Το διαμάντι του νησιού που θέλουν να μετατρέψουν σε μουσείο – Διέμενε σε αυτό κατά την περίοδο 1947-1948, όταν ήρθε για πρώτη φορά σε ουσιαστική επαφή με τη λαϊκή μουσική – Δείτε φωτογραφίες
Το θρυλικό “σπίτι με τους σκορπιούς”, όπου διέμενε ο εξόριστος Μίκης Θεοδωράκης το 1947 στους Βρακάδες Ικαρίας, αν και πληγωμένο από τον καταστροφικό σεισμό της Σάμου το 2020, εξακολουθεί να αποτελεί ένα “διαμάντι” για το νησί, με τους επισκέπτες να θέλουν να μάθουν τα πάντα για την ιστορία του.
Όπως εξηγεί στο protothema.gr η Ελένη Φωτεινού μια από τους 18 κληρονόμους της συγκεκριμένης κατοικίας, που εδώ και πάνω από δέκα χρόνια έχει γίνει δωρεά κατά 50% σε δήμο Ικαρίας και Περιφέρειας, το σπίτι από την στιγμή που θα αποκατασταθούν οι ζημιές του έχει αποφασιστεί να μετατραπεί σε μουσείο “Μίκης Θεοδωράκης” από το 2013, με αντικείμενα από την εποχή, όπου έζησε στο εσωτερικό του ο κορυφαίος Έλληνας: “Κτιριακά το σπίτι από την στιγμή που αποκαταστάθηκαν όλες του οι ζημιές είναι σχεδόν έτοιμο. Όμως πληγώθηκε από τον περσινό σεισμό με αποτέλεσμα να χρειάζεται αυτή την στιγμή ένα νέο κονδύλι, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι εργασίες στην πέτρινη στέγη του. Μέχρι πρότινος κανένας δεν ενδιαφερόταν για την τύχη του. Δυστυχώς το παράτησαν έτσι”.
Το κτίριο είναι φτιαγμένο σύμφωνα με την παλιά ικαριώτικη αρχιτεκτονική, ενώ στο εσωτερικό του την εποχή της εξορίας του Μίκη Θεοδωράκη 1947 – 1948 διέμεναν τουλάχιστον άλλοι δεκαεννέα σύντροφοι του: “Το σπίτι, όπως φαίνεται εξωτερικά έτσι είναι και εσωτερικά. Το υπερυψωμένο κομμάτι το έλεγαν πύργο. Εκεί ήταν συνήθως το υπνοδωμάτιο, όπου με εσωτερική σκάλα σε οδηγεί στο ισόγειο και μέσα στο υπόλοιπο σπίτι. Εκεί έμενε ο Μίκης Θεοδωράκης μαζί με τους άλλους εξόριστους συντρόφους του. Συνολικά πρέπει να ήταν κοντά στα είκοσι άτομα. Στόχος από την στιγμή που ολοκληρωθούν οι εργασίες είναι να τοποθετηθούν μέσα όλα τα αντικείμενα της εποχής εκείνης, για να καταλάβουν οι επισκέπτες πως έζησαν μέσα εκεί οι άνθρωποι αυτοί”.
Το “σπίτι με τους σκορπιούς” ο παγκοσμίου φήμης μουσικός δεν το ξέχασε ποτέ, όπως και ολόκληρο το νησί, για το οποίο έχει συνθέσει το τραγούδι “Βράχο – βράχο τον καημό μου”: “Είχαμε την τύχη και την τιμή το 1999 ο Μίκης Θεοδωράκης να έρθει ξανά στο νησί μας για μια μεγάλη συναυλία. Μας επισκέφτηκε, ήρθε στους Βρακάδες είδε το σπίτι. Αγαπούσε την Ικαριά ο Μίκης και μάλιστα πολύ. Ζήσαμε όλοι μαζί συγκινητικές στιγμές που δεν ξεχνάω ποτέ”.
Το σπίτι ανήκε στους πρόγονους της Ελένης Φωτεινού, ενώ την εποχή όπου επιλέχθηκε ως χώρος εξορίας ήταν άδειο: “Εκεί ζούσε ο παππούς και η γιαγιά της οικογένειας. Την εποχή που επιλέχθηκε για τους εξόριστους ήταν άδειο. Πήγαιναν έτσι από μόνοι τους οι χωροφύλακες και χωρίς να ρωτάνε κανέναν τοποθετούσαν μέσα τους εξόριστους, άλλους τους έβγαλαν έξω από το σπίτι τους. Αυτό συνέβη σε αρκετά χωριά της Ικαρίας δυστυχώς. Στο δικό μας έμεινε ο Μίκης Θεοδωράκης”.
“Σπίτι με τους σκορπιούς” το ονόμασε εκείνος:“Έτσι το έλεγε εκείνος γιατί το σπίτι εξαιτίας του σημείου, όπου βρίσκεται μέσα στη φύση συγκέντρωνε αρκετούς σκορπιούς. Ίσως να του είχαν κάνει εντύπωση ή να τον είχε τραυματίσει κανένας και να του είχε μείνει για πάντα στη μνήμη”.
