Ένα μικρό διήγημα που γράφτηκε για τον μεγάλο λογοτεχνικό διαγωνισμό των Atenistas με τίτλο “Δρόμοι της Αθήνας” και επιλέχτηκε μέσα στα 30 καλύτερα διηγήματα ανάμεσα σε έναν αριθμό 588 συμμετοχών!
Ο Ηλίας(Φουντούλης) ποτέ δεν κατάλαβε πώς έγινε αυτό…
Η ιστορία βασίζεται σε ημιαληθινά γεγονότα και ημιανακρίβειες!
Ευχαριστώ προσωπικά την Κατερίνα Παππού για τις πολύ ατμοσφαιρικές εικόνες που χάρισε στο κείμενο – (Όταν βρήκε λίγο χρόνο ανάμεσα στο προηγούμενο και το επόμενο αστείο-κόμικ με ήρωα τον Αριστοτέλη Ρήγα, που της μονοπωλεί τον χρόνο και τις καλλιτεχνικές ανησυχίες το τελευταίο διάστημα!)
«Αυτός ο πέτρινος λόφος που αποτελεί το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Κυψέλη, το Γαλάτσι και τα Πατήσια είναι γνωστός ως λόφος της Αλεπότρυπας. Παλιά ήταν διάσημος για τα νταμάρια του και για το εξαιρετικό μάρμαρο που έβγαζε. Εμένα που με βλέπεις είχα δουλέψει εκεί μικρός, είχα σκάψει και είχα κουβαλήσει εκατοντάδες καρότσια πάνω κάτω στην Ανάφης.
Μια μέρα όμως λατομώντας το βράχο ανακαλύψαμε μια σπηλιά.
(click για μεγαλύτερη εικόνα)
Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη στιγμή. Ένας γεροδεμένος Ικαριώτης εργάτης ο Στεφανής, έριξε μια με την αξίνα του και ξεκόλλησε ένα κομμάτι σαν αυτοκίνητο! Παραλίγο να τον πλακώσει. Όταν έκατσε το χώμα και η μαρμαρόσκονη που σηκώθηκε, αποκαλύφθηκε η είσοδος…
Με κάτι λάμπες πετρελαίου φωτίσαμε το χώρο και μπήκαμε μέσα. Ήταν μικρή, παγωμένη και αμυδρά αφιλόξενη. Σε έκανε να νοιώθεις ανεπιθύμητος από την πρώτη στιγμή. Και ύστερα είδαμε το ρήγμα.
Ο βράχος που πατούσαμε ήταν σπασμένος, χωριζόταν με δυο άσχημα χείλη με άκρες κοφτερές, ένα ρήγμα που ξεκινούσε από τη σπηλιά και χανόταν ως τα σωθικά της γης. Μα το πιο περίεργο γιέ μου, είτε το πιστεύεις είτε όχι, είναι πως ο αέρας μύριζε θάλασσα!
– «Μπορεί να έφτανε στα ορυχεία της Μόρια! Κάνε μου τη χάρη ρε παππού σε παρακαλώ! 16 χρονών είμαι! Άκου μύριζε θάλασσα, σε μια σπηλιά, σε ένα λόφο, στο Γαλάτσι».
– «Άκου με που σου λέω! Αρχίσαμε να το ψάχνουμε με σπηλαιολόγους της εποχής, τοπογράφους και αρχιτέκτονες και βρήκαμε πως το ρήγμα ήταν τόσο μεγάλο που διέσχιζε όλο το λόφο της Αλεπότρυπας από άκρη σε άκρη και ποτέ δεν βρήκαμε ούτε πού κατέληγε, ούτε πόσο βαθύ ήταν. Μάλιστα τα σπίτια και οι πολυκατοικίες που χτίστηκαν εκεί, στέκουν ακριβώς πάνω από το ρήγμα. Για τρεις τέσσερις δεκαετίες άδειαζαν όλα τα χώματα και τα μπάζα από κάθε έργο που γινόταν εκεί και σχεδόν όλους τους βόθρους και το ρήγμα δεν γέμισε ποτέ».
Ξύπνησα το επόμενο πρωί και σκεφτόμουν την ιστορία του παππού. Την σκεφτόμουν καθώς πήγαινα σχολείο στη Γκράβα, τη σκεφτόμουν σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος και αποφάσισα ότι έπρεπε να τη μοιραστώ με τους κολλητούς, ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι θα με τάραζαν στη φάπα επειδή θα το θεωρούσαν βλακεία! Μετέφερα τα γεγονότα όπως μου τα περιέγραψε ο παππούς, προσθέτοντας λίγη σάλτσα παραπάνω για να τους τραβήξω την προσοχή.
