Table of Contents
Κώστας Παπαvτωνίου
Βρισκόμαστε κάπου στο 1952. Ο πόλεμος στον Γράμμο έχει σταματήσει. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι παρελθόν. Όχι όμως και οι πολιτικές διώξεις των κομμουνιστών που έχουν όραμα έναν κόσμο “χωρίς πείνα και πόλεμο”. Έτσι όπως είχε πει κι ο Νίκος Μπελογιάννης.
“Μια μέρα ένας αποσπασματάρχης που κυνηγούσε τους αντάρτες στην Ικαριά σταμάτησε το γερο-Παντελή.
– Πέρασαν οι Βούλγαροι, γέρο, του λέει, απ’ εδώ; Τους είδες; Για πού τράβηξαν;
– Ποιος είσ’ ελόγου σου και για ποιους Βουλγάρους μιλάς;
– Είμαι διοικητής του αποσπάσματος δίωξης των Βουλγάρων, ζητάμε να μας βοηθήσεις για να τους εξοντώσουμε.
– Δε σε γνωρίζω, αλλά ας είσαι ό,τι θέλεις κι όποιος θέλεις. Εγώ είμαι γέρος, όπως βλέπεις. Πολέμησα για την πατρίδα το 1912, τότες που ελευθερώσαμε το νησί μας από τους Τούρκους. Την πατρίδα την υπερασπίστηκαν και τα παιδιά μου το 1940 και σ’ όλη την Κατοχή. Είδαν πολλά τα μάτια μου. Απ’ εδώ πέρασαν Τούρκοι, πέρασαν Γερμανοί και Ιταλοί κι Εγγλέζοι, τώρα ήρθαν και Αμερικανοί με τα υδροπλάνα τους, λέει, για να πάρουν τα λουτρά να τα κάνουν δικά τους, μα Βούλγαροι ώς τώρα δεν πάτησαν το πόδι τους σε τούτα ‘δώ τα χώματα.
– Άσε τις πονηριές, παλιόγερε! Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις τι σου λένε και μ’ άρχισες με τις θεωρίες. Οχιά είσαι και συ φαρμακερή. Τέτοιοι είστε όλοι εδώ πέρα. Καλά θα κάνει ο Θεός να τον βουλιάξει τούτο τον ξερόβραχο, να σβήσει από τον χάρτη και μαζί του να σβήσετε κι εσείς.
– Εγώ είπα σου ό,τι έπρεπε να σου πω. Άμα θέλεις κι άλλα, άσ’ με ήσυχο και πήγαινε στον διάβολο, να βρεις ό,τι γυρεύεις.
Και ο κύριος αποσπασματάρχης συνέχισε το βρισίδι, ώσπου κουράστηκε κι έφυγε μαζί με τα σαΐνια του”.
Βρισκόμαστε κάπου στο 1952. Ο πόλεμος στον Γράμμο έχει σταματήσει. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι παρελθόν. Όχι όμως και οι πολιτικές διώξεις των κομμουνιστών που έχουν όραμα έναν κόσμο “χωρίς πείνα και πόλεμο”. Έτσι όπως είχε πει κι ο Νίκος Μπελογιάννης.
Σε όλη την Ελλάδα οι εναπομείναντες αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού ήταν μετρημένοι. Στη Βουλή γινόταν συζήτηση με θέμα για τα “υπολείμματα του συμμοριτισμού” και υπολογίζονταν όλοι κι όλοι 37 άνθρωποι σ’ όλη την Ελλάδα. Οι περισσότεροι βρίσκονταν στην Κρήτη, ένας ακόμη έστεκε στην Πελοπόννησο, μερικοί στη Θάσο και στη Μυτιλήνη και οκτώ στην Ικαρία.
Ένας από τους οκτώ, ο Αντώνης Καλαμπόγιας, αφιέρωσε χρόνια αργότερα ένα βιβλίο στη φιλοξενία της Ικαρίας προς τους εξόριστους και τους αντάρτες στα χρόνια του εμφυλίου.
Έγραψε για τους ανθρώπους του “Κόκκινου Βράχου” (χρονικό από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή), όπως τον αποκαλούν ακόμη και σήμερα, που έδειξαν βαθύ αίσθημα αλληλεγγύης κι απέτρεψαν έτσι την εξόντωση των τελευταίων ανταρτών του ΔΣΕ, οι οποίοι διέφυγαν τελικά μ’ ένα καΐκι στις 17 Ιουνίου 1955.
