Αν είστε από αυτούς που έχουν αποφασίσει οριστικά και αμετάκλητα ότι διακοπές σημαίνει ταξίδι με το σκάφος, τότε αξίζει να κάνετε μια βόλτα προς τα ανατολικά, στη φιλόξενη νησιωτική Ελλάδα, όπου η λέξη «θαλασσινός» έχει κρατήσει το νόημά της.
Γράφει ο Μανώλης Ευγενιτάκης
Νά ’μαστε πάλι εδώ! Έχουν περάσει κιόλας δέκα ημέρες από την επιστροφή μας και το μυαλό μας δεν λέει να ξεκολλήσει από τις άπειρες εικόνες ομορφιάς που προσπαθήσαμε μάταια να συγκρατήσουμε μέσα σε χιλιάδες φωτογραφίες, από τα συναισθήματα και την αίσθηση ελευθερίας που σου προκαλεί το ίδιο το ταξίδι, η γνωριμία
με νέους τόπους και η επαφή με ανθρώπους διαφορετικούς, απρόσμενα ευγενικούς και φιλόξενους. Λες και είχαμε περάσει σε μια άλλη χώρα και είχαμε να κάνουμε με άλλο λαό.
Το ταξίδι μας στα ανατολικά είχε σχεδιαστεί από το χειμώνα και σαν αφετηρία του είχαμε ορίσει τα Ψαρά, όπου θα συναντιόμασταν με τον Θωμά και τη Φωτεινή τις πρώτες μέρες του Αυγούστου. Αυτοί θα κατέβαιναν από τη Θεσσαλονίκη και εμείς θα ανεβαίναμε από την Αθήνα.
Όμως τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχαμε προγραμματίσει. Οι φίλοι μας βρέθηκαν δυο μέρες πριν από εμάς στα Ψαρά, επειδή εμείς καθυστερήσαμε να φύγουμε λόγω δουλειάς, ενώ λόγω κακού καιρού στη συνέχεια καταφέραμε να αποπλεύσουμε τελικά στις 4 του μήνα, με ένα γεμάτο πεντάρι να μας κρατάει συντροφιά.
Πρώτοι σταθμοί η Τζια και η Κύθνος
Με τον καιρό στο πλάι φτάσαμε στα νότια της Τζιας και μπήκαμε σε ένα υπήνεμο κόλπο του νησιού, λίγο πριν από το φανάρι. Ανυπομονούσαμε να αρχίσουμε τις διακοπές μας και το κάναμε εκεί. Άγκυρα, βουτιές στα δροσερά νερά, ξάπλα στην πλώρη, με το σώμα παραδομένο στις αχτίδες του ήλιου και την ψυχή και το πνεύμα να ακροβατούν μεταξύ άγχους και χαλάρωσης για… κανένα δεκάλεπτο!
Στο ενδέκατο λεπτό ήμασταν πλέον σε διακοπές. Δουλειές, προβλήματα, ημερομηνίες έκδοσης και καθυστερήσεις καταχωνιάστηκαν κάπου πολύ βαθιά, σε κάποιο σκοτεινό σκονισμένο συρταράκι του μυαλού.
Όλα πλημμύρισαν με αχτίδες ήλιου, με αλμυρές σταγόνες θάλασσας, με φρέσκο αεράκι, με την προσμονή των ημερών που θα έρχονταν, και πέρα από αυτές τίποτα άλλο. Καμία σκέψη, λες και όλη η υπόλοιπη ζωή μας είχε συμπυκνωθεί στις μέρες του ταξιδιού μας. Όμως, αρκετά μείναμε εδώ, πάμε παρακάτω.
Φεύγουμε για τα Λουτρά της Κύθνου, μα μόλις καβαντζάρουμε το φανάρι του Τάμελου βρισκόμαστε στην κόλαση! Το μπουγάζι βράζει από ένα εφτάρι γεμάτο και η ατμόσφαιρα είναι θολή από το νερό που σηκώνει ο λυσσασμένος άνεμος. Σιχτιρίζω την ατυχία μου που δεν έχω ένα από αυτά τα σούπερ φουσκωτά που ταξιδεύουν σφυρίζοντας ανέμελα, όρτσα σε οχτάρια και εννιάρια, και αλλάζω πορεία χωρίς δεύτερη σκέψη. Πορεία νότια-νοτιοανατολικά και, με τον καιρό στο πλάι να μας λούζει κάθε τόσο με το μπουγέλο, κατευθυνόμαστε προς τις Κολώνες της Κύθνου.
Οι δίδυμοι όρμοι είναι γεμάτοι σκάφη που έχουν απαγκιάσει εκεί και έχοντας μπει για τα καλά στο πνεύμα των διακοπών κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Μιλάμε με το Θωμά ο οποίος ετοιμάζεται να φύγει από τα Ψαρά και δίνουμε ραντεβού την επόμενη μέρα στο φανάρι του κάβου Πάπας, στην Ικαρία.
Νωρίς το απόγευμα, με τον καιρό να έχει πέσει αισθητά, καβαντζάραμε τον κάβο Κέφαλο και λίγο αργότερα πίναμε τον καφέ μας στα Λουτρά παρέα με αγαπητούς φίλους. Το βράδυ ήπιαμε το ούζο μας στην ειδυλλιακή Αγία Ειρήνη και το πρωί, αφού κάναμε κάποιες ακόμη προμήθειες, φύγαμε με πορεία βορειοανατολική.
