Η εμπειρία του να πηγαίνεις για έκτη συνεχόμενη χρονιά σε έναν τόπο με τα περισσότερα… δημοσιογραφικά κλισέ
Γράφει η Ειρήνη Μιχαλούδη
Η συνάδελφος στο απέναντι γραφείο είναι και πάλι εκνευριστική. Μιλάει ακατάπαυστα για έναν τόπο, τον τόπο της, που αδιαφορώ να γνωρίσω. Η εμμονή της με κάνει να τον αντιπαθήσω χωρίς να έχω κανένα λόγο να το κάνω.
Τα πυκνά, σγουρά μαλλιά της πέφτουν άναρχα στους ώμους της, γελάει δυνατά, έχει πυκνά φρύδια, σκουρόχρωμη επιδερμίδα και σε κάθε πρόταση επαναλαμβάνεται σε ρυθμό τικ, μια και μόνο λέξη: «Ικαρία». Ας πρόσεχες! Ποιος σου είπε να γίνεις κολλητή με το απέναντι γραφείο!
Νήσος Μύκονος, εισιτήρια check, επτά ώρες, πρώτα Σύρος, Μύκονος, χαπάκι για τη ζαλάδα -το Ικάριο είναι «σκληρό» πέλαγος- και μετά ο αντιπαθητικός τόπος που λέγαμε. Στροφές, κι άλλες στροφές, βουνά και πράσινο και ταξί χωρίς ταξίμετρο, κάτοικοι χωρίς ρολόγια – «παππού, αλλάζει η ώρα την Κυριακή!» – «και ποιος πηγαίνει με την ώρα;» – χωριά, βράχια, παραλίες, Γιαλισκάρι, Μεσακτή (ή Μεσαχτή), το ταξίμετρο δε γράφει, οι πρώτες εντυπώσεις λίαν καλώς. Περνά επιεικώς τις εξετάσεις.
Η ζωή είναι εκεί ψηλά στα βουνά οπότε εκείνο το τιραντάκι μη μπεις στον κόπο να το βγάλεις από τη βαλίτσα. Εδώ «παίζουν» δυο-τρία ρούχα: σορτσάκι, μακρύ τζιν, φούτερ, μαγιό για όταν κατέβουμε στις παραλίες, καθαρό από μακιγιάζ πρόσωπο.
Η περιέργεια του τουρίστα περνά ευτυχώς γρήγορα, ώρα για το ψητό, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κρεατοφαγία, ξενύχτι, κρασί, ο ήλιος που δύει στο Αιγαίο, απέραντο γαλάζιο, θέα από τα βουνά, πράσινο και ύπνος τυλιγμένος σε κουβέρτες και παπλώματα. Έχει πανηγύρι σήμερα, κοιμήσου λίγο παραπάνω… Το πέτρινο σπίτι με τα κεραμίδια έχει φωλιάσει σε ένα ξέφωτο και έχει εξωπραγματική θέα στο χωριό και «πιάτο» τη θάλασσα. Τι άλλο θες για να πειστείς πως έτσι ίσως είναι ο παράδεισος;
Το κλειδί μένει πάνω στο αυτοκίνητο, το κλειδί της πόρτας πάνω στην κλειδαριά -άχρηστη!- «εδώ δεν κλειδώνουμε, ποιος να μπει;» Ποια Αθήνα είπαμε; Ο νους ξεδιαλύνει και όσο πυκνώνει η ομίχλη τόσο ο πνεύμονας, η καρδιά, ο εγκέφαλος, η ψυχή μαλακώνουν, γαληνεύουν, αποστραγγίζουν κάθε ζιζάνιο που έχει ριζώσει μέσα τους.
Άγιος Δημήτρης, Προφήτης Ηλίας, Βρακάδες (εκεί ξεκινά νωρίς το μεσημέρι), Προεσπέρα και η λίστα με τις επιλογές δεν έχει τελειωμό. Απόψε παίζει ο Φάκαρος, το πρώτο βιολί της Ικαρίας και άξιος εκπρόσωπος της Ικαρίας σε κάθε τηλεοπτικό κάλεσμα. Μη ξεχάσεις να πάρεις και γυαλιά ηλίου για το πρωί, το πανηγύρι τελειώνει όποτε… Είσαι έτοιμη να το ζήσεις και αυτό; Πανέτοιμη!
Την Ικαρία αξίζει να τη ζήσεις δίπλα σε ντόπιους. Στην ξύλινη τάβλα το κατσικίσιο κρέας μέσα σε χάρτινη «πιατέλα», μπουκάλια κόκκινο κρασί αραδιασμένα άτακτα (δε θέλει ρώτημα, γνήσιο ικαριώτικο0 μπολιαμένο στα χώματα, πατημένο σε ντόπια πατητήρια, καθαρό και ανόθευτο). Όχι δεν πρόκειται για τουριστικό οδηγό και δημοσιογραφικές γαλιφιές. Τίνος είσαι εσύ; Άσε τις συστάσεις και σήκω να χορέψεις. Παίζει πολύ το ταγκό εδώ. Γίνεται «παιχνίδι» αρσενικών και θηλυκών. Όλα παιγμένα με μαεστρία από το βιολί.
