Γράφει
Pοδούλα Λουλουδάκη
Ανάρπαστα γίνονται στο διαδίκτυο τα σπάνια κεραμικά που είναι περιζήτητα σε όλο τον κόσμο
Η ιστορία του Ίκαρου μας επιστρέφει σε μια άλλη πιο δημιουργική και παραγωγική Ρόδο. Μια ιστορία φτιαγμένη από σχέδια, χρώματα και ροδιακό χώμα που για να ξετυλιχθεί πρέπει να γυρίσουμε το χρόνο πίσω στο Δεκέμβρη του 1928 όταν ιδρύθηκε η ανώνυμη εταιρεία I.C.A.R.O από τον τότε δήμαρχο της Ρόδου Αλφρέδο Μπιλλιόττι και μια ομάδα Ιταλών επιχειρηματιών.
Τότε οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν την τεχνοτροπία της Κιουτάχειας που ξεκινάει από το 15ο αιώνα, με τη δημιουργία των γνωστών φαγεντιανών κεραμικών τους. Απ΄ αυτούς τους τεχνίτες κατασκευάστηκαν προγενέστερα τα πιάτα της Λίνδου, όταν εξόριστοι ή φυγάδες του Σουλτάνου εγκαταστάθηκαν εκεί.
Αυτή την ίδια τεχνοτροπία χρησιμοποίησαν οι Ιταλοί στον «Ίκαρο» για την κατασκευή και των κεραμικών με τα οποία διακόσμησαν το Καστέλλο της Ρόδου!
Το εργοστάσιο που βρισκόταν στη γωνία της πλατείας Μουσείου και της οδού των Ιπποτών μέχρι τον βομβαρδισμό του κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου απασχολούσε 37 εργάτες και παρήγαγε 10.000 αντικείμενα, πιάτα, αγγεία κ.ά. Μέχρι το 1947, που εξαγοράστηκε από τον επιχειρηματία Κώστα Χατζηκωσταντή, στα χέρια του οποίου μεσουράνησε και παρέμεινε έως τις 14 Ιουνίου του 1987, ημέρα που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα μαζί με τη σύζυγό του Φαίδρα.
Γίνονται ανάρπαστα στο διαδίκτυο σήμερα τα κεραμικά της παλιάς ροδίτικης βιοτεχνίας που πωλούνται σε εξαιρετικά υψηλές τιμές. Όποιος τα έχει στην κατοχή του γνωρίζει ότι έχει μια μικρή περιουσία αφού η αξία τους στηρίζεται τόσο στις περίτεχνες καλλιτεχνικές παραστάσεις και στα υλικά, όσο και στη «συνταγή» για το σμάλτο των κεραμικών που παραμένει μέχρι σήμερα μυστική! Ο Μεμέτης, έφυγε για πάντα στην Τουρκία, κι ήταν ο μόνος που ήξερε!
Το κεραμοποιείο έκλεισε μη μπορώντας να συναγωνιστεί τις χαμηλές τιμές των εισαγόμενων κινέζικων και ινδικών, όμως τέτοιας υψηλής αντοχής κεραμικά, τέτοιας δεξιοτεχνίας δεν συναντά κανείς εύκολα σήμερα.
Εκεί στα ροδίτικα κεραμικά που έγιναν γνωστά σ΄ όλο τον κόσμο δούλευε κι ο Τζίμης Μαχραμάς από τα Κοσκινού, μαζί με καλλιτέχνες κεραμουργούς στο εργοστάσιο πλάι στο ρυάκι του Κορακόνερου, εκεί που σήμερα έχουν μείνει μόνο δύο δέντρα να το θυμίζουν. Εκείνα τα ίδια δέντρα…
Τους γνωρίζετε αυτούς στη φωτογραφία, όλα αυτά τα κορίτσια;
Όλες αυτές επεράσαν από κει. Τουλάχιστον ήταν εκατό κορίτσια, να αυτά εκάθουνταν στο γραφείο. Εδώ μέσα έχει και Κοσκινιάτες.