Βουτιά-βουτιά για Ικαρία
Η θάλασσα είχε πέσει πια, αλλά στον ουρανό γκρίζα σύννεφα έτρεχαν γρήγορα προς τα νοτιοανατολικά. Αφού κάναμε μια στάση για βουτιά στα νότια της Σύρου βάλαμε πλώρη για τα νότια της Μυκόνου, ελπίζοντας να μην επιδεινωθεί ο καιρός που μας απειλούσε συνεχώς με βροχή.
Όμως όταν πλησιάσαμε στο νησί που ήταν σκεπασμένο με σύννεφα, ένα επιβλητικό θέαμα μας έκοψε το δρόμο. Ακριβώς πάνω στην πορεία που είχαμε χαράξει, τα σύννεφα είχαν χαμηλώσει και ακουμπούσαν στην επιφάνεια της θάλασσας, σημάδι ότι στο σημείο εκείνο ο καιρός είχε ξεσπάσει και έβρεχε πολύ. Ούτε σκέψη βέβαια να περάσουμε μέσα από την κόλαση και αποφασίζουμε να κάνουμε μια ακόμη βουτιά στη Ρήνεια μέχρι η κακοκαιρία να φύγει προς τα νοτιοανατολικά.
Έχουμε τώρα μπροστά μας 37 μίλια πορείας μέχρι την Ικαρία και το φοβερό Ικάριο μας υποδέχεται φορώντας τα καλά του. Είμαστε τυχεροί και το περνάμε απολαμβάνοντας την πλεύση πάνω σε τεράστια βουβά κύματα που έρχονται από τα βορειοδυτικά.
Σε λίγο φαίνεται στο βάθος η Ικαρία στεφανωμένη με σύννεφα, και όταν φτάνουμε στον κάβο Πάπας βρίσκουμε τον Θωμά σκαρφαλωμένο ψηλά στο φάρο και το φουσκωτό δεμένο στα βράχια του μικρού κόλπου. Σε εκείνο το σημείο ήταν το ραντεβού μας!
Στο Καρκινάγρι
Λίγο αργότερα παραπλέουμε μαζί τις νότιες ακτές του νησιού, αναζητώντας ένα μέρος για να διανυκτερεύσουμε, και καταλήγουμε στο μικρό αλιευτικό καταφύγιο του χωριού Καρκινάγρι, όπου οι ντόπιοι κάνουν ό,τι μπορούν για να νιώσουμε καλύτερα.
Μας καλοδέχονται, μας υποδεικνύουν πού θα δέσουμε, μας εύχονται να περάσουμε καλά και αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Βραχυκυκλώσαμε και αρχίσαμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλο ξαφνιασμένοι από τη ζεστή, φιλόξενη και ανθρώπινη υποδοχή που μας επιφύλαξαν οι ντόπιοι, μια ζεστασιά που θα νιώθαμε πολλές φορές τις επόμενες μέρες, κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής μας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα.
Έχοντας εξασφαλίσει τη διανυκτέρευσή μας χαλαρώσαμε για το υπόλοιπο του απογεύματος και κάναμε τη γνωριμία μας με τους ντόπιους που βρίσκονταν στο λιμάνι. Κοντά μας ήταν δεμένο ένα καμπινάτο Commander που είχε τρυπήσει το ένα μπαλόνι του και ο Θωμάς μαζί με τον Τέλη, έναν ντόπιο ψαροτουφεκά, έσπευσαν να βοηθήσουν τον Γρηγόρη, τον ιδιοκτήτη του, που προσπαθούσε να το επισκευάσει.
Εκεί είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε και τον κ. Ποδάρα, διάσημο για τις ψαρευτικές του ικανότητες. Ο Ποδάρας είναι ένας μαύρος γάτος με άσπρες πατούσες, ο οποίος εκτός του ότι πηδάει στο φουσκωτό του Τέλη όποτε αυτός φεύγει για ψάρεμα και τον συνοδεύει στο πολύωρο υποβρύχιο ψάρεμά του, ψαρεύει και ο ίδιος κεφαλόπουλα, παραμονεύοντας στα ρηχά. Την κατάλληλη στιγμή τα χτυπάει με το πόδι του, τα πετάει έξω από το νερό και στη συνέχεια απολαμβάνει το γεύμα του. Σοβαρή γνωριμία…
Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει για τα καλά βάλαμε τα καλά μας και ανηφορίσαμε προς αναζήτηση τροφής.
Το Καρκινάγρι είναι ένα ήσυχος αραιοχτισμένος οικισμός κοντά στη θάλασσα, που πίσω του υψώνονται οι απότομες πλαγιές των βουνών. Αν περπατήσετε πάνω από το χωριό θα διαπιστώσετε ότι οι πλαγιές αυτές είναι σπαρμένες με τεράστια πέτρινα βόλια, φαγωμένα από τη βροχή και τον άνεμο, που δημιούργησαν με επιμονή τα όμορφα αυτά φυσικά γλυπτά.
