Οικογένεια κυνηγημένων από τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, που δεν προλαβαίνει καλά – καλά να επιστρέψει στη γενέτειρα Σάμο και ξεκινάει το δρόμο της προσφυγιάς τη μέρα που οι Γερμανοί τη βομβάρδισαν, 17 Νοεμβρίου 1943. Μαρία Οικονόμου – Μανωλιού, μας δέχτηκε στο σπίτι της και ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών της.
-Ο πατέρας μου ήταν Σαμιώτης και επαγγελματικά ήταν μουσικός (είχε και καΐκι) και μέναμε στην Κω (εκεί γεννήθηκα εγώ) και για αρκετά χρόνια στην Κάλυμνο, όπου ο πατέρας είχε και τη διεύθυνση φιλαρμονικής. Τα Δωδεκάνησα από το 1912 ήταν υπό ιταλική κατοχή και την τελευταία χρονιά πριν τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, τραγούδησε το «μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά». Ένας Έλληνας χαφιές των Ιταλών τους το είπε και ετοιμάζονταν να του κάνουν κακό. Τότε ένας καλός Ιταλός με έπιασε και μου το είπε σε μένα που ήμουν μικρό κοριτσάκι και σε μία θεία μου. Έτσι αποφασίσαμε να φύγουμε και γυρίσαμε στη Σάμο. Πριν φύγουμε έγινε έρευνα στο σπίτι μας, ο πατέρας μου είχε αλλάξει τα λόγια του τραγουδιού και επειδή είχε πιστόλι, το χρειάζονταν στο καΐκι, φρόντισε και το κρύψαμε.
-Πώς ήταν η ζωή στη Σάμο;
-Στη Σάμο ο αδερφός μου ήταν 16 ετών μαθητής και δούλευε στο Βαθύ σε ένα καφενείο – χαρτοπαικτική λέσχη, ήξερε και ιταλικά που είχε μάθει στο σχολείο στην Κω. Μία μέρα ένας Ιταλός φασίστας τον χτύπησε και τότε αποφάσισε να φύγει. Έτσι ο Δημοσθένης Μανωλιός έφυγε με μία κουρίτα (κανό) για τα παράλια της Τουρκίας και κατετάγη στο πολεμικό ναυτικό, ενώ ήδη είχε φύγει ο πατέρας μου που ήταν λοχίας. Ο αδερφός μου προωθήθηκε μέσω Κύπρου, όπου αρκετοί Κύπριοι του πρότειναν να τον υιοθετήσουν αλλά αυτός αρνήθηκε. Το πλοίο που υπηρέτησε ήταν αρματαγωγό και πήρε μέρος σε επιχειρήσεις στην Ιταλία. Αν θυμάμαι καλά πρέπει να το έλεγαν «Λήμνος».
Συνέχεια πετούσαν πάνω από το Πυθαγόρειο γερμανικά αεροπλάνα, είδαμε και αερομαχία χωρίς να ξέρω αν το αεροπλάνο που έπεσε ήταν γερμανικό ή εγγλέζικο. Ήταν κοντά η Λέρος που ήταν βάση των Εγγλέζων και έκαναν επιχείρηση κατάληψής της οι Γερμανοί.
Μετά βομβάρδισαν το Πυθαγόρειο και για να γλιτώσουμε κρυφτήκαμε σε μία σπηλιά στην εκκλησία της Σπηλιανής.
Στο Πυθαγόρειο ένα πολύ ωραίο σπίτι το είχαν κάνει καραμπινιερία οι Ιταλοί και όταν έφυγαν το πήραν οι Γερμανοί, οι οποίοι όταν έφυγαν το έκαψαν.
Άσχημη εντύπωση μου έκανε ότι όταν φεύγαμε για τη Μέση Ανατολή, κατέβαιναν οι χωριάτες από τα χωριά με τα γαϊδούρια και έπαιρναν πράγματα από τα σπίτια αυτών που έφευγαν. Υπήρχε και ένας Στελλάκης, ένας κοντός με μαστίγιο που είπε στην μητέρα μου ότι «πες ότι με έκανες γαμπρό και μου δίνεις προίκα».
Όταν είχαμε κρυφτεί στη σπηλιά μαζί με άλλους, ένας καπετάνιος που ήξερε τον πατέρα μου ότι το ίδιο βράδυ θα φεύγαμε. Εγώ που είχα μεγάλη αγάπη στη γάτα μου την πήρα μαζί σε ένα καλάθι. Φύγαμε λοιπόν το βράδυ της μέρας που οι Γερμανοί βομβάρδισαν τη Σάμο. Στο ίδιο ταξίδι ήταν μαζί και η Μάρω Σμυρνιωτοπούλου – Λιακοσταύρου.