Στο καΐκι ήταν καπετάνιος ο Ικαριώτης κι ασπρομάλλης μπαρμπα-Κώστας, για καιρό εξόριστος στη Μακρόνησο και μετά στον Άη Στράτη. Όταν πήρε άδεια, αντί να αποσυρθεί και να κάνει ήρεμη ζωή, διάλεξε τον δύσκολο δρόμο. Επισκεύασε το κατεστραμμένο από τους χωροφύλακες καΐκι του και φυγάδευσε από την Ικαρία τους τελευταίους αντάρτες, στους οποίους είχε δώσει εντολή το κόμμα να φύγουν από το νησί.
Όπως καταγράφεται στον Β’ Τόμο του δοκιμίου “Ιστορία του ΚΚΕ, 1949-1968″, στη σελίδα 199: “Οι οκτώ δραπέτες ήταν οι Γκότζιος Χαράλαμπος, Καλαμπόγιας Αντώνης, Λίτσας Κώστας, Μαυρίκης Φίλιππος, Μπάφας Μήτσος, Παπαγεωργάκης Στεφανής, Τσαμπής Στρατής και Τσερμέγκας Γιάννης. Μετά από ταξίδι 7 ημερών με καΐκι έφτασαν στην Αλβανία και μετά με σοβιετικό πλοίο πέρασαν στη Ρουμανία.”
Και για πάντα στο νησί να έμεναν όμως οι οκτώ, δεν θα πέφταν θύματα προδοσίας. Γιατί δίπλα στο παράδειγμα του μπάρμπα-Κώστα, όπως σημειώνει ο Αντώνης Καλαμπόγιας, μπαίνουν τα παραδείγματα πολλών ακόμη. Ακόμη και δεξιών, σαν τον θαμώνα που “ψάρεψε” ένας αγωνιστής σε καφενείο.
Γνωστός για τις δεξιές του πεποιθήσεις, δεν θα ήταν παράλογο να “ξελογιαστεί” από τα παχυλά ποσά των επικηρύξεων, τα οποία έφταναν 25 εκατομμύρια το.. κεφάλι. Ήταν το αποκορύφωμα της προσπάθειας του κράτους να βρει τους “συμμορίτες”, όπως αποκαλούσε τους πραγματικούς αγωνιστές, τους οποίους μέχρι τότε δεν κατόρθωνε να ξετρυπώσει γιατί βοηθούσαν στο κρύψιμό τους οι Ικαριώτες.
Ο θαμώνας λεγόταν Κίτσος, κι ο αγωνιστής που τον ψάρευε Κώστας.
“-Πάντως, Κίτσο, δεν είναι κι άσχημο να πασχίζει κανένας για να ψάξει να τους βρει, να πάρει το παραδάκι και να την αμολήσει για κάπου αλλού. Είναι κάμποσα εκατομμύρια. Ασφαλίζεις τη ζωή σου.
-Δεν ξέρω, Κώστα, αν μιλάς σοβαρά ή αστειεύεσαι. Αλλά άκου, άκου να σου πω. Αυτήν τη δουλειά δεν την κάνει κανένας τίμιος άνθρωπος, ούτε δεξιός, ούτε αριστερός. Τι θες, να θρέψεις τα παιδιά σου με χρήματα βαμμένα στο αίμα; Καλύτερα φτωχός και με καθαρό το μέτωπο. Καλύτερα ψωμί και κρεμμύδι, παρά καλοπέραση με βρόμικα χρήματα.
Όπως καταγράφει ακόμη ο Α. Καλαμπόγιας, όποτε ο κόσμος έβλεπε εκείνους που γέμιζαν χαρτιά τους τοίχους μ’ επικηρύξεις, γελούσε.
Χαρακτικό της Βάσως Κατράκη
“Τους άρπαξαν απ’ τα σπίτια την ώρα του ύπνου”
Η φιλοξενία των Ικαριωτών φάνηκε από τις πρώτες καραβιές εξόριστων που κατέφτασαν στο νησί στα μέσα του 1946. Ώς τα τέλη του 1947 στο νησί είχαν φτάσει 14.000 εξόριστοι, τη στιγμή που ο ντόπιος πληθυσμός έφτανε τα 11.000 με 12.000 άτομα.
Όταν έκαναν την εμφάνισή τους στο νησί οι πρώτες καΐκιές, ο κόσμος απορούσε. “Οι άνθρωποι αυτοί δεν μοιάζαν μ’ επισκέπτες, ούτε με παραθεριστές. Έβλεπες ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, που έδειχναν ότι τους άρπαξαν από τα σπίτια τους την ώρα του ύπνου. Πολλοί φορούσαν τα νυχτικά και τις παντόφλες του σπιτιού. Κάποιος φορούσε πιτζάμες και κρατούσε στο χέρι του μια ομπρέλα, το μόνο που πρόλαβε να πάρει βγαίνοντας τα μεσάνυχτα συνοδεία από το σπίτι του”.
