Δεκαπεντάυγουστο, Λαγκάδα, εξήντα χρόνια μετά την ιστορία που ακολουθεί…
Μια βιωματική ιστορία…
Τέλη δεκαετίας του 50, δεκαπέντε Αυγούστου, Λαγκάδα…
Κοντά στα δέκα με δώδεκα εγώ και οι γονείς μας αποφασίζουν, αντί όπως κάθε χρονιά που πηγαίναμε στου Μουντέ για της Παναγίας, αυτή τη φορά να πάμε στη Λαγκάδα. Ναυλώσαμε λοιπόν τον Ορφέα (ή τον Τσίμπη;) και να ‘μαστε στη λειτουργία.
Μετά την περιφορά της εικόνας και την “απόλυση” της λειτουργίας, κοντά μεσημέρι, ήρθε η ώρα για το πανηγύρι. Τέσσερις πέντε πάγκοι κάτω από το μεγάλο δένδρο, καμιά πενηνταριά άτομα με το ζόρι όλοι κι όλοι, «ζωμός» μπόλικος, κρέας βραστό, ψωμί και κρασί, αποτελούσαν το σκηνικό. Η μάνα μου είχε φέρει από το σπίτι κάτι ντομάτες και λίγο τυρί τουλουμίσιο και μας έδινε κάτω από το τραπέζι γιατί ντρεπόταν μην την πουν ξιπασμένη πρωτευουσιάνα.
Πιο πέρα έπαιζαν μπάλα με ένα πανί κάποια παιδιά, καρκιναγριωτάκια ‘όπως έμαθα αργότερα. Με έτρωγε η λαχτάρα να πάω μαζί τους να παίξω κι εγώ, αλλά πού να ξεφύγω από τη μάνα μου που με παρακολουθούσε και με μάτια στην πλάτη, μην λερώσω το καλό μου παντελόνι και χαλάσω τα καινούργια παπούτσια. Κάποια στιγμή τη βρήκα χαλαρή (νάτανε το κρασί; ) και με άφησε να απομακρυνθώ με μια ματιά-προειδοποίηση για το τί θα ακολουθούσε αν δεν γύριζα όπως φεύγω.
Πλησίασα τα παιδιά με δειλά βήματα, μην ξέροντας αν θα με δεχτούν. Μόλις έφτασα στα πέντε μέτρα με αντιλήφθηκαν. Σταματούν να παίζουν κι έρχονται όλοι γύρω μου με φανερά εχθρική διάθεση. Ένας που φαινόταν για «αρχηγός» έρχεται μπροστά μου και μου μιλάει με άγρια φωνή. Και τότε εκτυλίσσεται ο παρακάτω διάλογος:
– Ποιος είσαι εσύ; Από πού είσαι;
– Από την Αθήνα
– Και πώς βρέθηκες εδώ;
– Μένουμε στο Χριστό, στις Ράχες και ήρθαμε για το πανηγύρι
– Και τι θέλεις τώρα;
– Να παίξω μαζί σας αν με θέλετε.
– Δε σε θέλουμε και δε θα παίξεις. Θα παλέψουμε…
Να μην σας πω πώς ένιωθα εκείνη την ώρα γιατί θα βρωμίσει ο τόπος. Ποιον να πρωτοφοβηθώ; Αυτόν; Τους άλλους τέσσερις; Ή τη μάνα μου αν γύριζα κυλισμένος στο χώμα και σκισμένος; Δεν με άφησε όμως να το πολυσκεφτώ και μου όρμησε. Αγκαλιαστήκαμε. Και, θέλεις από τύχη, θέλεις επειδή ήμουν λίγο πιο μεγαλόσωμος από εκείνον, βρίσκεται με μια τρικλοποδιά ξαπλωμένος στο χώμα αμέσως.
Η πάλη κράτησε λιγότερο από ένα λεπτό. Μόλις έπεσε σταμάτησα. Οι άλλοι κοιτούσαν έκπληκτοι. Ο ίδιος προσπαθούσε να καταλάβει τί έγινε. Μόλις συνήλθε λίγο, σηκώθηκε, πέταξε με τα χέρια τα χώματα από πάνω του, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
– Με νίκησες!… Έλα να παίξουμε τώρα!… Πώς σε λένε;
Το απόγευμα φύγαμε για το Χριστό. Γύρισα σπίτι ευτυχισμένος. Είχα νικήσει κάποιον στο πάλεμα. Γύρισα στη μάνα μου χωρίς να έχω χαλάσει τα ρούχα μου, γλυτώνοντας έτσι το ξύλο. Πάνω απ’ όλα όμως ήμουν χαρούμενος γιατί είχα παίξει μπάλα με κάποια παιδιά από το Καρκινάγρι και είχαμε γίνει φίλοι!…
Αν ζουν, να ‘ναι όλοι τους καλά, όπου κι αν βρίσκονται…
Κων. Χ. Χαραλαμπίδης έγραψε
“Τα ημερολόγιά μου” (http://mypoliticalandhistoricaldiaries.blogspot.com/2019/10/blog-post.html)