ΤΩΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΤΑΘΑΚΙΟΥ ΚΑΙ ΝΙΚΟΥ ΛΑΙΟΥ*
Τις προηγούμενες μέρες και με αφορμή την παράσταση Corpus Christi πήραμε μια γεύση -λίγοι από κοντά, οι περισσότεροι από τα ΜΜΕ– εκδήλωσης των πολλών επιμέρους τριγμών, στους οποίους αναλύεται ο κλυδωνιζόμενος κοινωνικός βίος. Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου, που ιεραρχικά καλούσε «τον Λαό» της να αποδοκιμάσει το θεατρικό έργο, δεν βρήκε σε ετοιμότητα μόνο «ζηλωτές» πιστούς, αλλά και όσους με κοινοβουλευτική κάλυψη έχουν εργολαβικά αναλάβει την υπεράσπιση «ιερών και οσίων» του έθνους – μάλιστα, επί της ουσίας, με τις ευλογίες ενός τμήματος της Αριστεράς, που επιμένει σε ουσιοκρατικές «αναγνώσεις» συλλογικοτήτων όπως η εκκλησία, η θρησκεία, το έθνος, αλλά και η ίδια η Αριστερά. Ώστε, τελικά τα δυο κομμάτια (που δεν πρέπει να ταυτίζονται, ακόμη κι αν συγκοινωνούν σημεία τους) βρέθηκαν μαζί έξω από ένα θέατρο, επιχειρώντας να διακόψουν μια παράσταση. Με πολιτικό εκφραστή, βέβαια, και οργανωτή των σχετικών εκδηλώσεων το κοινοβουλευτικό κόμμα της Χρυσής Αυγής, ο λόγος και οι πρακτικές του οποίου βρίσκονται θεμελιακά στον αντίποδα των οικουμενικών αξιών του Χριστιανισμού, με προεξέχουσα την οντολογική θέση του τελευταίου για εξ’ αρχής ισότητα και αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων.
Δεν θα καταπιαστούμε με άλλες όψεις του συγκεκριμένου περιστατικού, αλλά με σχόλια αναφορικά με την διαδρομή μιας συλλογικότητας, από την εγγραφή της -σε ντοκουμέντα και συνειδήσεις– ως ναζιστική μέχρι την ανάδειξή της όχι τόσο σε «ασφάλεια καταστήματος» του συστήματος, αλλά σε υποστηρικτή και πρότυπο μελών της κοινωνίας – που είναι το πραγματικό ζητούμενο.
Μιλώντας σήμερα για κοινωνία, εννοούμε διαδικασίες, σχέσεις, στάσεις και συμπεριφορές οριστικά εκτός της μέχρι πριν λίγο καιρό θεωρούμενης «κανονικότητας». Μιλώντας για μέλη της κοινωνίας, εννοούμε υποκείμενα της κρίσης -είτε πρόκειται για «άτομα» είτε για ομάδες- που συμπιέζονται με ανεπανάληπτη ορμή ως προς τους υλικούς και ψυχικούς όρους ύπαρξης. Κατά συνέπεια, τα «κοινωνικά συμβόλαια» («μεταπολιτευτικά» ή και «μεταπολεμικά» όπως ακούσαμε πιο πρόσφατα) δεν διαλύονται ως βιωμένες πραγματικότητες, αφού ποτέ δεν υπήρξαν ως τέτοιες. Αντίθετα, υπό το βάρος της όξυνσης των αντιθέσεων, σε επίπεδο διαταξικό και ενδοταξικό, όπως γλαφυρά αποτυπώνονται λ.χ. στην εισοδηματική αφαίμαξη των εργαζόμενων τάξεων και στην «λίστα Λαγκάρντ», αντίστοιχα, υπό το βάρος και της συνακόλουθης ρευστότητας σε επίπεδο αναπαραστάσεων του «συλλογικού», τα «συμβόλαια» αυτά συντρίβονται στις συνειδήσεις πάρα πολλών ανθρώπων ως αυτά που πραγματικά είναι, δηλαδή ως κυρίαρχα ιδεολογήματα. Και ακριβώς επειδή το κοινωνικό περιεχόμενο απουσιάζει ως διαδικασία και βίωμα, οι άνθρωποι που απεγκλωβίζονται απ’ τις δαγκάνες των κυρίαρχων ιδεολογημάτων, βρίσκονται ξεκρέμαστοι, χωρίς κοινωνική ταυτότητα εν μέσω μιας γενικής και μαζικής κατάρρευσης.