-Πώς ξεκινήσατε λοιπόν;
-Κατεβήκαμε στο λιμάνι στο Πυθαγόρειο και νόμιζα ότι ήταν ο Άδης, από τις μαύρες τρύπες – κρατήρες που είχαν ανοίξει οι βόμβες. Μπήκανε πολλοί περισσότεροι στο καΐκι από όσους περίμενε ο καπετάνιος και με φεγγαράδα, που σημαίνει ότι εύκολα μπορούσαν να μας εντοπίσουν ξεκινήσαμε για την Τουρκία με τις γυναίκες και τα παιδιά στο αμπάρι να μην φαίνονται γιατί δεν ξέραμε πώς θα μας αντιμετώπιζαν οι Τούρκοι.
Φτάσαμε στο Κουσάντασι και η μητέρα μου που ήταν από την Κωνσταντινούπολη και ήξερε τούρκικα έκανε το διερμηνέα, ζητώντας από έναν Μπέη που εκπροσωπούσε τις αρχές κατάλυμα. Μας φέρθηκαν καλά μας έδωσαν κατάλυμα, ο Μπέης πρότεινε στη μητέρα μου να μας φιλοξενήσει, αλλά αρνήθηκε λέγοντας ότι μαζί με τους άλλους ξεκινήσαμε και μαζί τους θα συνεχίσουμε.
-Ποια ήταν η συνέχεια;
-Μας έβαλαν σε ένα τρένο που ήταν για ζώα, είχε κλειστά βαγόνια και άχυρα και ερεθίστηκαν οι αμυγδαλές της αδερφής μου. Επιβιβάστηκαν και Έλληνες στρατιώτες από τη Μυτιλήνη. Ο επικεφαλής αξιωματικός τους έδειξε το περίστροφό του και τους είπε ότι αν πειράξει κανείς κοπέλα θα τον εκτελέσει.
Κάναμε πολλές στάσεις και μας φρόντιζε και μας τάιζε ο κόσμος. Τελικά στη Χάιφα μας πέρασαν και εμάς και τα ρούχα από κλίβανο και μείναμε ντυμένοι με κουβέρτες., μέχρι να μας τα ξαναδώσουν. Καταλήξαμε σε στρατόπεδο προσφύγων στη Γάζα, σε αντίσκηνα και θυμάμαι ότι ήταν και αρκετοί πρόσφυγες από την Κάλυμνο. Εκεί φάγαμε και πόριτζ.
-Πώς ήταν η ζωή εκεί;
-Αρκετές φορές τα βράδια οι Άραβες έσκιζαν τις σκηνές για να αρπάξουν πράγματά μας. Η αστυνομία των Εγγλέζων ήταν αρκετά σκληρή, έναν κλέφτη τον έσυραν δεμένο με το άλογο. Έβλεπα Άραβες να μένουν ακίνητοι και πάνω τους να πηγαίνουν μύγες στα μάτια τους και στο στόμα τους, αλλά αυτοί εκεί ασάλευτοι, πρέπει να ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών.
Σταδιακά το προσφυγικό στρατόπεδο οργανώθηκε με οικήματα, WC, κλπ Μας έδιναν ένα χρηματικό ποσό – επίδομα για να ψωνίζουμε τρόφιμα κάθε οικογένεια και να μαγειρεύουμε. Αργότερα ήρθε και ελληνικός στρατός και ο πατέρας μου.
-Σχολείο πού πήγατε;
-Οργανώθηκε και σχολείο με Έλληνες δασκάλους, ένας από αυτούς δεν θυμάμαι το όνομά του, Σαμιώτης ήταν, ήταν εξαιρετικός, σήμερα έχει δύο γιούς γιατρούς στην Αθήνα. Κάναμε και γιορτές, ενώ διοικητής στο στρατόπεδο ήταν ένα πανύψηλος Σκωτσέζος που με είχε συμπαθήσει και με είχε πάει και σε παιδική γιορτή με εγγλεζάκια, ενώ μου χάριζε και κουκλάκια.
Θυμάμαι και διαδήλωση προσφύγων, λόγω κάποιων περιστατικών με άραβες, δεν είμαι σίγουρη αν ήταν για κλοπές.
-Τι θυμόσαστε από το γυρισμό;
-Όταν ήρθε η ώρα να γυρίσουμε, ορίστηκε ο πατέρας μου αρχηγός της σαμιακής αποστολής και ξεκινήσαμε με τρένο για τη Χάιφα, ενώ στη διαδρομή περάσαμε και από περιοχές που είχαν καρπούζια και όλο και κάποια πήραμε.
Στη Χάιφα μπήκαμε σε ένα μεγάλο πλοίο και επιστρέψαμε στη Σάμο. Θυμάμαι ότι στο σπίτι μας δεν είχαν αφήσει ούτε κρεβάτια, ούτε ντουλάπες, ούτε κάδρα, δεν μου έμεινε ούτε η φωτογραφία του παππού μου που τον αγαπούσα. Μόνο τα ντουβάρια βρήκαμε, αλλά σιγά – σιγά ξανασταθήκαμε στα πόδια μας.
Συνέντευξη & φωτο: Νάσος Μπράτσος
Όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση: Αναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017: Ανδρέας Χριστόπουλος – από το πολεμικό ναυτικό στα «σύρματα» των Εγγλέζων στην Αίγυπτο
Αναδημοσίευση από : http://www.ert.gr