Η επικοινωνιακή βία που ασκείται γύρω από την αξιολόγηση εντείνει τόσο την ανασφάλεια όσο και την απέχθεια. Ο κόσμος δεν λυτρώνεται ούτε απ’ αυτό που συμβαίνει, ούτε απ’ αυτό που ενδέχεται. Στροβιλισμοί. Ο Ντάισελμπλουμ το απόγευμα κατηγόρησε το ΔΝΤ και σε λίγες ώρες το θεώρησε ως προϋπόθεση για τη συνέχιση του συμφωνημένου προγράμματος. Τι από τα δύο; Και τα δύο.
Η διαπραγμάτευση είναι πολυεπίπεδη, όχι τόσο στο ζήτημα της οικονομίας όσο στο ζήτημα των πολιτικών επικρατειών. Του πολιτικού κέικ. Πολλά κόμματα, πρόσωπα, χώρες, ομάδες ισχύος, οργανισμοί, γραφειοκρατίες, συγκρούονται. Δεν έχουμε όμως εθνικοποίηση των ιδεολογιών, όπως πολλοί ισχυρίζονται. Η εθνικολαϊκιστική πλειοδοσία που κάνει την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα αποτελεί την εκδήλωση μιας εκτεινόμενης πολυδιάσπασης που αναζητεί ένδυμα. Αποτελεί μια μερίκευση, μια έξαρση του θραύσματος που χρησιμοποιεί διάφορα αφηγηματικά, αναγνωριστικά οχήματα.
Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί ολοποίηση, αλλά τα ανάποδο, αποτελεί το χρηματιστηριακό και πολιτιστικό πέπλο που, αντί να συνδέει αποδιαρθρώνει, αντί να ενοποιεί συγκολλά, αντί να ομογενοποιεί αφομοιώνοντας τις διαφορές συμπιέζει εκβιαστικά και εξισωτικά τις ετερότητες. Η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία δεν έχει λύσει το ζήτημα της οικονομικής, παραγωγικής και πολιτικής συνοικοδόμησης, τρεκλίζει αβέβαιη, αναποφάσιστη, νωθρή και σκληρή.
Ας πιάσω, όμως, το κείμενο από την αρχή. Από μια άλλη αρχή, που φαίνεται ότι δεν συνδυάζεται με την αίσθηση γενικού κινδύνου που με τυλίγει. Να ξεκινήσω από κάτι που αισθάνομαι πιο κοντά μου και συγχρόνως με απομακρύνει από την πραγματικότητα. Αρχές της δεκαετίας του 1980 κάναμε κατάληψη στη σχολή μας, την Καλών Τεχνών. Το ίδιο συνέβαινε σε ολόκληρο το ιστορικό συγκρότημα του ΕΜΠ της Πατησίων και σε όλες τις σχολές. Κόσμος, πεταμένα χαρτιά, ζωγραφιές, μερικοί κοιμόνταν ενώνοντας καρέκλες τρεις-τρεις.
Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ήρθε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Νέος, μαλλιάς, ήπιος κι ωραίος. Τον είχε φέρει ο φοιτητής γλυπτικής Αντρέας Τσεκούρας, δεινός πιανίστας ο ίδιος και ακορντεονίστας (έπαιζε το ακορντεόν στον λαμπρό «Θίασο» του Αγγελόπουλου, σε μουσική Λουκιανού). Κάθισαν στο πιάνο της αίθουσας θεωρητικών, εμείς γύρω τους. Έπαιζε ο Λουκιανός, όχι μόνο δικά του, βολτάριζε στο διεθνές ρεπερτόριο, στο προοδευτικό ροκ, αλλά και στο ροκ εντ ρολ, καμιά φορά στο σουίνγκ, στην τζαζ. Όπου τον πήγαινε. Στο τσεπάκι είχε ένα πλακέ μπουκαλάκι ουίσκι που τον βοηθούσε. Οι φοιτήτριες τέζα. Περίεργο καράβι. Τι κόμμα είναι αυτός ο τύπος; Δεν είχε το εμβατηριακό ύφος της εποχής, δεν είχε τη στιχοποιΐα όπου μέσα της ο καθένας αναγνώριζε ένα μικρό συνθηματάκι.
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και το μικροαστικό ιδανικό που κατερείπωσε κριτικά δεν διέθετε τα εύκολα σήματα κατάταξης και πολιτικής τάξης. Διάσημος, προσηνής, άρεσε στις φοιτήτριες χωρίς να μεταδίδει εκείνο τον σκοτεινό θρίαμβο που σε κάνει να ζηλεύεις. Τα χαράματα έφυγε. Μπόρεσε να μεταχειριστεί απλές φόρμες, κοντά στη χαμηλή ζωή, σε μια εποποιία μικρών γεγονότων, αόρατων περιστατικών που κανείς δεν τους έδινε σημασία. Δούλεψε στα αυτονόητα που τα μετέτρεψε σε απροσδόκητα. Αντίστροφα από την εποχή του, που ωθούσε στη μεγαληγορία και στον μουσικό άμβωνα. Βρήκε το μικροαστικό κράμα, το εξιστόρησε, το κατέδειξε, το κατοίκησε και γι’ αυτό πρόβλεψε, διείδε, οξύτατα και ήπια.
Αυτή είναι η πραγματική αρχή του κειμένου, που νομίζω εξηγεί καλύτερα το αλλόκοτο που προσπαθώ να περιγράψω στην αρχή. Ο δημιουργός που διάβασε σωστά και χαμηλόφωνα τους οιωνούς και έφυγε χαράματα, όπως τότε στην κατάληψη…
Αναδημοσίευση από : http://www.avgi.gr