Πρόκειται για μια Αποκάλυψη, με την πλήρη σημασία της έννοιας. Σήμερα δεν ξεγυμνώνεται μόνο «το σύστημα» αλλά και ο άνθρωπος μπρος στον εαυτό του και τους άλλους. Αυτό, μάλιστα, στον ένα ή τον άλλο βαθμό ισχύει για όλους όσοι είμαστε υποκείμενα της κρίσης. Δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς, θεσμικό και μη, δεν αντιλαμβάνεται καν την κομβική αυτή διάσταση της Αποκάλυψης, που δεν είναι μεταφυσική, αλλά υπαρξιακή/υποστασιακή όψη του περάσματος σε νέους ποιοτικούς όρους. Πολύ φυσικά, λοιπόν, δεν την υποδέχεται σε ένα νέο Παράδειγμα καθημερινού λόγου και πρακτικών με επίκεντρο τους υπαρκτούς ανθρώπους και όχι τον άνθρωπο-ιδέα. Κατά την άποψή μας αυτή είναι μια σοβαρή αιτία (κι όχι απλά ένδειξη) για την οποία λόγοι και πράξεις της Αριστεράς δεν συγκλίνουν αποτελεσματικά σε έναν κεντρικό πολιτικό αγώνα, παρά μένουν αποσπασματικές ως προς τις καθημερινές κοινωνικές εξελίξεις, κινδυνεύουν δε να γίνουν και περιφερειακές ως προς αυτές.
Ξαναγυρίζοντας στον άνθρωπο και την κοινωνία: Κάθε φορά που μιλάμε για ανθρώπους σήμερα, απευθυνόμαστε σε αυτούς. Κι αν όχι σε όλους, πάντως στους περισσότερους, μάλιστα ως μέλη του κοινωνικού συνόλου και όχι επαγγελματικών συντεχνιών, ιδεολογικών τάσεων, «δικών μας» κοκ.. Αυτό, δυστυχώς, δεν είναι αυτονόητο. Η κοινωνία, σήμερα, βρίσκεται σε κίνηση, η οποία χαρακτηρίζεται από μια αναζήτηση προτάσεων για να δοθούν λύσεις σε προβλήματα, που βιώνονται ως κοινά. Υπάρχει, πλέον, συλλογικό αίτημα υπό διαμόρφωση στους χώρους εργασίας, στα καφενεία, στα οικογενειακά τραπέζια, στους φτηνούς παραθεριστικούς προορισμούς της κρίσης. Οι άνθρωποι, γυμνοί μπρος σε γυμνούς, χτυπημένοι μπρος σε χτυπημένους, αναζητούν, επιτέλους, συλλογικές απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούν το πώς φτάσαμε εδώ, πού πηγαίνουμε και πού θέλουμε να πάμε. Αυτό δεν επιθυμεί, υποτίθεται, η Αριστερά;
Όμως, το αίτημα για συλλογική δράση δεν διαμορφώνεται σε συνθήκες ιδανικές (ό,τι κι αν υποτίθεται πως σημαίνει αυτό) αλλά σε συνθήκες κατάρρευσης. Η κοινωνική πλειοψηφία στην Ελλάδα του 2012 δεν αναζητούμε λύσεις από την θέση του κοινωνικά χειραφετημένου, αλλά από την θέση του ταξικά υποτελούς, που ξαφνικά, με την σμίκρυνση της προς κατανομή πίττας, νιώθει την ανάγκη να τοποθετηθεί απέναντι σε μια ομοσπονδία άπληστων ελίτ, με πρώτες και καλύτερες τις