Με συνοπτικές διαδικασίες – και μερικές απαραίτητες πλην όμως χλιαρές φάπες – οργανώθηκε εξερευνητική αποστολή μετα κοπάνας για την επόμενη μέρα και με συμμετοχή τεσσάρων θαρραλέων μελών που θα έδιναν –εκτός από φάπες – και τη ζωή τους ο ένας για τον άλλον.
Ο Κόκκαλης, ο Βλάχος και εγώ, την επόμενη μέρα το πρωί συναντηθήκαμε στο στίβο της Γκράβας. Ο τέταρτος της παρέας ο Νιάου, μας έστειλε μήνυμα ότι θα έρθει να μας βρει αργότερα γιατί είχε μια δουλειά.
– «Είσαι ο μοναδικός που κάνει κοπάνα από κοπάνα. Γιαυτό είσαι Νιάου. Ψάξε να μας βρεις» του απάντησα και ξεκινήσαμε για την οδό Ελικώνος.
(click για μεγαλύτερη εικόνα)
Ήταν ο δρόμος που «αγκάλιαζε» ολόκληρο το λόφο της Αλεπότρυπας περιμετρικά. Θα τον περπατούσαμε κατά μήκος, θα διασχίζαμε το αλσύλιο στην κορυφή του λόφου και βασικά θα εξερευνούσαμε όλη την περιοχή μέχρι να βρίσκαμε το ρήγμα.
Μια εβδομάδα πριν τις διακοπές του Πάσχα και ο καιρός είχε ήδη αρχίσει να ζεσταίνει ενοχλητικά. Έχοντας βγάλει τα φουτεράκια, κυκλοφορούσαμε με λευκές εσωτερικές φανέλες σέρνοντας πίσω βαριεστημένα τις σχολικές τσάντες. Ανηφορήσαμε την Ταϋγέτου και πήραμε την Ελικώνος από την αρχή. Όλοι ξέραμε περίπου πού βρίσκεται αλλά δεν είχε τύχει να την περπατήσουμε ποτέ.
Δεν ξέραμε ακριβώς τι ψάχναμε και μεταξύ μας δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία. Απλά η κοπάνα με στόχο, ακόμα και απροσδιόριστο, είναι πολύ καλύτερη από μια απλή κοπάνα!
Χαζογελούσαμε και κοροϊδεύαμε ο ένας τον άλλον, ειδικά όταν συνειδητοποιήσαμε ότι σχεδόν όλοι οι κάθετοι της Ελικώνος είχαν ονόματα παντελώς άγνωστα όπως Βέλλερ, Σπον, Κόκκερελ και Χοπφ, οδός για την οποίο ομόφωνα συμφωνήσαμε πως είναι η πιο απότομη κατηφόρα της Αθήνας.
– «Ε βέβαια! Όχι μόνο δεν τους ξέρουμε, αλλά αν συνεχίσουμε τις κοπάνες δεν πρόκειται και να μάθουμε ποιοι ήταν όλοι αυτοί», είπε ο Κόκκαλης παρασέρνοντάς μας σε ένα γέλιο επιβεβαίωσης και απόλυτης ελευθερίας των γλυκών δεκάξι!
Περπατήσαμε όλη την Ελικώνος από την πλευρά του Γαλατσίου μέχρι τα βάθη της Άνω Κυψέλης και δεν συναντήσαμε τίποτα άξιο προσοχής. Αποφασίσαμε λοιπόν να ακολουθήσουμε έναν μικρό χωματόδρομο που έφευγε προς την κατεύθυνση του άλσους λίγο πάνω από την οδό Σπον.
– «Ρε μαλάκες, πώς και έχουμε ολόκληρο άλσος δίπλα στα σπίτια μας και δεν ερχόμαστε ποτέ εδώ να αράξουμε;»
– «Έλα μου ντε!»
– «Γιατί τόσο καιρό βλέπαμε το δέντρο και χάναμε το άλσος» πέταξε και ο Βλάχος, ο αστείος της παρέας.
– «Είσαι καράβλαχος» του φώναξα γελώντας.
Αλσος της κακιά ώρας εδώ που τα λέμε, με κάτι άχαρες πρασινάδες, πολλά πεύκα και αμέτρητα από αυτά τα κίτρινα λουλούδια που γεμίζουν την Αθήνα κάθε άνοιξη, λες και πετάνε τους σπόρους τους από αεροπλάνα μαζί με τα χημικά που μας ψεκάζουν.