Εσείς ποιο πόστο είχατε στον Ίκαρο;
Έφτιαχνα το καλούπι με τον πηλό. Ήμουν στα πιάτα, στο φούρνο. Έβαζα το τελάρο μέσα γεμάτο πιάτα. Ένα τελάρο έβαζα ένα έβγαινε, έτοιμο ψημένο από την άλλη μεριά. Ο βοηθός στοίβαζε από μπροστά κι έβαζε τα άψητα να ψηθούν κι ο άλλος έβγαζε από το πίσω μέρος του φούρνου τα ψημένα, έτοιμα. Εγώ όταν επήγα το 1954 δεν πήγα και εζήτησα δουλειά. Είχα πολεμήσει στην Κορέα και σύμφωνα με το νόμο μετά εδικαιούμουν μιαν εργασίαν.
Πότε πήγατε στον πόλεμο της Κορέας;
Το 1952 έφυγα από δω, Δεκέμβρη, το 1953 των Φώτων έφτασα εκεί. Τον Δεκέμβρη του ΄53 έφυγα και γύρισα στην Ελλάδα. Για την Κορέα θα πούμε μιαν άλλη φορά. Όταν εγύρισα έκαμα χαρτιά και ήταν να πάω στην Τ.Ε.Μ.Ι (Καπνοβιομηχανία), αλλά με πήρε ο Χατζηκωσταντής. Από το 1954 έως το 1979 έμεινα στον Ίκαρο κι εδούλεψα. Ήταν τα πράγματα καλά, μεγάλη παραγωγή, εξαγωγές σ΄ όλο τον κόσμο, όλοι οι εργαζόμενοι ήμασταν ευχαριστημένοι. Μετά τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι πληρωμές, μπήκαν τα έτοιμα, έρχονταν από την Αθήνα τα πιάτα κι εβάζαν τη στάμπα. Εμάς ήταν χειροποίητα. Μια μέρα το 1987 εσκοτωθήκανε κι οι δυό μαζί ο Χατζηκωσταντής και η γυναίκα του η Φαίδρα με τ΄ αυτοκίνητο, στο δρόμο που πάει για το Άντονι Κουίν. Αυτό ήταν και το τέλος του Ίκαρου.
Μ΄ εσάς πώς έγινε, ποια ήταν ακριβώς η δουλειά σας;
Είχε έναν Τριαντενό κι έκαμνε τα καλούπια για τα πιάτα, μου λέει ο Χατζηκωσταντής πήγαινε κοντά του να μάθεις τη δουλειά και δεν είμαι ευχαριστημένος μαζί του. Σε μιαν εβδομάδα εγώ έβαζα δέκα να ψηθούν εβγαίναν δέκα γερά. Ούτε φουσκάλες, ούτε πρόβλημα, ήθελε τέχνη να χτυπήσεις τον πηλό, να σπάσουν οι φουσκάλες. Ο Χατζηκωσταντής εκράτησεν εμένα, κι όλα τα πιάτα ξεκινώντας από τα πιατάκια του καφέ μέχρι τα μεγάλα και τα πιο μεγάλα ακόμα τα φτιαχνα εγώ από πηλό. Είχε και τρεις Αρχαγγελίτες που φτιάχναν τα βάζα, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο.
Από πού παίρνατε τον πηλό, τον φτιάχνατε στο εργοστάσιο;
Τον πηλό τον επαίρναν από την Αρχίπολη. Χώμα τριών ειδών που το φτιάχναν στη χαβούζα του Ίκαρου. Το λιώνανε να φύγουν τα σκάρτα, έβγαινε στην άλλη χαβούζα, ξεραινόταν. Τρεις δεξαμενές είχαμε. Στην τρίτη δεξαμενή έμενε για βδομάδες ώσπου να εξατμιστεί το νερό και να μείνει ο καθαρός πια πηλός. Αργότερα φέρνανε πηλό από την Ιταλία, άσπρο πηλό, έτοιμο και σταμάτησαν τα κεραμικά να ξεφλουδίζονται, κι έτσι δεν είχαμε απώλειες.
Η διαδικασία ποια ήταν μετά;
Είχε τα καλούπια κι εγώ έκανα πίτες τον πηλό τα έβαζα να ξεραθούν… Αν το ‘κανα αυτό το πρωί ξημερώνονταν και ήταν έτοιμα την άλλη μέρα να τα καθαρίσω, να τα σφουγγαρίσω, ξεραίνονταν μετά και τα βαζα στο φούρνο. Ύστερα τα ‘παιρνε ο Μεμέτης και τα περνούσε από σμάλτο.