εγχώριες. Η οξυμένη κρατική βία και οι κατά καιρούς «διαρροές» των διαδρομών της διαπλοκής δείχνουν σε ολοένα περισσότερους ότι η αποσπασματικότητα στην δράση -ατομικισμός, συντεχνιασμός- δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Δεν έχουν άδικο οι συνάδελφοι, φίλοι, συγγενείς μας που διαμαρτύρονται ότι «με μια απεργία δεν βγαίνει τίποτα»: δεν μιλούν, πια, αναφερόμενοι στα εργασιακά τους, μιλούν για τις ζωές μας και εντοπίζουν την έλλειψη συλλογικής πρότασης διεξόδου. Σιγά-σιγά ολοένα περισσότεροι συμπολίτες μας συγκλίνουν στο ότι απαραίτητος όρος διεξαγωγής ενός αγώνα επιβίωσης είναι η συλλογικότητα – μια ζητούμενη συλλογικότητα, που θα δημιουργήσει τομή στα ως σήμερα σχήματα, τα οποία πλέον δεν εκλαμβάνουν ως δεδομένα. Δεν το φανταζόμαστε αυτό: βουίζει ο τόπος. Για ολοένα περισσότερους ανθρώπους, για τα πιο δυναμικά τμήματα της κοινωνίας, που αποδεσμεύονται απ’ τις δαγκάνες του σάπιου καθεστώτος, η συλλογικότητα, που αναζητείται, θέλουν να ‘ναι τέτοια, που θα εκφράζει την ενόχληση, την οργή, την απόγνωση, την πληγωμένη αίσθηση δικαίου και την αποφασιστική απαίτηση για τιμωρία των υπαιτίων. Θέλουν να ‘ναι τέτοια που δεν θα σπρώχνει αυτά τα βαθειά ανθρώπινα αισθήματα κάτω απ’ το χαλί κάποιας πολιτικής ορθότητας, κάποιας αόριστης και βολικής «τήρησης νομιμότητας», αλλά που θα τα αγκαλιάζει και θα τα νοηματοδοτεί για το κοινό συμφέρον, για το οποίο πολλοί δηλώνουν έτοιμοι να θυσιάσουν εναπομείναντα «ατομικά» προνόμια.
Αν η Αριστερά δεν μπορεί να συνδιαμορφώσει τέτοιες συλλογικότητες, η Χρυσή Αυγή μπορεί. Πολλά μπορούν να καταλογιστούν σε αυτό το κόμμα-κίνημα, πολλά περισσότερα, όμως, οι πρακτικές του μας καλούν να αναλογιστούμε σε επίπεδο πρωτογενές. Για παράδειγμα: Μπορεί να επιδιωχθεί πολιτική ενότητα με όρους μη κατανοητούς από τα υποκείμενά της; Είναι δευτερεύουσας σημασίας το γεγονός ότι για πολλούς ανθρώπους -και μάλιστα αγαπημένους μας- τα πράγματα πρέπει να είναι απλά, οι εχθροί προφανείς και οι κινήσεις ξεκάθαρες; Γιατί είναι σήμερα ελκυστική, αλλά και εφικτή, η συνάρθρωση ανθρώπινων δυνάμεων σε έναν δεσμό πολιτικής πάλης με χαρακτήρα κοινωνικών παρεμβάσεων; Ο ριζοσπαστισμός είναι τσιφλίκι της Αριστεράς ή της Χρυσής Αυγής; Ή μήπως είναι κοινωνικός; Και ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός «κεφαλαιοποιείται» ή κερδίζεται καθημερινά; Ακόμη, τα εθνικά ζητήματα άπτονται της τάξης της φαντασιακής κοινότητας (μόνο), άρα συνιστούν αφηρημένο «αντικείμενο αποδόμησης» (μόνο), ή υπάρχουν πραγματικά στην Ελλάδα των μνημονίων (λ.χ. η προωθούμενη πώληση των λιμανιών της χώρας σε ιδιώτες), άρα συνιστούν συστατικό του ζητούμενου πολιτικού αγώνα για διέξοδο της κοινωνίας από την κρίση;