Λίγο πάνω από το μικρό λιμανάκι βρίσκονται δυο τρεις όμορφες ταβέρνες, όλες τους με θέα στη θάλασσα. Καθίσαμε στη μεσαία και επηρεασμένοι από όσα λέγονται για τους ρυθμούς των κατοίκων της Ικαρίας, επιστρατεύσαμε όση υπομονή διαθέταμε και αρχίσαμε να απολαμβάνουμε τη γλυκιά βραδιά και την καλή παρέα.
Τελικά, εκείνο το βράδυ καταρρίφθηκαν δια μιας όλες οι προκαταλήψεις μας. Η ευγενική και χαμογελαστή οικοδέσποινά μας, η ιδιοκτήτρια της ταβέρνας, ήταν πρότυπο εξυπηρέτησης και τα φαγητά της υπέροχα. Ξεχωρίσαμε το υπέροχο τηγανητό ξιδάτο χταπόδι που είχε μαγειρέψει η ίδια.
Νωρίς το πρωί, με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, μας ξύπνησαν οι γνώριμοι ήχοι του ψαράδικου λιμανιού: το χτύπημα των κουπιών στην κουβέρτα, το ρυθμικό γουργούρισμα των πετρελαιοκινητήρων… Μετά τις εφτά άρχισαν να επιστρέφουν τα πρώτα καϊκάκια με τη σοδειά τους και άρχισε το ξεψάρισμα των διχτυών.
Κατά τις έντεκα το πρωί έφτασε και το τρίτο σκάφος της παρέας, με τον Δημήτρη, τον Κωστή, τον Χρήστο και τη Γεωργία και μαζί αρχίσαμε να παραπλέουμε τις νότιες ακτές του νησιού με κατεύθυνση τον Άγιο Κήρυκο, όπου υπολογίζαμε να φτάσουμε αργά το απόγευμα, για να διανυκτερεύσουμε εκεί. Όμως τα προγράμματα γίνονται για να μην τηρούνται.
Ο Θωμάς που είχε προηγηθεί ανακάλυψε μια μικρή προβλήτα, μόλις ενάμισι μίλι μετά, και σύντομα δέναμε στο Τραπάλου, ένα μικρό οικισμό που θα τον βρείτε στο χάρτη σαν «Άγιο Νικόλαο».
Στου Τραπάλου ή Άγιο Νικόλαο
Το λιμανάκι του Τραπάλου αποτελείται από μία μικρή προβλήτα που προφυλάσσει ένα μικρό όρμο και ένα μικρό ντοκάκι απέναντί της. Γύρω και πάνω από το υποτυπώδες λιμανάκι απλώνεται ο μικρός οικισμός. Εκεί βρήκαμε τον Θωμά και τη Φωτεινή καθισμένους στην αυλή της ταβέρνας «Μουριά», να απολαμβάνουν τον καφέ τους και τη σκιά, με θέα το Ικάριο.
Αυτομάτως ξεχάστηκε το πρόγραμμα, η παραγγελία δόθηκε αμέσως και σε λίγο έφτασαν οι καφέδες συνοδευόμενοι από ισάριθμα «υποβρύχια», μια γενναία κουταλιά βανίλιας μέσα σε ένα δροσερό ποτήρι νερό.
Η ηρεμία και η ησυχία, η ομορφιά του τόπου και η απλή, ζεστή συμπεριφορά των ντόπιων μάς έκαναν να ερωτευθούμε κεραυνοβόλα το Τραπάλου και πρώτος ο Δημήτρης δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να το κουνήσει από εκεί και ότι ευχαρίστως έμενε σε αυτόν τον τόπο για το υπόλοιπο των διακοπών του.
Σ’ ένα δυο τραπεζάκια κάθονταν κάποιοι από τους κατοίκους του οικισμού με τους οποίους πιάσαμε ψιλή κουβεντούλα και μάθαμε πολύ χρήσιμα και ενδιαφέροντα πράγματα. Κατ’ αρχάς μάθαμε ότι οι περίεργες σαύρες που βλέπαμε να λιάζονται ανενόχλητες στα πεζούλια και τις ξερολιθιές, που ονομάζονται από τους ντόπιους «κροκόφιλοι», είναι τo είδος κορκόφιλας που συναντάται στην Ικαρία. Μάθαμε επίσης ότι σύντομα θα λάμβανε χώρα στο Τραπάλου η δεύτερη διοργάνωση του Papas Cup, ενός λυσσαλέου αγώνα ταβλιμαχίας, νικητής του οποίου είχε αναδειχθεί πέρυσι ο «καπετάνιος», ο οποίος μας προέτρεψε να μπούμε στην ταβέρνα για να δούμε το κύπελλο που βρισκόταν σε περίοπτη θέση. Πράγματι, το βαρύτιμο κύπελλο ήταν εκεί και μας το έδειξε γεμάτη υπερήφανια η Χριστίνα, σύζυγος του «καπετάνιου». Eκεί όμως είδαμε και την κ. Καλλιόπη, η οποία ετοίμαζε εκείνη την ώρα δυο τρία ταψιά γεμιστά, στην κουζίνα που θύμιζε περισσότερο κουζίνα σπιτιού και ήταν πεντακάθαρη.
Τα γεμιστά μάς έδωσαν τη χαριστική βολή που διατράνωσε την απόφασή μας να μείνουμε στο Τραπάλου. Κλείσαμε τραπέζι για το βράδυ και σκορπίσαμε για να περάσουμε το υπόλοιπο της μέρας στη θάλασσα.