Καλός ο Μεμέτης στη δουλειά, έμεινε γνωστό το όνομά του!
Ήταν καλός στη δουλειά, πολλά χρόνια, θυμόταν όλες τις συνταγές χρωμάτων και σμάλτων που χρησιμοποιούνταν στο εργοστάσιο. Τον καιρό που έγινε η χούντα αυτός πήρε την οικογένειά του και σηκώθηκε κι έφυγε από τη Ρόδο, δεν ξανάρθε ποτέ. Πολλοί Οθωμανοί το κάναν τότε αυτό, εφοβηθήκασι. Πήγε στην Τουρκία. Κι εμάς, από το εργοστάσιο ήρθαν και μας πήραν και μας πήγαν στα βουνά και μας δώσαν όπλα. Τρεις μήνες μας εκρατήσασι, εφοβούνταν απόβαση των Τούρκων.
Ο φούρνος του Ίκαρου ήταν ονομαστός έμαθα, πώς ήταν αυτός ο φούρνος;
Ο φούρνος είχε περίπου είκοσι με εικοσιπέντε μέτρα μάκρος, τα τελάρα μέσα προχωρούσαν πάνω σε ταινία και τα καλούπια ψήνονταν τουλάχιστον 12-13 ώρες για να βγουν από την άλλη μεριά. Αν ήθελες να τα κάνεις μετά επιχρυσωμένα τους έβαζε το σμάλτο ο Μεμέτης και περνούσαν από άλλο ειδικό φούρνο γι αυτό. Αυτός ο δεύτερος φούρνος είχε μέσα θερμικό κώνο, κι αν ο κώνος έγερνε, που τον εβλέπαν από μια οπή που είχε, τότε ήταν ψημένα. Αρχές της δεκαετίας του ΄60, ο Χατζηκωσταντής εγκατέστησε υπερσύγχρονο ηλεκτρικό κλίβανο που είχε μήκος 18 μέτρα και την εποχή εκείνη δεν υπήρχε άλλος τέτοιος στην Ελλάδα.
Μετά ήταν η σειρά των κοριτσιών να τα ζωγραφίσουν;
Πριν απ΄ αυτό πήγαιναν στα χέρια του Μανόλη Παρπέρη (Λόλη) του Κοσκινιάτη, αυτός έβγαζε τα σχέδια, κι αυτός είχε το πάρε δώσε με το αφεντικό. Για τα χρώματα και τα σχέδια ο Λόλης. Πολλοί Κοσκινιάτες ήμασταν εκεί! Στον πηλό στα πιάτα ήμασταν εγώ και ο Φώτης ο Χατζηαντώνης. Οι Αρχαγγελίτες στα βάζα ήταν τέσσερις κι ένας από την Κω. Ήταν ο Παναγιώτης, ο Νικόλας, ο Αναστάσης, ο Τσαμπίκος κι ο Θανάσης. Αυτοί οι αγγειοπλάστες. Κι ήταν κι άλλοι Κοσκινιάτες σ΄ άλλα πόστα, ο Γιώργος ο Παρπέρης, ο Κώστας ο Αιβάζης, ο Νίκος ο Κακκιός, ο Νίκος ο Κλαδάς, ο Μιχάλης ο Καραγιώργης. Κι αυτοί οι δυό εδουλεύαν στο φούρνο. Οι βάρδιες ήταν όλο το εικοσιτετράωρο. Τα κορίτσια επαίρναν το σχέδιο και το ζωγράφιζαν. Ήταν μικρά κορίτσια, από 15 έως τα 17, δεν είχε μεγάλες κοπέλες. Ήταν εξήντα- εβδομήντα, όταν εσχολούσαν η αυλή εγέμιζε. Γέλια, πειράγματα, πολλοί νεαροί περνούσαν από κει γνώριζαν τα κορίτσια και τα παντρεύονταν.