Ενώ, λοιπόν, η Αριστερά… τοποθετείται πέριξ μαξιμαλισμών και «νομιμότητας», εντείνονται οι προσπάθειες του επιχειρηματικού κατεστημένου, του πολιτικού συστήματος και των κυρίαρχων ΜΜΕ, να παρουσιάσουν την κρίση σαν «πληγή του Φαραώ» που τάχα έπεσε πάνω μας για κάθε πιθανό κι απίθανο λόγο – με εξαίρεση, βέβαια, την διαπλεκόμενη απληστία τους. Στο κολοσσιαίο αυτό εγχείρημα λαϊκής εξαπάτησης η Χρυσή Αυγή τούς έρχεται «κουτί», ειδικά στον βαθμό που κρύβουν το γεγονός της τετράγωνης λογικής της –συστημικής, εκ των άνω επιτεινόμενης- οικονομικής ύφεσης: «Το κράτος, όχι μόνο δεν την καταπολεμά [την ύφεση], αλλά και όλα τα μέτρα που επιβάλλει την επιδεινώνουν, οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση και σε ακόμη πιο βαθύ αδιέξοδο, τόσο για την οικονομία και τους εργαζόμενους, όσο και για το ίδιο το κράτος» (Κ. Βεργόπουλος, «Μεταξύ απάτης και τραγωδίας»). Μπρος στην κοινή αλλά «παράλογη» απειλή, που δεν επιτρέπεται να συνιστά αντικείμενο λογικών επεξεργασιών προς εξεύρεση συλλογικών μέσων προστασίας, είναι αναμενόμενο το συλλογικό να εκτρέπεται στο συγχωνευτικό, στο αγελαίο. Αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη αποφασιστικής και κατανοητής πρότασης προχωρήματος με προοδευτικό πρόσημο, κάνει ανθρώπους να αναζητούν με πρωτόγονη αγωνία το «λίγο καλύτερα» του χθες και, μέσα από καθημερινές ματαιώσεις, να το εξιδανικεύουν τόσο, ώστε να αποθεώνεται τελικά το «χθες» εν γένει, ως αναπόσπαστο του «καλύτερα». Κι έτσι κάπως, αφού βρεθεί ο κατάλληλος κοινωνικοπολιτικός καταλύτης (βλέπε Χρυσή Αυγή), ολόκληρες κοινωνικές ομάδες προσεγγίζουν την μετάβαση στο επόμενο στάδιο: αυτό της μαζικής εφόδου στα απώτερα, μαγικά βάθη του σπηλαίου του παρελθόντος – αρχαιοελληνικού ή ελληνορθόδοξου, δεν έχει και πολλή σημασία, απ’ την στιγμή που συνιστά προνομιακό χώρο της πολιτικής αντίδρασης (με την μαρξιστική έννοια), χάρη και στον ελιτισμό τμημάτων της Αριστεράς της μεταπολεμικής ήττας και της μεταμοντέρνας αυτιστικής κριτικής.
