«Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου»!
Ξημερώματα! μέσα στην πάχνη της ροδαυγής φάνηκαν σαν σκιερά θηρία τα πρώτα κτίσματα του λιμανιού αρχίζοντας να ξεχωρίζουν και τα ψηλά, μεγάλα φουγάρα από τα εργοστάσια προς την μεριά της Δραπετσώνας.
Το πλοίο καμαρωτό κι ακόμα φωταγωγημένο έκοβε ταχύτητα… την στιγμή που ακούστηκε το σφύριγμα του χαιρετισμού κι έπειτα ο γρατσουνωτός ήχος της άγκυρας που έπεφτε με παφλασμό στα μαύρα νερά του Πειραιά, τότε ήταν που ρίχτηκαν από ψηλά οι κάβοι, ( εγώ πάντοτε τους ονομάτιζα όπως τους έβλεπα… «χοντρά σχοινιά»)! πετώντας τα να τα πιάσουν οι δύο κοντούληδες λιμενεργάτες, άξιοι θαυμασμού καθώς έτρεχαν με ταχύτητα και τόση ακρίβεια αρπάζοντας στον αέρα τις άκρες των για να τα δέσουν γερά στις κίτρινες σιδερένιες δέστρες της αποβάθρας.
Οι επιβάτες στριμωγμένοι και βιαστικοί στέκονταν στην σκάλα οι περισσότεροι φορτωμένοι, ταλαιπωρημένοι και ζαλισμένοι από το ταξίδι αφού είχαν περάσει το «Ικάριο», ανυπομονούσαν να πατήσουν στεριά όσο γινόταν πιο γρήγορα. Ανάμεσά τους ο κυρ – Κώστας βλοσυρός όπως πάντα και η γυναίκα του η Μοσχούλα μ΄ ένα καλάθι ο καθένας στο χέρι και με προορισμό την Ηλιούπολη όπου τους περίμενε η κόρη τους, που είχε φύγει πριν κάμποσα χρόνια αναζητώντας καλύτερη ζωή, δεν μάθαμε ποτέ αν την βρήκε, αλλά έτσι συνέβαινε με όλους τους νέους και τις νέες τότε του νησιού μας. Το όνειρο δεν ήταν μόνο το ταξίδι αλλά προπάντων η φυγή, για πού; όπου τους έβγαζε η τύχη: Αθήνα, Αμερική, Αυστραλία… όσοι ή όσες δεν το αποφάσιζαν το μέλλον ήταν ορατό και πολύ προβλέψιμο. Ένας γάμος, ένα σπιτικό με παιδιά αλλά και με κατσίκια, βόδια, κήπους, σπορές, πολύς ο κόπος κι ας τους έλεγαν όλοι που ερχόταν τα καλοκαίρια για διακοπές… «τι ωραία που ζείτε εδώ στον καθαρό αέρα! μέσα στην φύση και μακριά από τις βουερές τις πολιτείες»…
Ξέραν καλύτερα αυτοί το «πως» ζούσαν όμως δεν είχαν καμία διάθεση να μπουν σε τέτοιου είδους συζήτηση άλλωστε δυστυχείς δεν υπήρξαν ποτέ γιατί είχαν «κάτι», έναν περίεργο πλούτο που δεν μπορούσαν ούτε να τον εξηγήσουν εύκολα αλλά και ούτε να τον μεταδώσουν στους καλοκαιρινούς επισκέπτες και φιλοξενούμενούς των!
Μα καθώς σιγά- σιγά ξημέρωνε η αυγή, ο κυρ – Κώστας, βλοσυρός όπως πάντα, με την Μοσχούλα πίσω του να ακολουθεί ποτέ δίπλα ή μπροστά του, ένα ζευγάρι που κανείς δεν ήξερε να πει αν αγαπιόταν ακόμα ή αν δεν άντεχε πια ο ένας τον άλλον, διέσχιζαν τώρα τους δρόμους της Πόλης με πρώτη στάση το «καριώτικο» καφενείο απέναντι από τον ηλεκτρικό σταθμό. Εκεί μέσα σε μία ατμόσφαιρα ομιχλώδη και βαριά, νοτισμένη με την αρμύρα της θάλασσας που μύριζε έντονα καραβίλα, τσιγάρο, τσίπουρο και χταποδάκι στα κάρβουνα κι ας ήταν τέτοια ώρα, αξημέρωτα σχεδόν … παράγγειλαν το πρωινό τους: έναν σκέτο βαρύ καφέ εκείνος κι ένα τσάι εκείνη.