Μπάνιο, ψάρεμα, πλεύση στις ακτές και το απόγευμα ένας ωραίος περίπατος στα υψώματα γύρω από το Τραπάλου, διανθισμένος με διακριτικές επιθέσεις στις συκιές και τις φραγκοσυκιές που βρίσκονται στις άκρες των δρόμων. Και όλα αυτά γαρνιρισμένα με τη ζεστή συμπεριφορά των ντόπιων, που διατηρούν τη συνήθεια (μικροί και μεγάλοι) να χαιρετάνε όποιον συναντήσουν στο δρόμο τους, είτε τον γνωρίζουν, είτε όχι.
Κάτω από μια φραγκοσυκιά πήραμε από κάποιο ντόπιο μαθήματα… αναίμακτου καθαρίσματος φραγκόσυκων, υπό τα επιδοκιμαστικά βλέμματα ενός δεύτερου που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον, ενώ ένας τρίτος, περαστικός αυτός, που είδε τη σκηνή και σταμάτησε, μας είπε (για να μην παιδευόμαστε) να πάμε σπίτι του «Να, εδώ παρακάτω» και να ζητήσουμε από τη μητέρα του καθαρισμένα φραγκόσυκα που είχε μαζέψει ο ίδιος το πρωί, που ήταν μάλιστα και παγωμένα γιατί τα είχε βάλει στο ψυγείο! Αυτοί είναι οι απίστευτοι κάτοικοι της Ικαρίας.
Ο απογευματινός περίπατος κατέληξε στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και μετά από μια μικρή στάση στον περίβολό του κατευθήκαμε προς το μικρό λιμάνι περπατώντας στις στρογγυλεμένες από το κύμα κροκάλες της παραλίας. Εκεί βρίσκονταν πολλά νεαρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που απολάμβαναν το απογευματινό μπάνιο και την παρέα τους. Κι εδώ, από τα νέα αυτά παιδιά, οι ίδιοι ζεστοί, χαμογελαστοί χαιρετισμοί.
Απόγευμα και ο τελευταίος καφές της μέρας στη «Μουριά», και με το πέσιμο του σκοταδιού άρχισε η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Τα πεντανόστιμα γεμιστά συνοδεύτηκαν από τεράστιες πιατέλες με κατσικάκι κοκκινιστό, μαγειρεμένο από τα χεράκια της κυρίας Καλλιόπης και ένα ωραίο ντόπιο κρασί συμπλήρωσε το συμπόσιο της πεινασμένης παρέας. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, χορτασμένοι επιτέλους, αποσυρθήκαμε για ξεκούραση.
Ο ύπνος στα φουσκωτά ήταν απολαυστικός, το ίδιο και το ξύπνημα με το χάραμα της μέρας. Λίγο μετά τις εφτά, έπιασε στη μικρή προβλήτα το μικρό καραβάκι που κάνει το πρωινό δρομολόγιο και μεταφέρει επιβάτες από τα λιμανάκια των νότιων ακτών στον Άγιο Κήρυκο, λιμάνι από το οποίο φεύγουν μεγαλύτερα καράβια για άλλα νησιά και τον Πειραιά.
Αφού ήπιαμε τον πρώτο καφέ της μέρας, ο Θωμάς έφυγε με το φουσκωτό του για φωτογράφηση και ο Δημήτρης για τον Άγιο Κήρυκο, από όπου θα έπαιρνε ο Κωστής το πλοίο για Πειραιά. Εμείς πήγαμε για πρωινό στη Μουριά, πριν αποχαιρετίσουμε οριστικά το Τραπάλου. Ήταν ένα πρωινό που μας έμεινε αξέχαστο χάρη στο Ντάνιελ, έναν Γάλλο που έχει γίνει πια μόνιμος κάτοικος Ικαρίας, ο οποίος έφερε την κιθάρα του και άρχισε να τραγουδάει όμορφα τραγούδια στη γλώσσα του, μερακλωμένος από τη θάλασσα που λικνιζόταν αργά στο φως του λαμπερού ήλιου.
Λίγο πριν ο «καπετάνιος» μάς έδωσε ένα ακόμα δείγμα της φιλοξενίας των Ικαρίων, φέρνοντας από το χωράφι του ένα καλαθάκι σύκα που μας τα πρόσφερε ευγενικά, κρατώντας την υπόσχεση που μας είχε δώσει την προηγούμενη μέρα, όταν αναφερθήκαμε στις πολλές συκιές της περιοχής.
Λίγο αργότερα αποχαιρετούσαμε το αγαπημένο πια Τραπάλου και αρχίσαμε να παραπλέουμε αργά το νότιο μέρος του νησιού, που ανάμεσα στις απότομες βραχώδεις ακτές κρύβει πολλές όμορφες παραλίες.
Στον Μαγγανίτη και τις Σεϋχέλλες!
Τέσσερα-πέντε μίλια μετά το Τραπάλου βρίσκεται ο παραθαλάσσιος οικισμός Μαγγανίτης, πάνω από τα σπίτια του οποίου δεσπόζει η μεγάλη εκκλησία της Μεταμόρφωσης. Ο Μαγγανίτης διαθέτει αλιευτικό καταφύγιο, γλίστρα από την οποία μπορείτε να καθελκύσετε το σκάφος σας, και μεγάλη προβλήτα στην οποία μπορείτε να δέσετε αν βρεθείτε στην περιοχή. Ακριβώς πάνω από το ασφυκτικά γεμάτο με βάρκες αλιευτικό καταφύγιο, λειτουργεί ένα καλαίσθητο καφέ που εκτός των άλλων, παίζει υπέροχη μουσική σε ένταση που σου επιτρέπει να συζητάς και να ακούς συγχρόνως.