«Εσένα θα σε παντρέψουμε εδώ, σήκω και πες μου ποιος σου αρέσει…». Γέλια που ξεχύνονται από τα βάθη της ύπαρξής σου που δεν ήξερες ότι τα είχες μέσα σου. «Θεέ μου, εδώ ο έρωτας σε χτυπά κατακούτελα και δε φταίει το κρασί. Απομάκρυνε το κινητό, ποιος ξέρει σε ποιο απαγορευμένο πρόσωπο θα στείλεις μήνυμα…» Τα χέρια ενώνονται με το τσούρμο. Εκατομμύρια κυβικά κόκκους σκόνης έχουν μπλέξει στα σανδάλια και στα στραπατσαρισμένα all star.
Ο Ικαριώτικος! Έκσταση και το συναίσθημα πως ναι, έτσι είναι όταν είσαι ζωντανός. Δυο βήματα μπροστά, ένα πηδηματάκι, πίσω το πόδι, ένα βήμα ισορροπίας και πάλι από την αρχή. Μπορεί μια μικρή πίστα, έξω από την εκκλησία, μπροστά από την εξέδρα με τους μουσικούς να «σηκώσει» τόσους πολλούς;
Αν δεν έχεις δει να χορεύουν τον Ικαριώτικο σε κάποιο πανήγυρι της Ικαρίας, δεν έχεις δει τίποτα. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο το νησί γεμίζει με καραβιές από τουρίστες (Έλληνες και ξένους). Μη ψάχνεις να μάθεις το μυστικό της μακροζωίας. Εδώ ακριβώς είναι το μυστικό. «Αυτό για μένα είναι το καλύτερο ιατρικό τεστ. Τα πανηγύρια». Η ηλικία είναι απλά ένας αριθμός, η ψυχή είναι πάντα νέα όσο της το επιτρέπεις.
Έχουμε και λέμε. Ξενύχτι μέχρι το πρωί ή μεσημέρι. Άφθονο κρασί, ατελείωτος χορός, κατσίκι ντόπιο. Μάλλον κάτι λάθος κάνουν οι γιατροί και συμβουλεύουν για τα αντίθετα. Η κοινωνική ζωή είναι το παν. Να μπλέκεις τα χέρια σου με φίλους, συγχωριανούς και «ξένους». Θες μια ιστορία; Ένα τηλεοπτικό συνεργείο της αλλοδαπής, αναζητούσε στους ντόπιους το περίφημο ικαριώτικο DNA της «αθανασίας». Την αποστομωτική απάντηση έδωσε μια 85χρονη όταν τη σταμάτησαν στο δρόμο. «Μη με χασομεράτε… έχω να πάω φαγητό στη μητέρα μου».
Η Κυρά του Αργαλιού πάλι, όπως είναι γνωστή η κυρία Ιωάννα, είναι 106 ετών και ξακουστή υφάντρα. Διατηρεί στον Άγιο Δημήτρη εργαστήριο αργαλιού. «Έρχονται να με δουν απ’ όλον τον κόσμο για να μάθουν γιατί ζω ακόμη». «Και λοιπόν;». «Και με χαζομεράνε, πουλάκι μου!» Η κυρία Σοφία στα 90 πια, δε θέλει να τη βλέπουν οι συγχωριανοί της με το ακουστικό στο αυτί «θα πουν πως μεγάλωσα». Αγέρωχη, με ένα μελένιο βλέμμα, αρνείται να παραδεχτεί στον εαυτό της κυρίως, πως τα χρόνια της «τσαλάκωσαν» δέρμα και σώμα. Εντάξει, δεν είναι όλα τόσο τέλεια και ιδανικά. Υπάρχουν και αρρώστιες και μαυρίλες στην ψυχή και δύσκολοι χειμώνες και και και…
Το πανηγύρι τελείωσε μέχρι το επόμενο και το μεθεπόμενο. Το αυτοκίνητο παίρνει τις στροφές για μια εκδρομή στα λιγότερο τουριστικά μέρη. Ποια άγρια δύση, εδώ η κάμερα του κινητού δε φτάνει για να χωρέσει όλα αυτά τα μεγαλειώδη έργα της φύσης ή του Θεού για τους πιστούς: μεγαθήριοι βράχοι, πετρώματα, χωριουδάκια που κρέμονται στο έλεος του γκρεμού, αέρας βουνήσιος αναμεμιγμένος με την αλμύρα της θάλασσας, χωματόδρομοι, λίμνες. Ξυλοσύστης, Λιβάδι, Χρυσόστομος και παρακάτω η ξακουστή παραλία -καρτ ποστάλ Σεϋχέλλες και σε άλλο σημείο η πανέμορφη αμμουδιά του Να, ένας μικρός κόλπος με μεγάλες κραιπάλες- έρωτες, άφθονη γυμνή σάρκα, ανεμελιά, πάρτι, νυχτερινά ξελογιάσματα.
Μη κολλάς στα κλισέ «εναλλακτική Ικαρία, το νησί των αιωνόβιων» κλπ. Μείνε στο ότι εδώ πετάς τα περιττά και κρατάς την ουσία. Α, και μη ξεχάσεις να βάλεις στις αποσκευές σου ντόπιο τυρί (καθούρα), κρασί, βότανα και εκείνη τη θέα. Πώς γυρίζει κανείς στην Αθήνα;