Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιος θρόνος.
Άγιος Βασίλης έρχεται από τον κάβο Πάπα,
βαστάει και στην πλάτη του μια μαλλιαρή θυλάκα,
να βάλει μέσα τα ψωμιά, τις τηγανίτες, τα λεφτά.
Εσένα αφέντη, πρέπει σου καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Και πάλι ξαναπρέπει σου, βάλε στραβά το φέσι σου,
και δίπλα το βρακί σου, να σκάσουν οι εχθροί σου.
Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά ταπανοφρύδα,
που έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος,
και του κοράκου τα φτερά τα ‘χεις ταπανοφρύδια.
Που όταν λουστείς και χτενιστείς και πας στην εκκλησιά σου,
η στράτα ρόδα γέμισε απ’ την περπατησιά σου.
Πολλά ‘παμε και της κυράς, ας πούμε και της κόρης.
Έχεις και κόρη όμορφη, που δεν έχει ιστορία,
ούτε στην Πόλη βρίσκεται, ούτε στη Βενετία.
Έχεις και κόρη όμορφη, βάλτηνε στο ζεμπίλι,
και κρέμασέτηνε ψηλά, να μη τη φάν’ οι ψύλλοι.
Πολλά ‘παμε, πολλά ‘παμε, μα δε μας εκεράσατε,
κι αν ακόμα θε να πούμε, βάλτε μας κρασί να πιούμε.
Εφάγαμε τον πετεινό, να φάμε και την κότα,
και δώστε το φλουράκι μας, να πάμε σ’ άλλη πόρτα.