Μετά τη σύντομη στάση μας στον όμορφο Μαγγανίτη, νιώσαμε ξαφνικά να έχουμε βαρεθεί θανάσιμα τις ελληνικές ακτές και αποφασίσαμε να πεταχτούμε για μια βουτιά μέχρι… τις Σεϋχέλλες, πριν συνεχίσουμε την πορεία μας προς τον Άγιο Κήρυκο.
Ξέρω ότι σας μπέρδεψα, αλλά δεν φταίω εγώ. Οι Ικαριώτες φταίνε, που ονόμασαν «Σεϋχέλλες» μια πραγματικά όμορφη παραλία που συναντάμε λίγο μετά τον Μαγγανίτη. Όπως μας είπαν, η παραλία αυτή που συνδυάζει μεγάλες λευκές κροκάλες με άμμο δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα, μετά τις εργασίες διάνοιξης του δρόμου που περνάει κοντά στην ακτή. Πίσω και πάνω από την παραλία υψώνεται ό,τι απέμεινε από το θόλο ενός σπηλαίου συμπληρώνοντας το όμορφο τοπίο που δημιουργεί η όμορφη παραλία, η γαλαζοπράσινη θάλασσα και τα βράχια της ακτής.
Η νέα παραλία έπρεπε κάπως να ονομαστεί και οι Ικαριώτες, εμπνευσμένοι από τα γαλαζοπράσινα νερά και την ομορφιά του τοπίου, την ονόμασαν Σεϋχέλλες. Αν το έχετε καημό που δεν έχετε πάει στις Σεϋχέλλες (τις άλλες εννοώ) και βρεθείτε στην Ικαρία, αξίζει τον κόπο να κάνετε μια στάση στην όμορφη παραλία και να απολαύσετε τα υπέροχα νερά της.
Μετά από λίγο έφτασαν και τα δύο άλλα σκάφη της παρέας και μετά το μπάνιο μας πήραμε το δρόμο για τον Άγιο Κήρυκο.
Στον Άγιο Κηρύκο
Εκείνο το βράδυ θα έδιναν μια παράσταση στις Ράχες οι Χαΐνηδες και σκοπεύαμε να πάμε εκεί με κάποιο αυτοκίνητο που θα νοικιάζαμε (τελικά, όσο κι αν ψάξαμε δεν βρήκαμε κανένα ελεύθερο), αφού πρώτα ανεφοδιάζαμε τα σκάφη μας με καύσιμα και κάναμε προμήθειες σε πάγο, τρόφιμα και νερό.
Στο Λιμεναρχείο του Αγίου Κήρυκου υπηρετούσε ένας καλός φίλος, ο Γιάννης, ο οποίος μας περίμενε στην προβλήτα, όταν φτάσαμε στο λιμάνι. Όσο εγώ και ο Θωμάς γεμίζαμε με καύσιμα τα ντεπόζιτά μας από τον ευγενέστατο και εξυπηρετικό βενζινά της ΕLIN, αυτός περίμενε υπομονετικά και όταν τελειώσαμε μας έκανε έλεγχο!
Ο Γιάννης, ο καλός φίλος! Σοβαρός, μας ζήτησε τα χαρτιά του σκάφους, τα έλεγξε κανονικά ρίχνοντάς μας κάθε τόσο διερευνητικές ματιές γεμάτες νόημα και υποψία, και στη συνέχεια συμπλήρωσε τα στοιχεία μας στο φύλλο στο οποίο καταγράφονται τα σκάφη που καταπλέουν στο λιμάνι. Μετά από λίγο έφτασε κι ο Δημήτρης, τον ξεσκόνισε κι αυτόν κανονικά, και αφού ολοκλήρωσε τις υπηρεσιακές υποχρεώσεις του, έμεινε για λίγο μαζί μας και μας παραχώρησε το αυτοκίνητό του για να πάμε το απόγευμα στις Ράχες, κάνοντας μια πληρέστατη περιγραφή της αθλιότητας με την οποία θα ερχόμασταν αντιμέτωποι.
Αφού δέσαμε τα σκάφη σε μία από τις προβλήτες που προορίζονται για τα τουριστικά σκάφη, κάναμε τις υπόλοιπες προμήθειες, βάλαμε τα καλά μας και πήγαμε να πάρουμε το αυτοκίνητο του Γιάννη. Όταν το βρήκαμε καταλάβαμε ότι η περιγραφή του Γιάννη υπολειπόταν σε αθλιότητα από αυτό που βλέπαμε.
Ένα χιλιοτσαλακωμένο και σκουριασμένο αυτοκίνητο, με απροσδιόριστη ηλικία, το οποίο, εκτός των άλλων, είχε χάσει και ολόκληρη την εξάτμισή του, πριν από μερικές μέρες. Γελώντας μπήκαμε μέσα και όταν ο ταλαιπωρημένος κινητήρας πήρε μπροστά το λιμάνι αναστατώθηκε από το θόρυβο. Κόκκινοι από ντροπή, διασχίσαμε με το κεφάλι σκυμμένο τον Άγιο Κήρυκο και πήραμε τον δρόμο που οδηγεί στις βόρειες ακτές του νησιού.