Μετρήσαμε σχεδόν όλα τα δέντρα του άλσους, ανεβήκαμε στην κορυφή του βράχου στο ιλιγγιώδες υψόμετρο των 187 μέτρων και απολαύσαμε τη θέα της Αθήνας, και ύστερα πάλι κάτω και δώστου από εδώ και δώστου από την άλλη 140 στρέμματα υποτίθεται ότι είναι ο λόφος, τα περπατήσαμε σχεδόν όλα, αλλά ρήγμα πουθενά.
Τότε μας ήρθε η ιδέα να ψάξουμε ακριβώς πάνω από την οδό Ανάφης μιας και ήταν ότι πιο κοντινό έιχαμε σε στοιχείο από την ιστορία του παππού μου. Στο τέρμα του δρόμου ξεκινάει το γήπεδο ποδοσφαίρου της Αθηναΐδας και ακριβώς από πάνω το γήπεδο μπάσκετ. Τραβώντας μια νοητή ευθεία προχωρήσαμε ίσια μέχρι που φτάσαμε σε ένα σημείο με πολύ πυκνή βλάστηση. Ο πρώτος που το είδε ήταν ο Βλάχος!
– «Εκεί μαλάκες! Κοιτάξτε εκεί!»
Και πραγματικά ανάμεσα στις πρασινάδες και τα λουλούδια εξείχε ένα μεγάλο κομμάτι βράχου και στη μία του πλευρά υπήρχε κάτι που έμοιαζε με τρύπα.
Σχεδόν τρέξαμε προς τα εκεί. Ήμασταν ενθουσιασμένοι, όπως και να το κάνεις! Φτάσαμε στην τρύπα και συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν αρκετά μεγάλη, θα μπορούσες να την πεις και είσοδο σπηλιάς.
– «Κρίμα να μην είναι και ο Νιάου μαζί μας» είπε ο Κόκκαλης και έκανε να μπει διστακτικά μέσα.
Ένα τρομακτικό ουρλιαχτό μας πάγωσε το αίμα και ο Νιάου πετάχτηκε φωνάζοντας από τα βάθη της σπηλιάς. Ο Κόκκαλης πισωπάτησε χεσμένος από το φόβο και του ξέφυγε μια μικρή κραυγούλα.
– «ΧΑ ΧΑ ΧΑ! Γατάκια που θα με πείτε Νιάου! Χεστήκατε ε! Μια ώρα σας παρατηρώ και περιμένω πώς και πώς να έρθετε ως εδώ! Είστε τελείως ηλίθιοι, στόκοι και κόπανοι! Ο παππούς είπε για Ανάφης. Γιατί δεν ξεκινήσατε από εδώ; Γατάκια ε γατάκια!»
Οι φάπες που έφαγε ο Νιάου θα του έφταναν μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα! Ειδικά από τον – ακόμα τρομοκρατημένο – Κόκκαλη που έριχνε και με τα δύο χέρια!
– «Μη βαράτε ρε! Έχω να σας πω πολλά και θα τα ξεχάσω!»
Με την τετράδα μας συμπληρωμένη και την ένταση να έχει φύγει στιγμιαία αφήσαμε ήσυχο τον Νιάου με τον κατακόκκινο σβέρκο να μας πει τα νέα που είχε.
– «Η σπηλιά της Αλεπότρυπας ή σπηλιά της Ελικώνος, ανήκει στο δίκτυο μυστικών στοών της Αθήνας. Μια επιγραφή μπροστά σε μια κρύπτη στον Αγίο Ισίδωρο στο Λυκαβητό περιγράφει ότι ενώνει το εκκλησάκι με αυτή τη σπηλιά μέσα από τα βράχια. Πολλοί μιλάνε για μέρος με αρνητική ενέργεια και δεν είναι τυχαίο ότι εδώ το 70 και το 80 γινόντουσαν πολλά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Επίσης κάτοικοι των κοντινών σπιτιών παραπονιούνται για περίεργους θορύβους, φωνές και ακαταλαβίστικα τραγούδια αργά τη νύχτα ενώ κάποιοι υποψιάζονται ότι ο λόφος είναι στοιχειωμένος και κατοικείται σταθερά από πνεύματα. Οι αποκρυφιστές πιστεύουν ότι οι ψυχές μπαινοβγαίνουν μέσα από το ρήγμα. Ορίστε τα είπα και ησύχασα!»