Όποιος βλέπει την παραπάνω κίνηση σαν προχώρημα προβάτων από το ένα μαντρί στο άλλο, υποτιμά το κοινωνικό και το πολιτικό από θέση ιδεολογική. Βολική θέση; Όχι μόνο αυτό, αλλά θέση απολογητική εντός του συστημικού αδιεξόδου. Μιλώντας για το τελευταίο αυτό, πρέπει να αναγνωρίζουμε όχι ως «φάρσα» ούτε ως «τρόμο» την κοινωνικά γειωμένη δυναμική του εν Ελλάδι ακροδεξιού/νεοναζιστικού κινήματος, αλλά ως κομμάτι του συστημικού αδιεξόδου και ως μέρος μιας ευρύτερης κίνησης αυταρχικοποίησης με ή χωρίς την Χρυσή Αυγή. Μιας κίνησης που υπερβαίνει τα σύνορα της χώρας μας και έχει ως στόχο την πλήρη υποταγή των λαών στο παγκόσμιας κλίμακας, νεοφιλελεύθερο επαναμοίρασμα της πίττας (βλέπε, λ.χ., την δραστηριοποίηση της FRONTEX υπό τα κελεύσματα της Ε.Ε. ή τον νόμο της Πολιτείας της Αριζόνα, στις ΗΠΑ, για αστυνομικό έλεγχο των πολιτών βάσει του χρώματος του δέρματός τους). Ένα μεγάλο μέρος κοινωνικών στρωμάτων, που επί μακρόν είχαν συνηθίσει να ζουν με σχετική άνεση και μέσα σε τρία χρόνια έχουν γνωρίσει τον ζόφο της οικονομικής και κοινωνικής περιθωριοποίησης, αναζητούν συσχετισμούς σύγκρουσης με τα νέα δεδομένα. Από την στιγμή που η Αριστερά αμφιταλαντεύεται, οι άνθρωποι αυτοί έλκονται από τον ακροδεξιό λόγο, που τούς είναι κατανοητός, και τις επιλεκτικές αλλά στοχευμένες πρακτικές του, που έχουν -εφήμερο έστω- ορατό αποτέλεσμα. Συμπολίτες μας έχουν πέσει σε απόγνωση και θέλουν γρήγορες λύσεις, που αν δεν τους κινούν προς τα εμπρός, θα τους επαναφέρουν στο παλιό τους βιοτικό επίπεδο. Βέβαια, η κρίση είναι τέτοιου βάθους και έκτασης, που νέο σημείο ισορροπίας θα επέλθει μεν αργά ή γρήγορα, ωστόσο ούτε κατά διάνοια πλησίον του «καλύτερου (βολικότερου) χθες», αλλά με βαθιές αλλαγές και όχι μόνο οικονομικές, αλλά και κοινωνικές και πολιτισμικές.
Τους πόνους της γέννας αυτών των αλλαγών ζούμε ήδη και με την άνοδο της επιρροής της Χρυσής Αυγής, όχι τόσο στο πλαίσιο μιας αναβίωσης του ναζιστικού κινήματος του μεσοπολέμου (αν και από αυτό εμπνέεται), όσο στο πλαίσιο μιας «δημοσιονομικής ενοποίησης» της Ε.Ε. με όρους κατατεμαχισμού των εθνών-κρατών σε επιμέρους «ελεύθερες οικονομικές ζώνες» (αν προχωρήσει ο σχεδιασμός αυτός, να μην εκπλαγούμε αν δούμε τέτοιες ζώνες να περικλείουν περιοχές εκατέρωθεν εθνικών συνόρων, σε μια νεοθιλελεύθερη υπέρβασή τους, που διαχωρίζει τους ανθρώπους με αποικιοκρατικά, οικονομίστικα κριτήρια). Το έδαφος δεν προλειαίνει μονάχα ο Φούχτελ, που έχει πάρει σβάρνα την επικράτεια και «κάνει διάλογο» με τους Περιφερειάρχες. Το έδαφος προλειαίνει και η απόσυρση του κράτους από τις προνοιακές του αρμοδιότητες, η κάλυψη του σχετικού κενού από ακτιβιστικές δράσεις της Χρυσής Αυγής και ο έλεγχος του δημόσιου χώρου απ’ αυτήν. Μην περιμένετε, λοιπόν, να δείτε χρυσαυγίτες στα Βόρεια Προάστια – το επίσημο κράτος θα φροντίζει περισσότερο απ’ όσο πριν για τις περιοχές αυτές. Τι θα γίνει, όμως, με τις περιοχές που υποβαθμίζονται και στις οποίες οι περισσότεροι ζούμε; Το παιχνίδι παίζεται ήδη εκεί, δηλαδή στο «εδώ» καθενός μας, και άρα κάθε άρθρωση αφηρημένου φόβου για ολοκληρωμένο ναζιστικό καθεστώς στην χώρα δεν είναι παρά εκδήλωση παθητικότητας, ελιτισμού, μετάθεσης της ευθύνης στον χώρο και τον χρόνο. Και απογοήτευσης, ελλείψει αποφασιστικής συλλογικότητας με προοδευτικό πρόσημο και καθημερινή δράση.