Οδικώς προς τις Ράχες
Το ταλαιπωρημένο αυτοκίνητο άρχισε να ακολουθεί αγκομαχώντας το δρόμο με τις ατέλειωτες στροφές που ανέβαινε το βουνό, ξεσηκώνοντας το νησί από το θόρυβο του ξεχαρβαλωμένου κινητήρα. Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι ταξιδεύαμε μέσα σε ένα θορυβώδη θάλαμο αερίων, αφού τα καυσαέρια διοχετεύονταν από τον κινητήρα απ’ ευθείας στην καμπίνα.
Η βασανιστική και εκκωφαντική πορεία μας στις πιο αναπτυγμένες τουριστικά, βόρειες ακτές του νησιού πέρασε από το Καραβόσταμο, τον Εύδηλο, το Γιαλισκάρι και ανηφόρισε μέχρι τις Ράχες όπου φτάσαμε νύχτα πια.
Η συναυλία είχε ήδη αρχίσει, εμείς δεν ήμασταν σε θέση πια να την παρακολουθήσουμε και όσο περιμέναμε τους υπόλοιπους της παρέας, που έρχονταν με ταξί, κάναμε βόλτα στις Ράχες που αργά τη νύχτα άρχισαν να παίρνουν ζωή. Τα μαγαζιά άνοιγαν το ένα μετά το άλλο και στα όμορφα καφενεία που βρίσκονται γύρω από την πλατεία, οι επισκέπτες απολάμβαναν τη νυκτερινή δροσιά.
Σε λίγο έφτασε και η υπόλοιπη παρέα και την ώρα που τρώγαμε, γύρω στις έντεκα και μισή, άνοιξε και το βιβλιοπωλείο που βρισκόταν δίπλα στην ταβέρνα, ενώ από τη μεριά της μικρής πλατείας έφτανε η φωνή ενός πλανόδιου ψαρά που διαλαλούσε τα φρέσκα ψάρια του!
Αφού περπατήσαμε στα όμορφα δρομάκια του χωριού και καθίσαμε σε ένα από τα όμορφα καφενεία του, πήραμε και πάλι το δρόμο για τον Άγιο Κήρυκο, όπου διανυκτερεύσαμε στο λιμάνι.
Το πρωί, αφού πήραμε το πρωινό μας σε ένα από τα καφέ που βρίσκονται πάνω από το λιμάνι, χαιρετίσαμε το Γιάννη και αφήσαμε πίσω μας την Ικαρία με προορισμό τους Φούρνους, όπου σκοπεύαμε να περάσουμε τις δύο επόμενες μέρες. Φεύγαμε από το νησί με τις καλύτερες εντυπώσεις, νιώθοντας να μας περιβάλει ακόμα η ζεστασιά που μας χάρισαν απλόχερα οι φιλόξενοι κάτοικοί του.
Ρότα για Φούρνους
Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Φούρνων απέχει πέντε έξι μίλια από τον Άγιο Κήρυκο και περιλαμβάνει εκτός από το ομώνυμο νησί, τη Θύμαινα και το Θυμαινάκι στα δυτικά, τη νησίδα Άγιος Μηνάς στα ανατολικά, και μερικές σκόρπιες βραχονησίδες, όπως το Στρογγυλό, το Μακρονήσι, τον Μικρό και Μεγάλο Ανθρωποφά κ.ά.
Ανάμεσα στη Θύμαινα και τους Φούρνους εκτείνεται, κλείνοντας το μπουγάζι, η νησίδα Διαπόρι, η οποία αφήνει στα δυτικά ένα πέρασμα για τη ναυσιπλοΐα, αλλά στην ανατολική πλευρά της απέχει από τους Φούρνους μόλις τρία τέσσερα μέτρα, αφήνοντας ένα στενό και ρηχό πέρασμα από το οποίο μπορούν να περάσουν μόνο μικρά σκάφη.
Ο καιρός παρέμενε καλός και τα τρία σκάφη προσέγγισαν τη νησίδα Θυμαινάκι, το κοντινότερο σημείο από τον Άγιο Κήρυκο και στη συνέχεια ο Θωμάς μάς οδήγησε στον όρμο του Άη Νικολάκη στις βόρειες ακτές της Θύμαινας. Πρόκειται για έναν υπήνεμο κόλπο με πεντακάθαρα νερά, δυο τρία σπιτάκια, ένα εκκλησάκι και ένα μικρό μόλο στη δεξιά πλευρά του. Ήσυχο μέρος, ιδανικό για διανυκτέρευση, ακόμα και στα βράχια που βρίσκονται στην αριστερή πλευρά του. Αν βρεθείτε εκεί αποφύγετε το μικρό μόλο, πάνω στον οποίο είναι χτισμένη μια τουαλέτα (!) η οποία μυρίζει αφόρητα, τόσο που αχρηστεύει ολόκληρο το μέρος.
Αν παραπλεύσετε τις ανατολικές ακτές, μετά από μερικά μίλια θα βρεθείτε μπροστά στο χωριό Θύμαινα, χτισμένο σε μια πλαγιά που καταλήγει σε έναν ανοιχτό όρμο. Στα δεξιά του υπάρχει προκυμαία που προστατεύεται από ένα μικρό μόλο – λιμενικές εγκαταστάσεις που δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη για διανυκτέρευση.
