θα δικαιολογούσε τους πυροβολισμούς, ενώ κάποια από αυτά και τους τραυματίες έφευγαν ή βοηθούσαν άλλους τραυματίες την ώρα των πυροβολισμών. Ο στρατός ήταν αυτός που άνοιξε πυρ απροειδοποίητα και χωρίς να υπάρχει πριν κάποια πράξη εναντίον του (είτε βομβιστική επίθεση, είτε λιθοβολισμός). Κάποιοι από τους στρατιώτες δήλωσαν ψέματα σχετικά με τα γεγονότα. Μετά την ολοκλήρωση της μακροβιότερης (12 χρόνια) και ακριβότερης (περίπου 200 εκατομμύρια λίρες) έρευνας που έχει γίνει ποτέ στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον ζήτησε επισήμως συγγνώμη για τις «αδικαιολόγητες» πράξεις των στρατιωτικών. Το 2011 η βρετανική κυβέρνηση κατέβαλε χρηματική αποζημίωση στις οικογένειες όλων των θυμάτων.
Παρ’ όλα αυτά το αίτημα για δικαιοσύνη, ουδέποτε ικανοποιήθηκε αφού κανείς δεν καταδικάστηκε. Κανείς από αυτούς που πυροβόλησαν και σκότωσαν τους διαδηλωτές ή από αυτούς που έδωσαν τη διαταγή, δεν μπήκε στη φυλακή. Πέρυσι ο δικαστής Μαρκ Σάβιλ, ο οποίος διεξήγαγε την έρευνα, σε δηλώσεις του στο BBC, τόνισε πως «κατανοεί» το συναίσθημα ότι «δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη».
Πηγή: reader.gr, alerta.gr