Η 22α Σεπτεμβρίου είναι η 265η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και 266η σε δίσεκτα έτη. Είναι η ημέρα που, το 1971, η Ελλάδα αποχαιρετά το Γιώργο Σεφέρη, με μια πάνδημη διαμαρτυρία κατά της χούντας.
«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα», απήγγειλε ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, στις 28 Φεβρουαρίου 1943, στην κηδεία του Κωστή Παλαμά.
Λίγο αργότερα, γύρω από το μνήμα του, στο Α’ Νεκροταφείο, χιλιάδες άνθρωποι άρχισαν να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο και να φωνάζουν «Ζήτω η Ελευθερία».
Οι κατοχικές αρχές παρακολουθούσαν αμήχανες και δεν τόλμησαν να παρέμβουν· ο Παλαμάς ήταν ένας διεθνούς φήμης λογοτέχνης και ακόμη και ο Χίτλερ είχε στείλε αεροπορικώς στεφάνι για την κηδεία του από το Βερολίνο.
Σήμερα δεν είναι 28 Φεβρουαρίου, αλλά 22 Σεπτεμβρίου. Σαν σήμερα, λοιπόν, 28 χρόνια μετά την κηδεία του Παλαμά, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια παρόμοια συγκυρία και η ιστορία επαναλαμβάνεται, όχι ως φάρσα, αλλά ως μεγαλείο.
«Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· Χριστιανών· πυρ!/Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε·»
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 πεθαίνει σε ηλικία 71 ετών ο ποιητής Γιώργος Σεφεριάδης, ο οποίος χρησιμοποιούσε το λογοτεχνικό επώνυμο Σεφέρης.
Ο Σεφέρης ήταν ο πρώτος (και μοναδικός έως τότε) Έλληνας που είχε βραβευτεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1963.
Αστός και συντηρητικός πολιτικά, ο Σεφέρης δεν ήταν απλώς ένας Νομπελίστας ποιητής, όχι ότι αυτό από μόνο του ήταν λίγο. Είχε υπηρετήσει επί σειρά ετών στο υπουργείο Εξωτερικών, ήταν ένας πολύ συνεπής «δημόσιος υπάλληλος», όπως αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτό του, και είχε συνεργαστεί στενά με τον Ιωάννη Μεταξά ως διευθυντής Τύπου και υπεύθυνος για τη λογοκρισία του Ξένου Τύπου στο ΥΠΕΞ.
Μόνο αριστερό δεν θα τον έλεγες. Και δεν ήταν.
Η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967 βρήκε τον Σεφέρη συνταξιούχο στην Αθήνα. «Προκόβουμε καταπληκτικά» σημείωσε με θλίψη στο ημερολόγιό του. Η πίκρα του αποτυπώθηκε έναν χρόνο αργότερα στο δίστιχο ποίημά του «Από βλακεία»: «Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· Χριστιανών· πυρ!/Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε·».
Απέσυρε από το τυπογραφείο όσα είχε για τύπωμα και αρνήθηκε να δημοσιεύσει οτιδήποτε στην Ελλάδα. Τον Δεκέμβριο του 1967, όταν του προσφέρθηκε διορισμός στην έδρα ποίησης του Χάρβαρντ απάντησε στον πρύτανη ότι: «Γνωρίζετε πως από την περασμένη άνοιξη λειτουργεί λογοκρισία στη χώρα μου· και πεποίθησή μου είναι πως κανένα γραφτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς ελευθερία της έκφρασης… Η κατάσταση του αυτοεξόριστου δεν με ελκύει· θέλω να μείνω με τον λαό μου να μοιραστώ τα γυρίσματα της τύχης του…».
Λίγο πριν από το θάνατό του, ο Σεφέρης έκανε μια μάλλον απρόσμενη κίνηση, εκφράζοντας ανοιχτά την αντίθεσή του στη χούντα, με μια ηχογραφημένη δήλωση που έφτασε λαθραία στο Λονδίνο και αυθημερόν μεταδίδεται από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, ενώ αναμεταδίδεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την «Ντόιτσε Βέλε»:
Ο υπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης τού αφαίρεσε άμεσα τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή και τη χρήση του διπλωματικού διαβατηρίου, με τη δικαιολογία ότι τροφοδότησε την αντεθνική και την κομμουνιστική προπαγάνδα.
Οι χουντικές εφημερίδες τον στοχοποίησαν για μέρες, χαρακτηρίζοντάς τον ως ανθέλληνα, συνοδοιπόρο και εαμίτη.