Το ευχάριστο και ευοίωνο έγκειται στο ότι, ακριβώς επειδή η αστική δημοκρατία καταβαραθρώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα -εφ’ όσον τέτοια δημοκρατία σε ολοκληρωμένη μορφή η Ελλάδα γνωρίζει μετά το 1974- μπορούμε να περιμένουμε μια βαθύτερη κατανόηση της έννοιας της δημοκρατίας σε κάθε επίπεδο. Τόσο από την πλευρά της συμμετοχής των ανθρώπων στην πολιτική, όσο και στην σχέση που υπάρχει ανάμεσα στους τρόπους διοίκησης και στους τρόπους παραγωγής, αλλά ακόμα ανάμεσα σε αυτούς τους δυο και στους τρόπους επικοινωνίας. Αυτή η αυθόρμητη κίνηση πολιτών προς επανορισμούς της έννοιας και της άσκησης της δημοκρατίας -την ζήσαμε στις πλατείες το 2011, συνεχίζεται στις λαϊκές συνελεύσεις γειτονιών, στα τοπικά κινήματα ενάντια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση και σε άλλα αμεσοδημοκρατικά εγχειρήματα- μπορεί να καρποφορήσει νέους θεσμούς, ανοίγοντας ελπιδοφόρους δρόμους στο λαϊκό και το εργατικό στοιχείο. Το ζήτημα είναι πόσο γρήγορα θα γίνουν αυτές οι αλλαγές, καθώς ο χρόνος τελειώνει για την χώρα. Το καθήκον μιας Αριστεράς, που θέλει να είναι πράγματι Ριζοσπαστική, είναι να συμβάλει στον μετασχηματισμό της Ανάγκης σε Λόγο, έναν Λόγο όχι απλά θεωρητικό -ένα κενό αίτημα- αλλά έναν Λόγο-Πράξη και να τον περιβάλλει με μια νέα Αισθητική ζωτικά συνδεδεμένη με τον λαό.
Η Αριστερά σύντομα πρέπει να θέσει ως πρώτο καθήκον της την ενεργό συμμετοχή στην αυτο-οργάνωση της κοινωνίας. Ειδάλλως, η κοινωνία για να επιβιώσει, θα βρει μεν τον δρόμο, αλλά προχωρώντας σε μονοπάτια άλλα, επικίνδυνα, κανιβαλικά. Την στιγμή αυτή, που γράφουμε, πιστεύουμε ότι απαιτείται η με κάθε μέσο στήριξη και επέκταση των δομών κινηματικής, αντιστασιακής αλληλεγγύης με αμεσοδημοκρατικές μορφές ελέγχου σε κάθε στάδιο, έτσι ώστε να φαίνεται στην πράξη ότι είναι πιο πλούσιος, πιο δυνατός, πιο μακρόχρονος τρόπος η πλατιά δημοκρατική συλλογικότητα, στον αντίποδα του στενόμυαλου, αυταρχικού και συγχωνευτικού τρόπου του ολοκληρωτισμού. Χρειαζόμαστε δομές με αμεσοδημοκρατικό πνεύμα ως υγιή βάση συσπείρωσης των ανθρώπων. Πρέπει να γίνουμε μπροστάρηδες για να γεμίσει η κοινωνία με κοινωνικά ιατρεία, δίκτυα ανταλλαγής, λαϊκά πολιτιστικά κέντρα, συλλογικές κουζίνες, πρωτοποριακούς καλλιεργητικούς συνεταιρισμούς βάσης, εργοστάσια κατειλημμένα από εργάτες όταν η εργοδοσία φτάνει σε σημείο να διαλύσει την παραγωγή – και με όλα αυτά κι όσα ακόμη ανθίσουν επί της κοινής δράσης, να αναφέρονται και να συνενώνονται σε λαϊκές συνελεύσεις υπό το πρόταγμα μιας παραγωγικής και πολιτιστικής ανασυγκρότησης της χώρας. Αλλά και τα πολιτικά μορφώματα της Αριστεράς θα πρέπει ως τέτοια να προχωρήσουν σε ριζική εσωτερική αναδιάταξη, να απλωθούν, να ξεφύγουν απ’ την αποστείρωση των κομματικών μηχανισμών, του παραγοντισμού, της πεφωτισμένης πρωτοπορίας που δρέπει χωρίς να περιχωρεί, που δίνει χωρίς να προσφέρεται.