Ήταν μεγάλη η παραγωγή του Ίκαρου;
Ού, …εφεύγαν κάσες μεγάλες στο εξωτερικό, στην Αμερική, στην Ιταλία, σ΄ όλο τον κόσμο. Έρχονταν τα πούλμαν με τους τουρίστες, τρία –τέσσερα την ημέρα. Περνούσαν πρώτα από μας να γίνει η επίδειξη, χειροκροτούσαν στο τέλος. Μετά εμπαίναν στη ζωγραφική και μετά για ν΄ αγοράσουν. Όταν αγόραζαν δεν τα παίρνανε μαζί τους, τους τα στέλναν πακεταρισμένα με τα ροκανίδια για να μην σπάσουν.
Η καλύτερη εποχή ποια ήταν;
Τη δεκαετία του ’60, πάνω από εκατό ήταν οι εργαζόμενοι. Όταν ήταν να σχολάσουν η αυλή εγέμιζε. Στις 12 γινόταν διακοπή για το φαγητό και πάλι ξανά στις δύο ξεκινούσε η δουλειά μέχρι τις έξη το απόγευμα. Όλο τα καλά σπίτια στο νησί είχαν τα βάζα μας, τα πιάτα μας, μέχρι και τασάκια…
Ο Χατζηκωσταντής πώς ήταν με το προσωπικό;
Ήταν μάλαμα. Μια φορά αγόρασε ένα καράβι ναυαγισμένο στον Ταρσανά. Μου λέει, «να πάτε να το σπάσετε, να το φέρετε να το κάψετε στο φούρνο…». Πήγα με έναν ακόμα. Αγαπητή μου, ήρθε κρυφά κι έβλεπε πως εδουλεύαμε! Να σπάσεις το καράβι ήταν δύσκολη δουλειά, είχε κάτι καρφιά νάααα…., κι έρχεται πίσω στο Νάσο που ήταν ο υπεύθυνος για το προσωπικό και του λέει «μην εξαναμιλήσεις στον Τζίμη»… Τώρα είμαι 86 χρονών, κι αν δεν είχα τη μέση μου θα ήμουν καλά. Υποφέρω το πρωί να βάλω τα παπούτσια μου, από τα τσουβάλια τον πηλό που έρχονταν από την Ιταλία.
Το εργοστάσιο γιατί έκλεισε;
Άρχισαν άλλοι να φέρνουν τα έτοιμα απ΄ την Αθήνα, να βάζουν τη στάμπα και να κάνουν μεγάλη παραγωγή. Και τα κινέζικα… Τα δικά μας ήταν όλα χειροποίητα, πώς να αντέξει το αφεντικό; Έπρεπε να συνεχιστεί το εργοστάσιο. Επί δημάρχου Πετρίδη ο Χατζηκωσταντής ήταν υποψήφιος για το δήμο, για να κρατήσει το εργοστάσιο το καμε. Η γυναίκα του ήταν αδελφή του Ζίγδη, τα ξέρεις αυτά, χρηματοδοτούσε κι εκείνον… Μια κοπανιά είπαν ότι θα τ΄ αναλάβει ο δήμος και θα συνεχίσουμε να φτιάχνουμε, αλλά τίποτα.
Τώρα τι σκέφτεστε, νοσταλγείτε εκείνες τις εποχές;
Το εργοστάσιο ήταν πίσω από τον Αη Δημήτρη, πίσω από το ψαράδικο, εκεί μέσα ήταν. Πάω καμιά φορά που περνώ με τη βέσπα.Τα δέντρα ακόμα στέκονται και λέω «κοίτα πόσα χρόνια εδουλέψαμε εκεί μέσα και τώρα δεν υπάρχει τίποτα…»! Τώρα εχτίσανε σπίτια, μόνο το δυό δέντρα εμείνανε.
Συναντιέστε με κανέναν απ΄ τους παλιούς που δουλέψατε μαζί;
Ού, πώς… συναντιούμαστε, αλλά και τι να πούμε… Κάθε Χριστούγεννα γινόταν γιορτή στην αίθουσα της ζωγραφικής, στολίζανε δέντρο… Ήταν ο Χατζηκωσταντής εκεί που εχορεύαμε. Μια κοπελίτσα έχει 30 με 35 χρόνια να τη δω και μου στέλνει χαιρετίσματα με τον Κλαδά το Νίκο…
Αναδημοσίευση από: http://www.rodiaki.gr