Νομίζω ότι κανείς μας δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη να μπει μέσα στη σπηλιά μετά από αυτά που ακούσαμε. Μπήκαμε μόνο και μόνο επειδή το έκανε ο Νιάου για να μας τρομάξει.
(click για μεγαλύτερη εικόνα)
Σκούρος γκρι βράχος που κατάπινε το φως ακόμα και δίπλα στο άνοιγμα της εισόδου. Ανάψαμε ένα φακό και φλας από δύο κινητά και δειλά δειλά μπήκαμε όλο και πιο μέσα. Η αίθουσα στένευε, κατηφόριζε για μερικά μέτρα και εκεί το έδαφος τελείωνε και ξεκινούσε το χάος. Απόλυτο μαύρο.
Έπεσα στα τέσσερα και μπουσούλησα μέχρι το χείλος του γκρεμού. Άπλωσα το χέρι με το φακό και φώτισα την άβυσσο. Ήταν σαν να ρίχνω μια κατσαρόλα βραστό νερό στον ωκεανό περιμένοντας να ζεσταθεί. Πήρα ένα πετραδάκι από κάτω και το πέταξα μέσα. Τίποτα, κενό.
(click για μεγαλύτερη εικόνα)
Ο Βλάχος άνοιξε την τσάντα του και έβγαλε από μέσα μια φθηνή μπάλα, δώρο από ένα βενζινάδικο, που κουβαλούσε πάντα μαζί του. Χωρίς να πει τίποτα την πέταξε στην τρύπα. Περιμέναμε 10 λεπτά σε απόλυτη ησυχία και δεν ακούσαμε το παραμικρό!
Πάλι ο Βλάχος έβγαλε από την τσάντα ένα μικρό διαφημιστικό ραδιοφωνάκι. Σήκωσε την κεραία, δυνάμωσε τέρμα την ένταση και το πέταξε μέσα γεμίζοντας το χάος με ραδιοφωνικά κύματα. Το ακούγαμε για δύο, τρία, πέντε λεπτά στο βάθος και μετά κενό.
Δεν περίμενα να βγει από μέσα ούτε ένα σιντριβάνι με λάβα, ούτε ο Κέρβερος, ούτε ένα φάντασμα, ούτε ο διάβολος, ούτε το πλοκάμι του Μέγα Κθούλου, απλά ήθελα να γίνει κάτι, οτιδήποτε.
Απλά βαρεθήκαμε να περιμένουμε και μην ξέροντας πώς να το χειριστούμε φύγαμε. Είχαμε κάνει την ανακάλυψή μας και ήμασταν ενθουσιασμένοι, άσχετα που δεν ξέραμε πώς να την αξιοποιήσουμε. Κανείς δεν μίλησε και κανένας δεν παραδέχθηκε δυνατά ότι μύριζε θάλασσα εκεί μέσα γιατί όντως μύριζε.
Αργά το βράδυ, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος έκανα μια σκέψη αστεία. Φαντάσου λέει, να υπήρχε ένα τούνελ τόσο βαθύ που να έφτανε μέχρι τον πυρήνα της Γης και να συνέχιζε από την άλλη πλευρά! Πετάχτηκα από το κρεβάτι και άνοιξα τον υπολογιστή. Βρήκα ένα site που λέγεται Tunnel to the Other Side of the Earth. Βάζεις την τοποθεσία σου και σου βρίσκει πού θα ήταν η άλλη πλευρά του τούνελ.
Έβαλα στο χάρτη τον λόφο της Ελικώνος και η απέναντι πλευρά βγήκε πως ήταν στο απέραντο πουθενά του Ειρηνικού ωκεανού. Πολύ κοντά στην Τάφρο των Μαριάνων, το βαθύτερο σημείο του κόσμου και το πιο ανεξερεύνητο. Σίγουρα θα συνδέονται!
Ξαναξάπλωσα χαμογελώντας. Η σκέψη μου είχε μια λογική! Αύριο θα το έλεγα στα παιδιά. Και χαλάλι οι φάπες που θα έτρωγα.
Λίγες ώρες αργότερα σε ένα από τα πιο απομονωμένα νησάκια του Ειρηνικού το Pitt, 510 ναυτικά μίλια έξω από τη Νέα Ζηλανδία, ένα παιδάκι μάζεψε από την παραλία μια μπάλα που έγραφε: «Μπάλα Βλάχου. Προσοχή στα τσαρούχια!»