Η κηδεία που έγινε διαδήλωση
Μόλις έμαθε για το θάνατο του Σεφέρη, ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι Μίκης Θεοδωράκης στέλνει τηλεγράφημα στην κυβέρνηση, με το οποίο ζητά να παρευρεθεί στην κηδεία του ποιητή.
«Στενός συνεργάτης του Γιώργου Σεφέρη, ζητώ να μου παρασχεθή άδεια διαρκείας 24 ωρών, όπως δυνηθώ να παραστώ στην κηδεία του.
Μίκης Θεοδωράκης»
Ο Θεοδωράκης είχε μελοποιήσει τα «Επιφάνια» του Σεφέρη, το 1961. Ήταν η πρώτη μεγάλη γέφυρα του ποιητή με την Αριστερά η οποία τον είχε αμφισβητήσει πολύ. Τα μελοποιημένα από τον Θεοδωράκη ποιήματά του αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό και φυσικά απαγορεύτηκαν από τη χούντα.
Στον Θεοδωράκη δεν δόθηκε άδεια να παραστεί στην κηδεία του Σεφέρη, περέστησαν όμως τα τραγούδια του, με τα οποία το τεράστιο πλήθος των συγκεντρωμένων μετέτρεψε την τελετή σε αντιδικτατορική διαδήλωση.
Χιλιάδες νέοι ακολούθησαν τη σωρό του ποιητή από τη Μητρόπολη μέχρι το Α΄ Νεκροταφείο. Το πλήθος τραγούδησε το «Περιγιάλι το Κρυφό» και ζητούσε «Δημοκρατία» και «Ελευθερία». Η αστυνομία δεν τόλμησε να επέμβει.
Σύμφωνα με το διεθνές πρακτορείο ειδήσεων Associated Press, «η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που κατευόδωσαν τον Ποιητή στο μεγάλο του ταξίδι ήταν νέοι, κυρίως φοιτητές, αλλά και εργαζόμενοι νέοι.
Οι νέοι έσπευσαν να σηκώσουν το νεκρό στα χέρια τους, στο Νεκροταφείο, έφεραν τα πολυάριθμα στεφάνια, άρχισαν να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο, τα μελοποιημένα από το Μίκη Θεοδωράκη ποίηματα του Σεφέρη και το κρητικό δημοτικό τραγούδι “Πότε θα κάνη ξαστεριά”.
Οι νέοι άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα. Ήδη στις 3 μ.μ., ο Ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στην Πλάκα, ήταν ασφυκτικά γεμάτος, καθώς και όλοι οι γύρω δρόμοι και τα πλήθη εξακολουθούσαν να προσέρχονται ολοένα πυκνότερα.
Η κηδεία του ποιητή Σεφέρη ήταν η πρώτη ευκαιρία για τους Έλληνες να εκφράσουν τα αισθήματά τους, από την εποχή της κηδείας του Γεωργίου Παπανδρέου, την οποίαν είχον παρακολουθήσει 250.000 άτομα, κραυγάζοντας συνθήματα εναντίον του καθεστώτος», κατέληξε το πρακτορείο.
Το τηλεγράφημα του πρακτορείου αναδημοσίευσαν ατόφιο «ΤΑ ΝΕΑ», προκειμένου να αποφύγουν τη λογοκρισία.
Οι περισσότερες από τις εφημερίδες της εποχής δεν αναφέρθηκαν καν στα όσα συνέβησαν στην κηδεία.
Κάποιες άλλες προτίμησαν μια παλιά και πολύ προσφιλή μέθοδο των καθεστώτων αυτού του τύπου: Για όσα έγιναν έφταιγαν «κάποιοι λίγοι ταραξίες», όπως έγραψε ο Ελεύθερος Κόσμος, επίσημο όργανο της χούντας.
Βλέπουμε ότι «άψογη στάση της αστυνομίας εντυπωσίασε τους παρευρεθέντες εις την κηδείαν». Παρόμοια ήταν και άλλα δημοσιεύματα.
Παρόλα αυτά, στις 22 Σεπτεμβρίου 1971 Ελλάδα κήδεψε τον σπουδαίο ποιητή της, όμως η ίδια έδειξε ότι παρέμενε ζωντανή κάτω από το γύψο. Και μαζί της, το όνειρο για Ελευθερία και Δημοκρατία.
Πηγή: cnn.gr