Ξεχωριστές, μοναδικές, βροχερές ή ηλιόλουστες με κρύο ή με ζέστη στο κέντρο της Αθήνας!
Ποτέ και κανείς δεν τις θυμήθηκε, δεν τις τραγούδησε αυτές τις Κυριακές τις συγκεκριμένες, ποτέ και κανείς δεν τις μνημόνευσε γιατί δεν έτυχε να γευτούν την ομορφιά τους, δεν τις περπάτησαν τις Κυριακές αυτές, δεν αφουγκράστηκαν τους ήχους της Πόλης σε αυτό ακριβώς το σημείο, δεν άκουσαν τις κουβέντες και τα μυστικά που λέγονταν, τους χαιρετισμούς και τα χαμόγελα που αντάλλασαν οι επισκέπτες της πλατείας, τα επιφωνήματα χαράς ή λύπης για όσα διαμείβονταν ανάμεσα στους κυριακάτικους περιπατητές άνδρες και γυναίκες, ίσως και να μην καταδέχθηκαν, για λόγους ψωρο/υπερηφάνειας, να μιλήσουν και για τις δικές μας γυναίκες, τις Μανάδες, τις Γιαγιάδες, τις προγιαγιάδες μας που υπήρξαν κι ετούτες όμορφες και δροσερές σαν τα ανοιξιάτικα κρίνα, τις κοπέλες που έφευγαν κάποτε από το φτωχό νησί μας αναζητώντας δούλεψη και μια καλύτερη ζωή στα μεγάλα αρχοντικά πλουσιόσπιτα της Πρωτεύουσας… του κυρίου τάδε ή του κυρίου δείνα με τα εργοστάσια στο Μοσχάτο, στον Πειραιά ή στον Ταύρο, με τις εταιρίες «εισαγωγών και εξαγωγών» και που μόνο το όνομα τους, έφερνε μία «περίεργη» φήμη ακόμα και στο «δουλικό» που τους υπηρετούσε.
Υπηρέτριες λοιπόν και «σουφραζέτες» μαζί, φεμινίστριες και επαναστάτριες συγχρόνως για τα μέτρα της εποχής όπου κυριαρχούσε το πρότυπο της γυναίκας «σκλάβας» του νοικοκυριού, που δεν είχε δικαίωμα να αντιμιλήσει στον άντρα και στα πεθερικά τους οποίους έπρεπε να υπηρετεί αγόγγυστα και να κάνει παιδιά… αλίμονο στην «στέρφα» δικό της ή όχι το «φταίξιμο εκείνη έπαιρνε και το στίγμα της άχρηστης, της στείρας!… δουλειά, δουλειά, μόνο δουλειά… να διασκεδάσει; Ούτε συζήτηση σχεδόν απαγορευτικό, θυμάστε τι έπαθε η καημένη Μάνα στο «αμάρτημα της μητρός μου» του Βιζυηνού…, αυτά αλλού, όχι στη Νικαριά, κι ας είχαν τότε τα πάντα αρσενική χροιά.
Οι Καριωτίνες όμως αλλιώς μετρούσαν τη ζωή τους κι αλλιώς αναμετρήθηκαν μαζί της, αλλιώς πορεύτηκαν κι αλλιώς πάλευαν τις δυσκολίες, ακόμα και τα προικοσύμφωνα που έγραφαν ήταν γεμάτα με δικέλια, δρεπάνια, τσάπες, βυτίνες για το κρασί ή το λάδι εργαλεία της βιοτής και πολύ λιγότερα κεντητά σεμεδάκια ή ασημένια κουταλάκια ή κρυστάλλινα ποτήρια για τον μπουφέ, δεν τα καταδέχονταν και πολύ ετούτα… σκληρά χρόνια, σκληροί κι οι άνθρωποι!
Μαγείρισσες, καμαριέρες, παραμάνες, πλύστρες, καθαρίστριες για όλα! με αξιοπρέπεια και «εν τιμή» κέρδιζαν το βιος τους με μεγάλη βεβαίως εκμετάλλευση σε όλα τα επίπεδα κι όμως άντεξαν κι όχι μόνο άντεξαν μα στάθηκαν κι αντιστάθηκαν και προόδευσαν κι έκαναν οικογένειες, μεγάλωσαν και μόρφωσαν παιδιά, πόσους επιστήμονες έχουμε με τέτοιες Μάνες που μας τιμούν και που καμαρώνουμε σήμερα εμείς οι Ικαριώτες! Προσπαθώντας να ζήσουν με όσα έπαιρναν βοηθούσαν και τους δικούς που άφηναν πίσω. Υποκλινόμαστε σε αυτές.