Κλείνοντας τους εξόριστους στα στρατόπεδα, το κράτος πίστευε ότι ξεμπέρδεψε. Οι Ικαριώτες αναρωτιούνταν “τι άνθρωποι να ‘ταν τάχα; Γιατί να ‘ναι τόσο σκυθρωποί κι αγέλαστοι;”. Αναρωτιούνταν: “Εχθρούς της πατρίδας τους λένε, ‘Βούλγαρους’ τους λένε, να ‘ναι αλήθεια; Μπορεί να ‘ναι από τούτους εδώ κανένας Βούλγαρος; Όχι, ψέματα λένε οι θεομπαίχτες. Μα, ό,τι και να ‘ναι, επιτρέπεται αυτή η απανθρωπιά; Γιατί τους έχουν έτσι;”
Υπόκλιση ακόμη κι απ’ τους χωροφύλακες
Σύντομα οι ντόπιοι θα καταλάβαιναν με τι ανθρώπους είχαν να κάνουν. Φάνηκε περίτρανα ακόμη και στα λόγια του μανιακού “Καψοκαλύβα”, διοικητή των αποσπασμάτων της Χωροφυλακής, ο οποίος είχε πάρει τ’ όνομα αυτό από τα πολλά σπίτια που έκαψε. Ήταν τότε που δεξιοί κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν στον ίδιο πως τα όργανά του τους έκλεψαν και σαν αποτέλεσμα των καταγγελιών τους ο “Καψοκαλύβας” μπροστά στον κόσμο τσάκισε επιδεικτικά στο ξύλο των αρχι-ΜΑΫ Καστανιά.
“Τον ‘Καψοκαλύβα’, όταν βασάνιζε κάποιον, τον έπιανε κρίση μανιακού και δεν ήξερε τι έλεγε. Έτσι, όταν χτυπούσε τον αρχι-ΜΑΫ, του ξέφευγαν και μερικές αλήθειες:
– Βρε ρουφιάνε, οι αντάρτες πεινάν, μα περνάνε από τους κήπους και προσέχουν μην πατήσουν τα φυτά. Ένα πράσινο φύλλο δεν κλέβουν να φάνε. Εσείς μέσα σ’ ένα κατακλέψατε όλο τον κόσμο. Ούτε της Παναγιάς τα μάτια δεν αφήσατε” καταγράφει ο Α. Καλαμπόγιας.
Έδωσαν κομμάτι κι απ’ τον κήπο τους
Οι Ικαριώτες όχι μόνο δεν κατέδωσαν ποτέ τους αντάρτες. Όχι μόνο δεν κακολόγησαν τους χιλιάδες εξόριστους που είδαν μαζικά να καταφθάνουν στη μικρή τους νησίδα γης. Αλλά βοηθούσαν σταθερά και στην καθημερινότητα των αγωνιστών. Σ’ ένα από τα χωριουδάκια, όταν προσέφεραν οι ντόπιοι για πρώτη φορά τρόφιμα, η στιγμή ήταν συγκινητική.
“- Πόσα χρωστάμε; λέει ο υπεύθυνος της ομάδας στους νέους που παρέδωσαν τα τρόφιμα.
– Τίποτα δεν χρωστάτε. Αυτά είναι δώρο του χωριού στην ομάδα.
– Πώς; Δώρα; Όχι, δεν γίνεται. Η ομάδα θα χρειαστεί να παίρνει τακτικά φρούτα και λαχανικά από τους χωριανούς. Τότες, τι θα γίνει;
– Άκου, συναγωνιστή. Το χωριό, απ’ αυτά που παράγει, θα σας εφοδιάζει δωρεάν. Αν έχετε τίποτα οικονομίες, μπορείτε να τις διαθέσετε για ν’ αγοράσετε κάτι που δεν έχουμε εμείς να σας δώσουμε.
Η συγκίνηση είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του υπεύθυνου και των άλλων που ‘στεκαν αμίλητοι και παρακολουθούσαν.
– Να, μια γυναίκα μας είπε, είπε ο ίδιος ο νέος, ότι θέλει να σας δώσει ένα κομμάτι από τον κήπο που έχει φυτέψει ντομάτες και να μαζεύετε μόνοι σας τον καρπό, όποτε σας κάνει ανάγκη. Για τους χωριανούς δεν είναι δύσκολο. Δίνουν όλοι από λίγα και το ποσό συγκεντρώνεται”.
