ΘΕΟΔΩΡΑ ΜΑΪΟΥ
Γεννημένος στην Ικαρία τo 1934, ο 85χρονος επιχειρηματίας Νίκος Τσαπαλιάρης, θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο επιτυχημένους ομογενείς της Αυστραλίας, όμως η ζωή του και το ταξίδι προς την κορυφή δεν ήταν πάντα στρωμένα με ροδοπέταλα.
«Θυμάμαι και τα όμορφα, αλλά και τα δύσκολα χρόνια στην Ικαρία, τον πόλεμο που ξέσπασε και μας ανάγκασε να εγκαταλείψουμε το νησί και να περάσουμε τρία χρόνια στην έρημο της Σαχάρας με τον αδελφό και τη μάνα μου, τον πατέρα μου που ξενιτεύτηκε για να μην πεινάσουμε εμείς. Και όμως παρά τα όσα περάσαμε, επιμένω ότι δεν θα άλλαζα τίποτα από το ταξίδι μου, γιατί τελικά οι κακουχίες είναι αυτές που κάνουν τον άνθρωπο να σέβεται και να εκτιμά τη ζωή και όσα εκείνη του προσφέρει» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο κ. Τσαπαλιάρης, ο οποίος θυμάται τα χρόνια πίσω στην Ικαρία και την έρημο Σαχάρα, με αρκετή νοσταλγία και περισσή χαρμολύπη.
«ΒΑΣΑΝΟ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ»
Στην αρχή η ζωή στο νησί κυλούσε όμορφα, τουλάχιστον για τα παιδιά της οικογένειας.
Ο «πατριάρχης» της οικογένειας, Σπύρος, υποδηματοποιός στο επάγγελμα, είχε ήδη φύγει για την μακρινή Αυστραλία όπου εργαζόταν σκληρά. Από την ξενιτιά φρόντιζε κάθε μήνα να στέλνει χρήματα στη σύζυγό του.
Ο μεγάλος του καημός ήταν να μαζέψει γρήγορα ένα γερό κομπόδεμα και να επιστρέψει το συντομότερο δυνατό στην Ικαρία.
Τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή όταν ξέσπασε ο πόλεμος.
«Τα χρήματα που έστελνε ο πατέρας δεν έφταναν ποτέ στην Ικαρία, και έτσι ένα βράδυ του 1942 μαζί με την μητέρα και τον αδελφό μου, απελπισμένοι καθώς ήμασταν μπήκαμε σε μια βάρκα ενός συγχωριανού και φύγαμε με προορισμό την Τουρκία».
Η νεαρή μητέρα με τους γιους της, πρόσφυγες πια, κατέληξε στην έρημο της Σαχάρας, στις πηγές του Μωυσή.
«Περάσαμε τρία πολύ δύσκολα χρόνια εκεί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πείνα, την ανέχεια και τις άθλιες συνθήκες που ζήσαμε μέσα σε εκείνη την μικροσκοπική σκηνή μαζί με τόσους ακόμα συμπατριώτες μας αλλά και αυτή την εμπειρία ίσως να μην την άλλαζα, γιατί εκεί έμαθα το μεγαλύτερο μου μάθημα. Ότι, τελικά, το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε άνθρωπο είναι να γίνει πρόσφυγας. Όταν είναι κανείς πρόσφυγας χάνει την αξιοπρέπειά του. Να θυμάστε αυτό που σας λέω. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από αυτό» λέει συγκινημένος ο κ. Τσαπαλιάρης, ο οποίος το 1945 κατάφερε να επιστρέψει και πάλι στο χωριό του στην Ικαρία.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΙΚΑΡΙΑ
Όμως και πίσω στο χωριό, μετά τον πόλεμο, τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, αφού η ανέχεια και η οικονομική εξαθλίωση εμπόδιζαν τους νησιώτες να ορθοποδήσουν.
«Οικονομικά η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη και παρακαλούσαμε τον πατέρα μας να μας πάρει στην Αυστραλία αλλά εκείνος αρνούνταν, παρά τα όσα του έγραφε η μάνα μας για την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί.
«Η μάνα μας, μοδίστρα στο επάγγελμα, πήγαινε σε γειτονικά χωριά όπου πουλούσε ρούχα και για αντάλλαγμα οι χωριανοί της έδιναν λάδι ή ρύζι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την τελευταία μέρα που έφυγε και μας άφησε μόνους με τη γιαγιά στο σπίτι. Κάποια στιγμή, όταν ήρθε η ώρα να φάμε ψάχναμε με τον αδελφό μου μέσα στο μπαούλο όπου αποθηκεύαμε το φαγητό για να διαπιστώσουμε ότι δεν είχε μείνει ούτε ένας κόκκος ρυζιού παρά μόνο λίγη σκόνη στις εσοχές του μπαούλου. Με το λίγο μας μυαλό, σκεφτήκαμε να το αναποδογυρίσουμε και αφού μαζέψαμε στη χούφτα μας μια κουταλιά της σούπας σκόνη, τη βράσαμε και την μοιραστήκαμε με την γιαγιά μας» θυμάται ο κ. Τσαπαλιάρης.
Όταν τρεις ημέρες μετά η νεαρή μητέρα επέστρεψε στο χωριό έχοντας καταφέρει να κερδίσει με την εργασία της ένα μπουκάλι λάδι κατάλαβε ότι τα πράγματα είχαν φτάσει πλέον στο απροχώρητο και έτσι έγραψε στον σύζυγό της να τους ετοιμάσει τα χαρτιά τους για την Αυστραλία.
Έτσι, η οικογένεια αποχαιρέτησε το αγαπημένο τους νησί το 1948 και έφτασε στην Αυστραλία στις 28 Ιανουαρίου 1949.
ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Ο 14χρονος πλέον Νίκος, μαζί με τον αδελφό του Γιάννη και τον πατέρα τους, ο οποίος είχε στο μεταξύ καταφέρει να αγοράσει ένα μικρό μαγαζάκι σε μια επαρχία της Νέας Νότιας Ουαλίας, άρχισε να εργάζεται σκληρά.
Κατά την διάρκεια της ημέρας έπλενε πιάτα και την ίδια ώρα στο νεροχύτη μπροστά του είχε ένα αγγλικό λεξικό από το οποίο προσπαθούσε να μάθει Αγγλικά.
«Θυμάμαι έπλενα τα πιάτα, κοιτούσα το λεξικό και όποια λέξη δεν ήξερα την έγραφα σε ένα τετράδιο, μήπως και καταφέρω να μάθω να μιλάω Αγγλικά».
Το 1953 η οικογένεια μετακόμισε στην Mildura όπου τα δύο αδέλφια άνοιξαν το δικό τους milk bar.
Οι δύο δαιμόνιοι νεαροί, δεν είχαν μόνο πείσμα και αποφασιστικότητα, αλλά και εμπορικό μυαλό και παρακολουθώντας τους πελάτες τους αποφάσισαν ότι το κλειδί για να πάει καλά η επιχείρηση τους ήταν να προσφέρουν στους θαμώνες ό,τι τους έλειπε.
Κάπως έτσι ξεκίνησαν να πωλούν στις επαρχίες της Μελβούρνης όχι μόνο φαγητό, αλλά και διάφορα είδη δώρων, ψιλικά, μουσικά όργανα, κοσμήματα, ταμπακέρες, αναπτήρες και ό,τι άλλο τραβούσε η ψυχή των πελατών τους.
Ταυτόχρονα, όσα χρήματα έβγαζαν, τα αποταμίευαν για να βοηθήσουν την οικογένειά τους με μεγάλο όνειρο να καταφέρουν μια μέρα να αγοράσουν το δικό τους σουπερμάρκετ.
Το 1958 η οικογένεια αποφάσισε να πουλήσει τα πάντα και να εγκατασταθεί στην Νότια Αυστραλία.
Τα Χριστούγεννα του 1969 ο νεαρός τότε Νίκος παντρεύτηκε την συγχωριανή του Γραμματική, που ήταν μόλις 16 ετών. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά.
Το 1979 τα δύο αδέλφια αγόρασαν το πρώτο τους σουπερμάρκετ στην Αδελαΐδα.
Τη χαρά τους, όμως, ήρθε να επισκιάσει ο θάνατος του πατέρα τους Σπύρου, ο οποίος πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 60 ετών μέσα στο μαγαζί του.
Ο Σπύρος δεν κατάφερε να επιστρέψει στην πατρίδα.
Σήμερα οι οικογένειες των αδελφών Τσαπαλιάρη θεωρούνται από τις πιο επιτυχημένες στην Αυστραλία.
«Είχαμε πάντα ένα πορτοφόλι με τον αδελφό μου. Τώρα έχουμε και μαζί και χώρια δουλειές και προσπαθούμε να φροντίζουμε τις οικογένειές μας και τους συνανθρώπους μας όσο μπορούμε καλύτερα» λέει ο κ. Νίκος, ο οποίος στα τρία του σουπερμάρκετ απασχολεί πάνω από 1000 υπαλλήλους, ενώ ένα εξ αυτών έχει αποσπάσει πολλάκις το πρώτο βραβείο για το καλύτερο σουπερμάρκετ στον κόσμο (International Retailer of the Year) από την Ιndependent Grocers Alliance (IGA), που ιδρύθηκε το 1962 και λειτουργεί σε πάνω από 30 χώρες.
«Είμαστε ευγνώμονες για όσα έχουμε καταφέρει, αλλά όπως λέω σήμερα στα παιδιά και εγγόνια μου, είμαστε όλοι περαστικοί σε αυτή τη ζωή και το ταξίδι μας δεν έχει τελικά κανένα νόημα πάρα μόνο αν γενναιόδωρα και μοιραζόμαστε ό,τι έχουμε, βοηθάμε τους συνανθρώπους μας, και παραμένουμε ταπεινοί.
«Τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν. Είμαστε όλοι μια μεγάλη οικογένεια, φίλοι, συνοδοιπόροι, συναγωνιστές και γι’ αυτό ακόμα και στη δουλειά, εγώ δεν ξεκινώ την μέρα μου αν δε περάσω να πω μια ειλικρινή ζεστή καλημέρα σε όσους δουλεύουν κοντά μας.
«Θέλω να με βλέπουν όλοι σαν πατέρα, σαν παππού, σαν φίλο τους.
«Η ζωή είναι μικρή, για να την σπαταλάμε. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να δίνεις και να βοηθάς. Μόνο τότε έχει λίγο νόημα η ύπαρξή μας» καταλήγει ο ομογενής.
Αναδημοσίευση από : https://neoskosmos.com