Τις Κυριακές όμως α! οι Κυριακές ήταν δικές τους, κατάδικές τους! έπαιρναν την έξοδο τους, τα ρεπό που λένε σήμερα κι απ΄ όλα τα σημεία της Πόλης κατέβαιναν για να ανταμώσουν όλες μαζί στο «Ζάππειο» σωστό πανηγύρι!
Εκεί συναντιόνταν η Μαρία από τις Ράχες, η Κατερίνα απ΄ τα Κοσσοίκια, η Σοφία από Μάραθο, η Γιαννούλα από Περδίκι, η Λευτερία από Μαγγανίτη, η Καλλιόπη από Αρέθουσα… όλες από όλα τα χωριά… ποτέ δεν μπερδεύονταν και ποτέ δεν χάνονταν μεταξύ τους.
Ό,τι καιρό κι αν είχε το ραντεβού δεν ακυρωνόταν αλίμονο να ακυρωθεί! γι΄ αυτές τις συναντήσεις μπορούσαν να διανύσουν χιλιόμετρα ακόμα και με τα πόδια, ήταν η μεγαλύτερη χαρά που την περίμεναν κάθε βδομάδα πως και πως!
Εκειδά καταμεσής της πλατείας έδιναν κι έπαιρναν οι κουβέντες, τα πειράγματα, τα χαχανητά ή και τα κλάματα για τα θλιβερά που πληροφορούσε η μία την άλλη… ήταν τότε που οι ειδήσεις έφταναν πολύ αργά, τόσο αργά ώστε πολλές φορές ο θάνατος προσφιλούς προσώπου έφτανε με το 40/μερο μνημόσυνο ή ο γάμος με τη βάφτιση του μωρού (υπήρχε ακόμη η συνήθεια ο γάμος να προηγείται).
Εκεί τα κουτσομπολιά, εκεί και τα καλάθια που έρχονταν με τα μπρουβο/βλάσταρα της Νικαριάς και τις «χουρμάδες» ή τους μανίτες εκεί κι οι έρωτες κι οι συναντήσεις, οι γνωριμίες… πόσοι γάμοι δεν έγιναν με νέους από άλλες περιοχές της Ελλάδας, κι έφταναν μετά ως «ξένοι» στο νησί αλλά που γρήγορα «αφομοιώνονταν» κατά πως λένε οι κοινωνιολόγοι από τους ντόπιους και γίνονταν και τούτοι στους τρόπους κάτι «σαν Καριώτες»! γρήγορα μαθαίνει ο άνθρωπος τις συνήθειες των άλλων φτάνει να το φέρει η ανάγκη…
Κι ήταν οι Κυριακές εκείνες δώρο θεού! γιορτή πες σ΄ ένα μεγάλο αλώνι, όπου έσμιγαν οι άνθρωποι άνδρες και γυναίκες για να θυμούνται τον τόπο τους, τους δικούς τους, τα σπίτια τους… ναι! γι αυτό αντάμωναν πιο πολύ από φόβο μην ξεχάσουν και χαθούν, μην αλησμονήσουν και ξεκόψουν, μην ξελογιαστούν και δεν ματαγυρίσουν… Κάθε φορά που τυχαίνει να βρίσκομαι εκεί κάθομαι στην περιβόητη «αίγλη του Ζαππείου» μου αρέσει να παρατηρώ τον κόσμο και την πλατεία και τότε είναι που ξαναβλέπω την θεία Πόπη να δίνει σε μια φίλη της την συνταγή του σαρακοστιανού χαλβά. Ακούω και πάλι: «ένα, δύο, τρία, τέσσερα, αν θυμάσαι αυτή την αναλογία τον έχεις πετύχει με βεβαιότητα α! και που είσαι μπόλικη κανέλλα, μην τσιγκουνεύεσαι ποτέ την κανέλλα»! Η αλήθεια ότι προσπαθώ κι εγώ χρόνια τώρα αλλά πάντοτε λείπει κάτι από την μυρωδιά… αυτή την μυρωδιά που ατόφια μπήκε μες στη μνήμη όταν ερχόταν η θεία τα καλοκαίρια και μας έφτιαχνε τον αγαπημένο για όλους χαλβά!
Κι αυτή όπως και να την πεις, «Η αριστοκρατική σκιά του Ζαππείου» προστάτευε κατά κάποιο τρόπο τις Καριωτίνες στην άκρη της ιστορίας εκεί που η δική τους ζωή προετοίμαζε χωρίς καν να το υποψιάζονται κι οι ίδιες και την δική μας ζωή! κι ας ήταν ταπεινές υπηρέτριες πλουσίων, ποτέ μα ποτέ όμως δούλες! Και τι μ΄ αυτό; πιο πολύ ίσως γι΄ αυτό!
Χαρούλα Κ. Κοτσάνη