Σε καμιά περίπτωση δεν υπονοούμε ότι οι κινήσεις αυτές θα μας σώσουν από την κρίση και την διεθνή νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, πιστεύουμε, όμως, μαζί με άλλους πολλούς, ότι μπορούν να προχωρήσουν, από απαραίτητες νησίδες άμεσης ανακούφισης σε μια απτή βάση συσπείρωσης του κόσμου για τον μεγάλο αγώνα, ο οποίος θα γίνει βεβαίως στο επίπεδο της διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας. Στην πραγματικότητα, ο αγώνας διεξάγεται ήδη εκεί και η Χρυσή Αυγή το έχει συνειδητοποιήσει πολύ περισσότερο από κάποιους της Αριστεράς, που αντί να ρίχνουν εκεί τις δυνάμεις τους, προτάσσουν ως κυρίαρχο ζήτημα την «σταθεροποίηση της οικονομίας», τεχνοκρατικά, χυδαία οικονομίστικα και φαταλιστικά («πέσε μήλο, να σε φάω…»)
Ένα είναι σίγουρο: αυτήν την φορά η εξουσία δεν θα «έρθει» και μάλιστα τόσο απλά, από μια καλή επικοινωνιακή διαχείριση των τηλεοπτικών «πάνελ», με τα πετυχημένα συνθήματα ή μόνο με τα πειστικά προγράμματα. Ευτυχώς! Η πρόσβαση στην πολιτική εξουσία περνά πλέον μέσα από την ζώσα κοινωνία, στην καθημερινότητά της, τόσο αναπόσπαστα ώστε να μην μπορεί η εξουσία να ασκηθεί χωρίς την συμμετοχή του λαού, δηλαδή την δική μας συμμετοχή.
Δεν θέλουμε να μειώσουμε την σημασία των κοινοβουλευτικών διαδικασιών και θεσμών. Αυτές όμως είναι ανάγκη να τις δούμε υπό νέο πρίσμα και ως τμήμα ενός σύνθετου, πολυδιάστατου σχήματος, στο πλαίσιο του οποίου ή θα επανασυνδεθούν δια της Ριζοσπαστικής Αριστεράς με την Κοινωνία που πονά, ή θα παραδοθούν αμαχητί σε φασιστικά κινήματα και γενικότερα αυταρχικά καθεστώτα σε συνθήκες κοινωνικού κατακερματισμού – για να μην κολλάει το μυαλό μας στην υψηλής αριστερής αναγνωσιμότητας «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», αλλά να βλέπουμε και τις εντελώς σύγχρονες περιπτώσεις του Πούτιν στην Ρωσία και των εκτεταμένων δικτύων κοινωνικής στήριξης, που δημιουργούν τα λαθρεμπορικά καρτέλ στην Λατινική Αμερική, στην Υποσαχάρια Αφρική και στην Νοτιοανατολική Ασία.
* Ο Αλέξανδρος Σταθακιός και ο Νίκος Λάιος είναι Θεολόγος-Κοινωνιολόγος και Κοινωνικός Ανθρωπολόγος, αντίστοιχα, εργαζόμενοι σε Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων, Μέλη του Δ.Σ. του Σωματείου Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης