Η ιογενής ηπατίτιδα Β και C αποτελεί πρόβλημα δημόσιας υγείας παγκοσμίως. Σε όλο τον κόσμο περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια άτομα έχουν μολυνθεί με τον ιό της ηπατίτιδας Β, από τα οποία περίπου 350 εκατομμύρια είναι χρόνιοι φορείς. Όσον αφορά στην ηπατίτιδα C, έχει υπολογιστεί ότι το 3% του πληθυσμού της γης, δηλαδή 200 εκατομμύρια άτομα, είναι χρόνιοι φορείς της νόσου. Η εκρίζωση των ιογενών ηπατιτίδων πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα των συστημάτων υγείας. Για να επιτευχθεί χρειάζεται συντονισμένη προσπάθεια, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόληψη, η έγκαιρη διάγνωση και η θεραπεία.
Στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγματοποιείται για δύο μέρες (3-4 Ιουνίου 2014) στην Αθήνα συνάντηση υψηλού επιπέδου από το υπουργείο Υγείας, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.) και την Hepatitis Public Policy Association με θέμα «Οικονομική Κρίση και Περίθαλψη – Διασφαλίζοντας την Πρόσβαση σε Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας: Η Περίπτωση της Ηπατίτιδας B και C». Κεντρικός σκοπός της συνάντησης είναι η διαμόρφωση κοινών πολιτικών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για την ενημέρωση, πρόληψη, θεραπεία και αντιμετώπιση της εξάπλωσης των ιογενών ηπατιτίδων B και C.
Η συνάντηση έχει πολύ μεγάλη σημασία δεδομένου ότι πρόσφατα έχουν κυκλοφορήσει νέα φάρμακα που οδηγούν ακόμη και στην πλήρη ίαση της ιογενούς ηπατίτιδας. Αν και το κόστος της θεραπείας είναι μεγάλο, το όφελος είναι αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερο. Η θεραπεία βελτιώνει την υγεία και τη ζωή των ασθενών και σε υψηλό ποσοστό μπορεί πλέον να εκριζώσει τον ιό, κυρίως της ηπατίτιδας C. Πέρα από τη μεγάλη σημασία για τον ίδιο τον ασθενή, είναι σημαντικό ότι δεν μπορεί πλέον να μεταδώσει τον ιό σε άλλους. Η εξέλιξη αυτή ανάγει τα φάρμακα αυτά σε φάρμακα δημόσιας υγείας. Χωρίς θεραπεία η λοίμωξη μπορεί να καταλήξει σε κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνο, επιπλοκές που επιβαρύνουν την πρόγνωση του ασθενούς, αλλά αυξάνουν πολύ και το κόστος νοσηλείας.
Οι ασθενείς με χρόνια λοίμωξη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης κίρρωσης και ηπατοκυτταρικού καρκίνου. Δεδομένου ότι πολλές φορές η ιογενής ηπατίτιδα είναι ασυμπτωματική, πολλοί ασθενείς δεν γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί, με αποτέλεσμα αφενός η νόσος τους να εξελίσσεται και να διαγιγνώσκονται όταν είναι ήδη αργά και αφετέρου να αποτελούν πηγή διασποράς των ιών σε άλλους ανθρώπους συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας σιωπηλής επιδημίας.
Η Ελλάδα ανήκει στις περιοχές με ενδιάμεση ενδημικότητα και υπολογίζεται ότι 300.000 άνθρωποι είναι φορείς της ηπατίτιδας Β, ενώ πρόσφατες μελέτες εκτιμούν ότι το ποσοστό επιπολασμού της HBV λοίμωξης στο γηγενή ελληνικό πληθυσμό είναι 1,2%. Για την ηπατίτιδα C στο γενικό πληθυσμό το ποσοστό της λοίμωξης υπολογίζεται σε 1.9%, δηλαδή περίπου 200.000 άτομα έχουν μολυνθεί από τον ιό.