Ακριβώς απέναντι, στα ανατολικά, φαίνεται το λιμάνι των Φούρνων που απέχει περίπου ένα μίλι από τη Θύμαινα και αποφασίσαμε να δέσουμε εκεί, για να γεμίσουμε με πάγο τα ψυγεία μας. Στον Άγιο Κήρυκο δεν είχαμε βρει πάγο και τα τρόφιμά μας κινδύνευαν να χαλάσουν. Στους Φούρνους βρήκαμε λίγο χώρο στην άκρη της μικρής προβλήτας και αφού δέσαμε τα τρία φουσκωτά το ένα δίπλα στο άλλο, ετοιμαστήκαμε για τη βόλτα μας στο χωριό.
Ο δρόμος που ξεκινάει από την παραλία και καταλήγει στη μικρή πλατεία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής κίνησης του χωριού και μπορείτε να βρείτε εκεί μικρά καταστήματα για τις προμήθειές σας σε τρόφιμα και νερό. Στο μικρό φούρνο της πλατείας θα βρείτε εξαιρετικό ζεστό ψωμί με προζύμι, το οποίο σας συνιστούμε ανεπιφύλακτα. Πάγο σε τρίμμα θα βρείτε στο ψαράδικο που βρίσκεται στην αρχή του ίδιου δρόμου, σε μικρές όμως ποσότητες, λόγω της αυξημένης ζήτησης. Εμείς εξασφαλίσαμε δύο σακούλες εκείνη τη μέρα, ποσότητα που δεν επαρκούσε για τα τρία ψυγεία μας, και παραγγείλαμε τρεις ακόμα σακούλες για την επομένη.
Αφού εξασφαλίσαμε τη συντήρηση των τροφίμων μας και ήπιαμε καφέ σε ένα από τα μαγαζιά της παραλίας, φύγαμε για τη νότια πλευρά του νησιού που διαθέτει πολλούς υπήνεμους κόλπους με ωραίες παραλίες.
Αν περάσετε από το στενό που χωρίζει το Διαπόρι από τους Φούρνους, θα βρεθείτε στην πλευρά του νησιού που έχει την πιο πολυσχιδή ακτογραμμή. Από το Διαπόρι μέχρι το νοτιότερο κάβο θα συναντήσετε πολλούς υπήνεμους κόλπους, ιδανικούς για διανυκτέρευση και με ωραίες παραλίες μέσα τους. Καμπί, Ελιδάκι, Άη Γιάννης ο Θερμαστής, Κασίδης, Βλυχάδα, είναι οι ονομασίες των κυριότερων όρμων.
Αν ακολουθήσετε την ακτογραμμή μέχρι τον νοτιότερο κόλπο, τη Βλυχάδα, αξίζει να περάσετε στη βραχονησίδα Μακρονήσι που βρίσκεται νότια, και να κολυμπήσετε ή να ψαρέψετε στα πεντακάθαρα νερά της.
Μετά το Διαπόρι, η παρέα σκορπίστηκε δίνοντας ραντεβού για το απόγευμα. Εμείς, αφού περιηγηθήκαμε τις ακτές κάνοντας κάθε τόσο στάσεις για μια βουτιά, το απόγευμα ανεβήκαμε ψαρεύοντας μελανούρια με ελαφριά συρτή, για να συναντήσουμε την υπόλοιπη παρέα στον κόλπο του Άη Γιάννη του Θερμαστή.
Στον Άη Γιάννη τον Θερμαστή
Στο βάθος του κόλπου, κάτω από τα λιγοστά σπίτια του οικισμού, υπάρχει ένας μικρός μόλος στον οποίο δένουν μερικά καΐκια και βάρκες, αλλά είναι μάλλον δύσκολο να δέσει κάποιος εκεί για διανυκτέρευση, αφού οι ντόπιοι δένουν τα καΐκια τους με το πλάι (κόντρα στον αέρα που κατεβαίνει από το βουνό) αλλά σε απόσταση μερικών μέτρων από το μόλο, με τα σχοινιά τους να κλείνουν μεγάλο μέρος του.
Μια μικρή παραλία, αριστερά από το μόλο, αξιολογήθηκε σαν ιδανική για διανυκτέρευση και τα τρία σκάφη έριξαν παράλληλα τις άγκυρές τους για να πρυμνοδετήσουν στα ρηχά. Οι πριμάτσες δέθηκαν στα βράχια, τα σκάφη μεταξύ τους και το πρόχειρο μαγειρείο στήθηκε κάτω από το βράχο.
Το μενού περιελάμβανε τηγανητά μελανούρια, μακαρονάδα με σάλτσα, ντοματοσαλάτα και μακεδονίτικο τσίπουρο της κάβας «Θεόφιλος», που είχε φέρει μαζί του ο Θωμάς. Το τραπέζι στήθηκε στο σκάφος του Θωμά και φωταγωγήθηκε άπλετα γιατί μετά το τσιμπούσι δόθηκε σκληρή μάχη πάνω από το σκράμπλ, με ομηρικούς καβγάδες που κράτησαν μέχρι αργά μετά τα μεσάνυχτα.
Ωραίο το πρωινό ξύπνημα στο σκάφος! Βουτιά στα δροσερά νερά με το χάραμα της μέρας, αγουροξυπνημένα πρόσωπα που ξεπροβάλλουν μέσα από τις τέντες, καφεδάκι και σχέδια για τις περιηγήσεις της μέρας.
Λοιπόν, σήμερα θα πιάσουμε για λίγο στους Φούρνους, για τον πάγο που είχαμε παραγγείλει, και μετά θα ακολουθήσουμε τις ακτές προς τα βόρεια, θα γυρίσουμε ανατολικά και λίγο μετά το μεσημέρι θα φύγουμε για Αγαθονήσι.
Λίγο πριν τις δέκα λύσαμε τις πριμάτσες για να αφήσουμε ελεύθερη την παραλία στους κολυμβητές που είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν προς τη θάλασσα.
Στους Φούρνους προμηθευτήκαμε τρία τσουβάλια πάγου, μερικά καρβέλια ζεστό ψωμί και αράξαμε στη σκιά μιας καφετέριας για το πρωινό μας.
Όλη αυτή την ώρα το φουσκωτό μου είχε γίνει εξέδρα καταδύσεων από μια ομάδα ζωηρών πιτσιρικάδων (τους είχα δώσει την άδεια) που έπαιρναν φόρα από το μόλο, πατούσαν στα μαξιλάρια της πλώρης και έκαναν θεαματικές βουτιές εκτινασσόμενοι από τα μπαλόνια του σκάφους. Όταν πλησιάσαμε στο φουσκωτό για να φύγουμε μας ευχαρίστησαν και απομακρύνθηκαν για να συνεχίσουν τις βουτιές τους από την άκρη της προβλήτας.
Ο περίπλους
Οι Φούρνοι έχουν περίεργο σχήμα, με δύο κύρια τμήματα που ενώνονται μεταξύ τους με μια μακρόστενη λωρίδα γης. Ακολουθώντας τις δυτικές ακτές βόρεια του λιμανιού, συναντάμε στο βορινό κάβο τη βραχονησίδα Πετροκάραβο, ένα βράχο που ξεπηδάει από το νερό κοντά στην ακτή, και από εκεί βλέπουμε τη Χρυσομηλιά, το δεύτερο σε μέγεθος οικισμό του νησιού και τη μεγάλη παραλία της, που φιλοξενεί μια σειρά χαμηλά σπιτάκια με ψηλά αρμυρίκια στις αυλές τους και μικρούς μόλους μπροστά τους, όπου βρίσκονταν δεμένα τα καΐκια των ντόπιων ψαράδων.
Δεξιά ή καλύτερα στη νότια άκρη της παραλίας, βρίσκονται οι λιμενικές εγκαταστάσεις της Χρυσομηλιάς, οι οποίες εξυπηρετούν και τα μικρά πλοία που εκτελούν τοπικά δρομολόγια, ενώ τα δεκάδες τσιμεντένια μπλόκια που βρίσκονται στοιβαγμένα εκεί προδίδουν τις εργασίες επέκτασής τους.
Προσπερνώντας τη Χρυσομηλιά θα συναντήσουμε λίγο παραπάνω τον υπήνεμο κόλπο του Αγίου Νικολάου, τον τελευταίο της δυτικής πλευράς, έναν κόλπο στον οποίο υπάρχουν δεκάδες ρεμέτζα, σημάδι ότι το σημείο εκείνο είναι το απάγκιο των επαγγελματιών ψαράδων όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα.
Αν αποφασίσετε ή χρειαστεί να διανυκτερεύσετε εκεί, δεν θα χρειαστεί να ρίξετε άγκυρα, αφού έχετε στη διάθεσή σας δεκάδες ελεύθερα και ασφαλή ρεμέτζα για να δέσετε. Στο μυχό του κόλπου θα δείτε ένα μικρό μόλο στον οποίο αποβιβάζονται όσοι θέλουν να επισκεφθούν το μικρό εκκλησάκι που βρίσκεται λίγο πιο πάνω, επιβλέποντας τον κόλπο.
Αν παραπλεύσετε τον βορειότερο κάβο των Φούρνων θα υψωθεί μπροστά σας η Σάμος σε απόσταση τεσσάρων περίπου μιλίων, τόσο κοντά που ασυναίσθητα το χέρι σας θα στρέψει το τιμόνι βορειοανατολικά προς την πρόκληση που βρίσκεται σε απόσταση μιας γκαζιάς.
Όμως εμείς είχαμε άλλο πρόγραμμα και μετά από πλεύση μερικών μιλίων στις ανατολικές ακτές του νησιού, συναντήσαμε το Καλάμι, ένα μικρό οικισμό απέναντι από το νησί του Αγίου Μηνά. Το Καλάμι βρίσκεται στο βάθος ενός ανοιχτού όρμου που στη βόρεια πλευρά του έχει ένα μικρό μόλο και μια σειρά βράχια που προσφέρουν υποτυπώδη προστασία από το βοριά στα σκάφη που δένουν εκεί.
Η ώρα είχε περάσει, ήταν απόγευμα πια, και είχαμε μπροστά μας ένα πέρασμα 23 περίπου μιλίων μέχρι το Αγαθονήσι, τον επόμενο σταθμό του ταξιδιού μας.