Τυλιγμένος στα κύματα μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας κι ας ήταν κατακαλόκαιρο με έναν ήλιο θεόρατο πάνω από το Καρλόβασι Σάμου, θυμάται τον Γιάννη Ρίτσο η κόρη του η Ερη, μια μέρα σαν την αυριανή αφιερωμένη στη μνήμη του ποιητή της Ρωμιοσύνης, 24 χρόνια από το θάνατό του και 105 από τη γέννησή του.
Ήταν χαράματα Πρωτομαγιάς του 1909, όταν ο μοναδικός Ελληνας ποιητής που ταυτίστηκε με την εργατική Πρωτομαγιά έβλεπε πρώτη φορά το φως της μέρας στο αρχοντικό του Ελευθερίου Ρίτσου πάνω από την πύλη του κάστρου στη Μονεμβασιά. Κι ήταν αυτός που έμελλε να υμνήσει όσο κανείς άλλος τους αγώνες του ελληνικού λαού στη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Ο Ρίτσος κάθε Πρωτομαγιά γιόρταζε και πενθούσε μαζί. Γιόρταζε τα γενέθλιά του ταυτιζόμενος ο ίδιος με τους λαϊκούς αγώνες για ελευθερία και δημοκρατία και πενθούσε μαζί με τη μάνα τού Τάσου Τούση που δολοφονήθηκε (Μάιο του 1936) στις μεγάλες διαδηλώσεις των καπνεργατών Καβάλας στη Θεσσαλονίκη. Το μοιρολόι που έγραψε θρηνώντας και ο ίδιος ένα μερόνυχτο στη σοφίτα του: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω» είναι αφιερωμένο στο θρήνο εκείνης της μάνας πάνω στο άψυχο κορμί του γιου της.
Η κόρη του, η Ερη, τον θυμάται σε πιο ιδιωτικές στιγμές έτοιμο να αναμετρηθεί με τη δύναμη της φύσης. «Οταν πιάνανε τα μελτέμια το καλοκαίρι στη Σάμο και τα κύματα χτυπούσαν στην έρημη ακρογιαλιά, ο Ρίτσος ορμούσε στη θάλασσα. Μετρούσε τα κύματα και στο τελευταίο που είχε καταλαγιάσει λίγο η δυναμή του, έπεφτε στα νερά και άρχιζε να κολυμπάει μεσ’ στο χαλασμό. Οχι μόνο δεν φοβόταν αλλά εγώ σαν παιδάκι είχα την αίσθηση ότι για εκείνον αποτελούσε πρόκληση. Ηταν μια προσπάθεια να νικήσει το φόβο του, να μετρηθεί με τα όριά του και να τραβήξει μακρύτερα, πέρα από αυτά. Και μια και είμαστε κοντά στην 21η Απριλίου, να σας πω ότι το κολύμπι στη θάλασσα στη διάρκεια της δικτατορίας ήταν μια μορφή αντίστασης προς την καταπίεση που μας περιέβαλλε. Ολη η οικογένεια, η μάνα μου κι εγώ και ο μπαμπάς φυσικά, πηγαίναμε κάθε μέρα στη θάλασσα μέχρι το καταχείμωνο τρέμοντας σαν τα ψάρια από το κρύο, θεωρώντας ότι ξεφεύγουμε έτσι από τη μαύρη καθημερινότητά μας, από το μάτι του χωροφύλακα που ήταν πάντα πίσω μας και μας παρακολουθούσε».
– Ετσι, καθώς σας ακούω να μου περιγράφετε αυτές τις σκηνές, αναρωτιέμαι πώς δεν γράψατε κι εσείς ποίηση;
«Εχω γράψει ένα μυθιστόρημα, μια συλλογή διηγημάτων, τρία παραμύθια και έχω προς έκδοση άλλα δύο παραμύθια. Μη με βλέπετε έτσι, είμαι μορφή, αλλά τύπος παρεξηγημένος» λέει και σκάει στα γέλια.
– Άκουσα εσχάτως ότι είστε υποψήφια ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ. Αλήθεια, τι ήρθε στην κόρη του Ρίτσου να ασχοληθεί με τα κοινά;
«Αφήστε τι έχω ακούσει γι’ αυτό. Μιλούν για οικογενειοκρατία και νεποτισμό. Αλλά εμένα με διασκεδάζουν όλα αυτά. Βλέπετε, κληρονόμησα κατιτίς και από τον εγωισμό του Ρίτσου. Ωστόσο, οι καταστάσεις που βιώνουμε είναι τρομακτικές. Εννοείται πως δεν έχω πολιτικές φιλοδοξίες, αλλά τα πράγματα έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο που δεν μπορείς και να απέχεις ιδίως αν έχεις χρόνο και διάθεση να προσφέρεις. Εγώ είμαι πλέον συνταξιούχος, το παιδί μου μεγάλωσε, θεωρώ ότι μπορώ να δώσω χρόνο και ενέργεια».
– Μπορεί, κατά την άποψή σας, να διορθωθεί η κατάσταση με παρεμβάσεις μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο;
«Μόνο μπαλώματα μπορούν να γίνουν. Μέσα στον κόσμο που ζούμε, της παγκοσμιοποίησης και του καπιταλισμού, δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να εφαρμοστούν πολιτικές προς όφελος του λαού. Δεν πιστεύω, για παράδειγμα, ότι το Ευρωκοινοβούλιο θα πάρει αποφάσεις για την αγροτική οικονομία προς όφελος των αγροτών. Αλλά δεν θεωρώ λύση να κάθεσαι στον καναπέ και να ρίχνεις μούντζες για ό,τι βλέπεις να συμβαίνει».
Πρόταση φυγής από τη ζοφερή πραγματικότητα για την Ερη Ρίτσου δεν υπάρχει. Μια παρηγοριά, όμως, προσφέρουν κάποιοι προφητικοί στίχοι γραμμένοι από τον Γιάννη Ρίτσο πριν από 28 χρόνια και δημοσιευμένοι τώρα στη συλλογή του «Υπερώον» (εκδ. Κέδρος):
«Πρωινό Δευτέρας κουρασμένο, λαϊκά ξενοδοχεία,/ πατημασιές λασπωμένες στις σκάλες,/ λουκάνικα κρεμασμένα στα παντοπωλεία,/ κι άλλα καλάθια κι άλλα προσχήματα. Ωστόσο,/ το δέντρο αυτό, παρ’ ότι μελαγχολικό, επιμένει/ να μας καλεί σε απολογία, εμάς που, δυο χρόνια,/ τουλάχιστον δυο χρόνια και τρεις μήνες,/ σε τίποτα, μα τίποτα, δεν έχουμε φταίξει» (Αθήνα 11.3.85).
Πηγή: http://www.enet.gr
30 Απριλίου 2014