Το 1947 όταν ο Μίκης Θεοδωράκης βρισκόταν εξόριστος στην Ικαρία, τότε ήρθε για πρώτη φορά σε ουσιαστική επαφή με τη λαϊκή μουσική. Το πρώτο τραγούδι που άκουσε όπως ο ίδιος είχε αναφέρει ήταν ο “Καπετάν Ανδρέας Ζέππος” μια μέρα που τον μετέφεραν μαζί με άλλους από τον Άγιο Κήρυκο ως τον Αρμενιστή.
Το έργο για ορχήστρα εγχόρδων “Πρελούντιο – Πενιά – Χορός”, το έγραψε στο 1948 στον Εύδηλο Ικαρίας, και κυρίως τα σχέδια από το “Καρναβάλι”, που τ’ άρχισε από το 1947, την επόμενη κιόλας μέρα που άκουσε το τραγούδι του “Ανδρέα Ζέππου”.
Για το πέτρινο σπίτι στους Βρακάδες ο Μίκης της Ελλάδας είχε γράψει μέχρι και το ποίημα “Το σπίτι μας με τους σκορπιούς” ενώ για το νησί στο οποίο εξορίστηκε δυο φορές στη ζωή του έλεγε: “Στην Ικαρία έζησα πυκνά, βαριά και δυνατά χρόνια που χαράχτηκαν στην ψυχή μου. Το πιο βαρύ και αβάσταχτο φυσικά ήταν ότι δεν ήμουν ελεύθερος κι επί πλέον κάθε στιγμή υπήρχε μέσα μου η σκιά του φόβου για την επόμενη μέρα. Εν τούτοις όταν σκέπτομαι την Ικαρία, ένα κύμα από φως και ομορφιά με πλημμυρίζει. Τι να συμβαίνει άραγε; Η απάντηση είναι απλή. Είναι η ομορφιά του νησιού σε συνδυασμό με την ανθρώπινη ζεστασιά των κατοίκων. Με το ρίσκο που έπαιρναν για να είναι μαζί μας γενναιόδωροι, πράγμα που μας βοηθούσε όσο τίποτα άλλο να αντέξουμε την δοκιμασία. Χωρίς να φοβηθούν τους δεσμώτες μας, μας άνοιγαν τις καρδιές και τα σπίτια τους. Μας καλούσαν επίμονα να μοιραστούμε τα φτωχά υπάρχοντα τους. Σε κάθε στιγμή μας φέρονταν σαν να ήμαστε αδέλφια και συγγενείς τους. Στο τέλος του 1948 μια φούχτα γενναίοι βγήκαν ένοπλοι στα βουνά. Ακούγαμε την βοή της μάχης κλεισμένοι στα σπίτια μας – τότε έμενα στην Ακαμάτρα – και τους θαυμάζαμε για την τόλμη τους χωρίς να υπολογίζουμε τι μας περίμενε την επομένη καθώς βρισκόμαστε ανυπεράσπιστοι στα νύχια των κοινών διωκτών μας.
Στην πρώτη εξορία στο νησί, στα 1947, είμαστε ελεύθεροι να πηγαίνουμε από το ένα μέρος στο άλλο. Έτσι μπόρεσα να δω και να ανακαλύψω τις φυσικές ομορφιές του νησιού. Ανέβηκα και κατέβηκα πολλές φορές από τον Άγιο Κήρυκο στις Οξιές. Τότε πρέπει να πούμε, ο μοναδικός δρόμος που υπήρχε σε όλο το νησί ήταν λίγα χιλιόμετρα κόκκινος χωματόδρομος. Φυσικά αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, ούτε αμάξια ή κάρα. Έπρεπε τότε να είχες γερά πόδια και καλά πνευμόνια. Από τον Άγιο Κήρυκο στον Εύδηλο με σταθμό στο Καραβόσταμο – η απόσταση αυτή για μένα ήταν τότε παιχνιδάκι και την είχα κάνει πολλές φορές. Θυμάμαι πως όταν φτάναμε στην κορυφή, τότε ξαπλώναμε με τα απέραντα πελάγη στα πόδια μας. Ποτέ ξανά δεν είδα ένα τέτοιο γαλάζιο. Ποτέ ξανά δεν ένοιωσα στο πρόσωπο μου μια τέτοια φρεσκάδα. Ο δροσερός πελαγίσιος άνεμος με μεθούσε, μου άλλαζε την διάθεση και με έκανε ανεξήγητα ευτυχισμένο. Αυτό το συναίσθημα είχα την τύχη να το ζήσω αγναντεύοντας το Αιγαίο από διαφορετικά μέρη. Τους Βρακάδες ή την Ακαμάτρα.
