Πριν λίγο καιρό τους παρέσυρε το Διαβολόρεμα και τους σήκωσε ο αέρας, τους πήρε και τους σήκωσε λοιπόν ο θυμός και η οργή των Αιγαιοπελαγιτών… Δεν ξέρουν τι σημαίνει άγρια τραμουντάνα με μποφόρια, ούτε και η τρελή σοροκάδα του πελάγου! Αδιάβαστοι και από γεωγραφία αλλά και από ιστορία βρέθηκαν μέσα σε εκείνο το Διαβολόρεμα παγιδευμένοι και αρματωμένοι να εκτελούν μόνο εντολές !!!!
Δύσκολο στ΄ αλήθεια να κυριεύσεις ένα «Διαβολόρεμα», τόσο δύσκολο όσο και να βάλεις με τη βία κάτω ένα ολόκληρο λαό, να τον ποδοπατάς με τις γυαλισμένες μπότες επί ώρες, βρίζοντας τον και να περηφανεύεσαι κιόλας για την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία σου…Αυτό το ανόητο πείσμα το βρήκα, που λέτε, κάποτε σε ένα ανεπανάληπτο στιγμιότυπο της απλής καθημερινότητας στη Νικαριά του περασμένου αιώνα.
<<Αρχές φθινοπώρου ήτο θαρρώ, οι άνθρωποι είχαν κάνει τον τρύγο τους περιμένοντας με ανυπομονησία να βράσει ο μούστος στις χωμένες βυτίνες πίσω στο κατώι. Όλα μέσα σε εκείνη τη μονόχωρη, χητή κάμαρα ευωδίαζαν με τα αρώματα της φύσης και του νοικοκυριού! Ο κρέβατος στο βάθος μαρτυρούσε την απλότητα αλλά και την ομορφιά από την χρηστικότητα των πραγμάτων της Ικαριακής βιωτής.
Ομπρός από το αναμμένο τζάκι, πάνω στα χαμηλά ξύλινα καθίσματα (παγκέτες), ο αφέντης με την κυρά είχαν στήσει από νωρίς έναν συνηθισμένο γι αυτούς καυγά, όπου οι φωνές των ακούγονταν ως όξω, ως την ποριά του αυλότοιχου.
Εκεί από όπου έτυχε να περνώ κι εγώ άκουσα τα απόφωνά τους, ξέχασα της μάνας μου τα λόγια, που μούλεγε πάντοτε, όταν ακούς παιδάκι μου καυγάδες να αλαργεύεις, μόνο σε καλωσορίσματα να διαβαίνεις τα κατώφλια.
Το πρωί εκείνης της μέρας , η κυρά κι αφέντρα του σπιτιού είχε βάλει να βράσει στον ντέτζερη μούστο που είχε εξασφαλίσει σχεδόν κρυφά απ΄ το αποδόχι με σκοπό να το κάνει πετουμέζι .
Εκείνος όμως όταν τον χτύπησε η μυρουδιά στα ρουθούνια, άναψε και φούντωσε από θυμό που κατάλαβε ότι η ποσότητα του κρασιού θα μειωνόταν δραματικά για την αφεντιά του. Αψύς και φωνακλάς όπως ήτο άρπαξε με τα δυο πελώρια χέρια τον ντέτζερη για να τον κατεβάσει από την σιδεροστιά, μπας και γλυτώσει έτσι το μελλούμενο ευλοημένο κρασί!
Ως φαίνεται όμως ή δεν υπολόγισε σωστά την αντίδραση της αρχόντισσας ή από υπέρμετρο εγωισμό και ακράδαντη πίστη για το ορθό της επιλογής του, χάνει ξάφνου τον ντέτζερη από την δική του εξουσία και περνά στα χέρια της κυράς του, που με φωνές και πάλι διεκδικούσε το περιεχόμενο με μία μόνο υποχώρηση.
Του λέει λοιπόν: «αφού δεν θες πετουμέζι θα το κάνουμε ξύδι»! Ε! τι ήταν να πει τέτοια κουβέντα ούτε που της άφησε άλλο περιθώριο για συζήτηση , Όχι, της λέει θα γίνει κρασί!Όχι, επέμενε εκείνη θα γίνει ξύδι! Καθώς προχωρούσε η αλληλοεπανάληψη των λέξεων, Όχι, ξύδι! Όχι κρασί! άλλαζε συνεχώς και θέση ο ντέτζερης και από τα χέρια τους ενός στο δευτερόλεπτο περνούσε στα χέρια του άλλου, συνοδευόμενος με την ανάλογη κάθε φορά φρασεολογία.
Από το πολύ όμως πήγαινε – έλα σε μία και μόνο στιγμή πέφτει ο ντέτζερης κάτω, χύνεται όλος σχεδόν ο μούστος στο ξύλινο πάτωμα, κόλλησαν τα πόδια τους έτσι που με προσπάθεια κατάφερναν να προχωρούν συνεχίζοντας όμως με πείσμα να διεκδικεί ο καθένας τον δικό του πόθο! Όχι, Κρασί!, Όχι ξύδι!
Και όταν κατάλαβαν τι τους είχε συμβεί. Η κυρά κι αφέντρα αρνούμενη να αποδεχθεί την ήττα της και στην προσπάθεια να ξαναβρεί το τραυματισμένο της γόητρο με ένα σάλτο, όπως εκείνη ήξερε μόνο να κάνει και το πετύγχαινε με ακρίβεια στις δύσκολες στιγμές βρίσκεται ομπρός στο μεσοπόρτι όπου με ύφος νικητή και αναμφισβήτητου «ηγέτη» (φερ’ ειπείν, ονόματα δεν λέμε), χτυπά με όλη της τη δύναμη τα χέρια φωνάζοντας του:
«Να! ίχιτα μήτε ξύδι, μήτε κρασί τώρα»! >>
Στο μεσοπόρτι στέκονται και πάλι αυτοί οι σημερινοί αναζητώντας τον αρχηγό της Αντιπολίτευσης… μπας και μας σώσει! Τους ξέφυγε ολότελα ο «ντέτζερης», και τράβα ο ένας, τράβα ο άλλος θα μας τσουρουφλίσουν όλους μαζί στο τέλος…
Κι αν αυτό στη Νικαριά του 20ου αιώνα έχει την πλάκα του, στις μέρες μας με αυτούς εδώ τους «Κυβερνήτες» και με τον τυχοδιώκτη γείτονα, έχει το δράμα του…
Χαρούλα Κοτσάνη
Μάρτιος 2020