Ο καφενές γεμάτος, ίσα που βρήκαν ένα τραπεζάκι μικρό, μπροστά από το φορτωμένο με πάμπολλα μικρά και μεγάλα ποτήρια «τεζάκι». Κάθισαν αφήνοντας κάτω τα πράγματα δίνοντας την πρέπουσα προσοχή στα λουκούμια «Συκουτρή» αυτά που πήραν από την Σύρο δώρο στα εγγόνια τους και απόδειξη πως πέρασαν το Κυκλαδίτικο πέλαγος κι αμέσως ετούτος ξεδίπλωσε με θάρρος και κρυφό καμάρι τον «ριζοσπάστη» που είχε πάρει πριν λίγο από το περίπτερο, χώθηκε μέσα με το κεφάλι παίρνοντας έστω κι αργά την εκδίκησή του σαν να έλεγε σε όλους όσους τον κοίταζαν:
« Να βλέπετε! εμείς εδώ είμαστε και νόμιμοι και υπολογίσιμοι»! βέβαια κανείς δεν τον πρόσεχε, μόνο η Μοσχούλα που ρουφούσε με θόρυβο το ρόφημα και πίσω από τα χοντρά γυαλιά της αμφίβολα αν τον έβλεπε κιόλας, αλλά ήταν σαν να του απαντούσε κι εκείνη με την σειρά της:
«και τι καταλάβαμε κι εμείς τόσα χρόνια… με τόσο κυνηγητό από όλους κι από αυτούς και απ’ τους δικούς μας»;
ως εδώ κι αυτά… δεν τολμούσε μεγαλόφωνα, παρά μόνο σαν σκέψεις τις περνούσαν από το μυαλό… και σε κάτι απίθανες ώρες πετούσε περίεργα υπονοούμενα για κάποιον, λέει, «Παπαρήγα» που είχαν κρυμμένο κάπου σ΄ ένα πατάρι, για κάτι «όπλα» που δεν έμαθαν ποτέ πως τα βρήκαν τα χωροφυλακίστικα αποσπάσματα… κάτι κουβέντες, άλλα των αλλών, ειπωμένες αποσπασματικά χωρίς να βγάζουν νόημα, και πεταμένες έτσι στο πουθενά σαν να το έκανε επίτηδες, να θυμίζουν τις μαύρες εποχές που τους έλαχαν να ζήσουν και που κανείς δεν τους ρώτησε στα χρόνια που ακολούθησαν τι πρόσφεραν ετούτοι στον αγώνα, τι ξόδεψαν από την ψυχή τους κι από την ζωή τους… τι και πόσο υπέφεραν για να ζήσουν καλύτερα οι επόμενοι… μα σαν τύχαινε και κάπως ακουγόταν τότε εκείνος, βλοσυρός όπως πάντα, της φώναζε αγριεμένος:
«Πάψε Μοσχούλα μην κάνεις παράσιτα»!
Είχε πια ξημερώσει για τα καλά μ΄ έναν καιρό έτοιμος για βροχή. Βγήκαν για να συνεχίσουν τον δρόμο τους και πριν πάνε στην στάση του λεωφορείου, βάζοντας το χέρι στην τσέπη βρίσκει τα ρέστα του καφετζή και τότε ανακαλύπτει ότι του είχε δώσει πέντε δραχμές παραπάνω… Η αντίδρασή ήταν αναμενόμενη για όσους γνώριζαν αυτόν τον «βλοσυρό όπως πάντα» κυρ – Κώστα. Οι πρώτες στάλες άρχισαν να πέφτουν, αφήνει εκεί καταμεσής στο πεζοδρόμιο την Μοσχούλα να τον περιμένει και τρέχοντας σχεδόν γυρίζει στον καφενέ, πάει κατευθείαν πίσω από το τεζάκι αφήνει το τάληρο επάνω λέγοντας: « Λάθος μου τάδωσες! αυτό είναι δικό σου… ». Τα ‘χασε προς στιγμή ο καφετζής, δεν το περίμενε γιατί ήταν και ιδεολογικοί αντίπαλοι, αλλά σαν έχεις «μούρη» έλεγε πάντοτε ο κυρ – Κώστας δεν δικαιούσαι να την λερώνεις μήτε και για «ταληράκια»… (αχ! που να ζούσες σήμερα να δεις τι γίνεται εδώ)…
Ας είναι… η βροχή όλο και δυνάμωνε κι αφού περίμεναν ώρα πολύ έφτασε κάποτε και το λεωφορείο, είχαν μαζευτεί αρκετοί και είχε κι άλλους τόσους μέσα. Μόλις σταμάτησε κι άνοιξε την πίσω πόρτα άρχισε ο κόσμος να μπαίνει βιαστικά, μαζί και ο κυρ – Κώστας με την Μοσχούλα πάντοτε να ακολουθεί, είπαμε ποτέ δίπλα μήτε και μπροστά, αλλά με την ομπρέλα ανοιχτή για να προστατεύει και τους δύο… Πάει ο οδηγός να ξεκινήσει και να κλείσει την πόρτα, αδύνατον!
Η Μοσχούλα εκεί όρθια με την ομπρέλα σταθερά ανοιχτή να προσπαθεί να μπει σπρώχνοντας όσο κι όσους μπορούσε! Ακολουθούν στιγμές έντασης με αρκετούς να βρίζουν και να φωνάζουν « Τι κάνεις ΄δω μέσα κυρά μου, πας καλά; Πού πας βούρλο! Κλείσε επιτέλους αυτή την παλιο/ομπρέλα σου, θα μας βγάλεις τα μάτια»!!!
και τότε εκείνη αφού σταθεροποιήθηκε, σίγουρη πως δεν θα πέσει… γυρίζει και τους βλέπει πίσω από τα χοντρά γυαλιά της, τώρα μια χαρά τους έβλεπε όλους αυτούς τους «κακομοίρηδες» για την Μοσχούλα να τους ανταπαντά με στεντόρεια φωνή φορτωμένη θυμό και νόημα:
« θα σας βγάλω εγώ τα μάτια; χα! χα! και που τάχετε; νομίζετε πώς βλέπετε»;
Χαρούλα Κ. Κοτσάνη