Μέσα στο καΐκι που μας πήγαινε στον Άγιο Κήρυκο – Εύδηλο – Αρμενιστή, μια παρέα Πειραιώτες τραγουδούσαν τον «Καπετάν Ανδρέα Ζέππο», το πρώτο λαϊκό που άκουσα στην ζωή μου και με μιας όλα άλλαξαν μέσα μου. Αργότερα ακούγοντας τους συνεξόριστους από λαϊκές περιοχές κατέγραψα δεκάδες λαϊκά τραγούδια. Τα πρώτα αποθέματα λαϊκής μουσικής άρχισαν να στοιβάζονται μέσα μου. Αργότερα πρώτοι εμείς οι «Ικαριώτες» μεταφέραμε στην Μακρόνησο τα λαϊκά τραγούδια και τους λαϊκούς χορούς. Όμως δεν ήξερα ακόμα ότι την εποχή εκείνη γινόταν μέσα μου κοσμογονικές μεταλλάξεις. Από συμφωνιστής άλλαξα σε λαϊκό. Καινούρια, μυστηριώδη και άγνωστα μουσικά αποθέματα στοιβάζονταν μέσα μου, που με αφορμή τον «Επιτάφιο» άρχισαν να βγαίνουν ορμητικά παίρνοντας την μορφή των τραγουδιών.
Κι όλα αυτά ξεκίνησαν – το θυμάμαι καλά – εκείνη την μαγική μέρα που αρμενίζαμε πλάι στις ακτές της Ικαρίας – ένα καΐκι φορτωμένο αμούστακους επαναστάτες που δεν γνώριζαν τι τους επιφυλάσσει η μοίρα.
Αρμενιστής – Ράχες – Βρακάδες! Υπέροχη Φύση! Υπέροχοι άνθρωποι! Που σ’ έκαναν να ξεχάσεις πως ήσουνα ξεριζωμένος και εξόριστος και νόμιζες πως βρισκόσουνα μέσα σε συγγενείς, μέσα στην δική σου οικογένεια.
Στην δεύτερη εξορία στα 1948, μετά από ένα δύσκολο ταξίδι όπου μας είχανε δεμένους δύο – δύο και που έξω από την Μύκονο κοντέψαμε να πνιγούμε στοιβαγμένοι στο κατάστρωμα μιας μικρής κορβέτας, την άλλη μέρα λίγο πιο έξω από τον Εύδηλο μας λέει ο Αλυσανδράκης, Διοικητής της Φρουράς: «Θα σας στείλω στην Δάφνη. Εκεί όλοι είναι δικοί σας.»
Σε αυτήν την εξορία οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Το σύστημα λεγόταν «πειθαρχημένη διαβίωση». Δηλαδή κλεισμένοι στα σπίτια με δικαίωμα εξόδου μόνο για να πάμε στο Τμήμα να δώσουμε ομαδικά το παρόν. Εμείς της Δάφνης έπρεπε να πηγαίνουμε όλοι μαζί (είμαστε περίπου διακόσιοι) στην Ακαμάτρα να δίνουμε το παρόν σε τρείς Χωροφύλακες που ήταν όλη και όλη η τοπική φρουρά. Μια φορά το πρωί και μια το απόγευμα. Έξω από την Δάφνη είχε μια μεγάλη πηγή με πλατάνια. Εκεί μαζευόμαστε για να ξεκινήσουμε όλοι μαζί. Στην Ακαμάτρα μας περίμεναν οι τριακόσιοι παλαιότεροι από εμάς εξόριστοι. Κάναμε βόλτες, ψωνίζαμε και μετά κατηφορίζαμε προς το χωριό μας. Αργότερα εγώ και η ομάδα μου βρήκαμε ένα σπίτι λίγο πιο έξω από την Ακαμάτρα, της κυρίας Φανής και μείναμε για λίγους μήνες πριν μας κατεβάσουν όλους στον Εύδηλο, τελευταίο σταθμό πριν από την Μακρόνησο.
Ξαναγύρισα στην Ικαρία πριν λίγα χρόνια και μάλιστα διηύθυνα την ορχήστρα μου και τραγούδησα μαζί με το κοινό – όπως κάνω πάντα. Όμως αυτή την φορά ένοιωθα διαφορετικά. Σαν να ξαναγυρνούσα σε μια μήτρα που με ξαναγέννησε… Τούτη την φορά μπόρεσα να δω το νησί με άλλα μάτια. Δεν υπήρχε πια το αλλοτινό άγχος. Ο αλλοτινός φόβος… Και είδα μια Ικαρία εκατό φορές ωραιότερη. Θεέ μου, είπα μέσα μου, τι ομορφιά είναι τούτη!
Ναι η Ικαρία είναι ένα νησί θεϊκό. Φτιαγμένο από θεούς για να την κατοικούν οι αγαπημένοι των θεών. Έτσι εξηγείται αυτό το βαθύ αίσθημα πληρότητας κάθε φορά που θα φέρω στην σκέψη μου την Ικαρία”.