Την ιδεολογία του καναπέ έσκισε στα δυο η ύστατη ανάσα της δημοκρατίας. Ξεψύχησε, μετά από εκατόν πεντήκοντα και τρεις βολές, στο ημιθανές της σώμα. Χαριστική βολή το νομοσχέδιο της χούντας που «επιστρατεύτηκε» για να απαγορεύσει κάθε «δημοσίαν έν υπαίθρω συνάθροισιν, ότι εξ αυτής επίκειται κίνδυνος δια την δημόσιαν τάξιν και ασφάλειαν…».
Μαύρισε το μάτι μας. Αλάλιασε ο τόπος κι οι άνθρωποι. Δημοτικοί αστυνομικοί και σχολικοί φύλακες άνευ διδακτορικού, πώς να αντιπαλέψουν το… δικτατορικόν του πράγματος;
Ποτάμια οργής κι απόγνωσης, χτυπήθηκαν στο μιξεράκι της ανεργίας και της υποαπασχόλησης με τον δυόσμο απειλής της πείνας κι έγιναν ευκολόπιοτο μοχίτο για τους τριακοσίους καραγωγείς.
Τo κέλυφος στο αυγό του φιδιού, έσπασε. Οι νεοσσοί, ωσεί ταγματασφαλίτες του «πουλιού», κουτσούλισαν απεχθώς στο πρόσωπο του ανύπαρκτου κράτους που επιβραβεύει κάθε λογής «τσαμπουκαλεμένους».
Αυτούς που από μπαλκόνια, έδρανα, τηλεπαράθυρα και θώκους, επιδεικνύουν την επίπλαστη μαγκιά τους ανταλλάσσοντας ύβρεις, επιπέδου συνοικιακού καφενέ. Κι εκείνους, που επιδίδονται σε δεινές λεκτικές πιρουέτες για να «προστατεύσουν» τα παχυλά νώτα τους. Τους άλλους, που επικαλύπτουν με ακάθαρτο μανδύα τις έννοιες που -κάποτε- μας είχαν κάνει έθνος.
Ιδεώδη, μετατράπηκαν σε πατσαβούρια. Σκούπισαν τα στραβόκανα του Καραγκούνη, έγιναν εσάρπα της μουμιοποιημένης Γιάννας των πέντε κύκλων και των εκατόν δέκα πέντε συμφορών «αρχαίου πνεύματος αθανάτου» και κάηκαν βραδιές και βραδιές από τους ασύλληπτους εδώ και δεκαετίες… «γνωστούς-αγνώστους».
Κουκουλοφόροι της πατρίδας υπήρξαν οι γραφιάδες και οι χαρτογιακάδες. Ο αδαής διορισμένος και ο ψεύτης εκλεγμένος. Η κυράτσα που έξυνε νύχι με γαλλικό μανικιούρ εν ώρα εργασίας κι ο πολιτικάντης που μετέφερε την αποτυχημένη κάθοδό του, από θεσούλα σε θεσάρα. Τα γνήσια τέκνα κίβδηλων προγόνων με αγωνιστικότητα που πουλιόταν στα μεγαλομπακάλικα της εξουσίας. Κι οι πολίτες, που περιορίσαμε την πολιτική μας έκφραση στο ψηφαλάκι πίσω από το παραβάν.
Εμείς, που χειροκροτήσαμε κασσιτερωμένα τίποτε. Που αποθεώσαμε το προφανές, ανάγοντάς το σε αξία. Απαξιώνοντας ταυτόχρονα όλα εκείνα τα ακριβαποκτημένα «κεκτημένα» και παραδίδοντάς τα, αμαχητί…
Το δίλημμα «σταθερότητα ή χρεοκοπία» είναι κίβδηλο. Τίθεται για να κρατήσει, για να σφίξει κι άλλο το λουρί γύρω από τον λαιμό των «νοικοκυραίων» που δεν έχουν πια ούτε νοικοκυριό, ούτε ελπίδα. Που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας κι είναι όλοι, είμαστε όλοι, «εν δυνάμει» άνεργοι.
Το μάρμαρο που έσπασε την τζαμαρία της επίπλαστης νεοελληνικής ευημερίας, το πληρώνουμε. Κι εσείς, κι εγώ, και τα παιδιά μας και τα δισέγγονά μας. Ακούρευτο. Διογκωμένο. Απειλητικό. Τέτοιο, που να καθίσταται ικανό να «καθυποτάξει».
Κουβαλάμε μέσα μας ωστόσο, μπόλικο «αμίλητο φόνο» που δε λέει να βγει. Ουρλιάζει σκιαγμένος, κρύβεται ξεσηκωμένος, σφαδάζει χτυπημένος, γίνεται μπλαβί…
« …ΜΙΑ ΜΩΒ ΣΚΙΑ ξάπλωσε στον τόπο» έγραφε το 1986 ο Μάνος Χατζιδάκις. Και συμπλήρωνε: «Η πολιτεία αγανακτεί διότι υπάρχουν μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ’ αφέλεια, σ’ όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασχήμια, που δεν συνήθισαν στην «παρουσία του τέρατος». Κορίτσια κι αγόρια, έτσι καθώς κοιτάτε με απορία κι αγανάκτηση, είμαι μαζί σας. Και σας αγαπώ…»
*Η Μαργαρίτα Ικαρίου είναι δημοσιογράφος.