Δεν ήταν όμως μόνο η προσφορά, ήταν και η αυταπάρνηση. Και η αυτοθυσία. Την περίοδο που κυνηγούσαν τους οκτώ εναπομείναντες αντάρτες του ΔΣΕ, από τους κατοίκους δεν έβγαινε κουβέντα που θα διευκόλυνε στον εντοπισμό τους. Το κράτος αντέδρασε με συλλήψεις σ’ όλο το νησί. Γέμισαν πάλι τα κρατητήρια κι έπιασαν κόσμο απ’ όλα τα χωριά, χωρίς όμως να πετύχουν κάτι. Το παράδειγμα του Καστανή είναι χαρακτηριστικό.
“’Τη νύχτα πήραν τον πατέρα μου’ ήρθε και μας είπε ένα αμούστακο παλικάρι, ο Νικολάκης, το παιδί του Καστανή. ‘Νόμιζες ότι έπιαναν κανένα ληστή, έτσι χύθηκαν μέσα στο σπίτι και τον άρπαξαν. Δεν ξέρω πώς είχε μάθει ότι θα τον έπαιρναν και τους περίμενε. Ήρθαν κατά τα μεσάνυχτα. Ο πατέρας δεν είχε κοιμηθεί. Είχε ξαπλώσει, κάπνιζε το ‘να τσιγάρο πάνω στ’ άλλο.
Για μια στιγμή με φώναξε και μου είπε:
“Εγώ θα φύγω, θα με πάρουν απόψε, δεν ξέρω πότε θα γυρίσω σπίτι. Εδώ αφήνω εσένα. Οι άλλοι είναι μικροί. Εσύ μεγάλωσες, έχεις τα δεκαέξι τώρα. Με τη μάνα σου μαζί θα αποφασίζετε για τις δουλειές. Τώρα άκου και το πιο δύσκολο χρέος σου: Τους ξέρεις τους δικούς μας, κατάλαβες; Όταν χρειάζεται, όταν σου λέει η μάνα, εσύ θα πηγαίνεις να τους ανταμώνεις’.
Αυτά μου είπε ο πατέρας χτες προτού τον πάρουν και η μάνα απόψε μ’ έστειλε να σας πω για τις συλλήψεις και να σας δώσω κι αυτό το δέμα. Τη θέση του πατέρα την πήρα εγώ, να μου ‘χετε εμπιστοσύνη -όπως είχατε στον πατέρα μου- κι ας είμαι μικρός. Ας μη νομίζουν αυτοί που πιάνουν αράδα κόσμο πως θα μείνετε μόνοι σας'”.
Από πάντα “κόκκινη”
Εξηγώντας τη στάση των κατοίκων του νησιού προς τους αγωνιστές, ο Αντώνης Καλαμπόγιας, που πέθανε στις 9 Ιουλίου του 1998 σε ηλικία 71 ετών, στάθηκε στη μακρά παράδοση της Ικαρίας στους αγώνες.
“Δεν ήταν τυχαίο το ότι στην εποχή που η Ελλάδα συγκλονιζόταν από τον Εμφύλιο πόλεμο, που άναψαν μεθοδικά οι Αγγλοαμερικανοί, η Ικαρία διαλέχτηκε σαν τόπος εξορίας. Η Ικαριά στα μαύρα χρόνια της Κατοχής είχε ξεσηκωθεί σύσσωμη στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Ο λαός πήρε την εξουσία μ’ επικεφαλής τους αγωνιστές του ΕΑΜ, δηλαδή μ’ αυτούς που τους έλεγαν ‘κόκκινους’. Δημιούργησε Λαϊκά Συμβούλια, οργάνωσε Λαϊκή Δικαιοσύνη, Λαϊκή Πολιτοφυλακή. Έστησε τις απελευθερωτικές σημαίες του στις πόλεις και στα χωριά. Ανάσαινε λεύτερος. Και περίμενε τη μεγάλη στιγμή να ενωθεί με μια Ελλάδα λεύτερη πια από τα ξένα δεσμά, χωρίς, ωστόσο, να έχει καμιά επαφή με τη μεγάλη στεριά.
Στα μάτια των αντιδραστικών δυνάμεων, που επιβλήθηκαν στην πατρίδα μας με τα αεροπλάνα και τα κανόνια του Σκόμπι, το νησί αυτό, με τη λαϊκή αυτοδιοίκηση και τους καινούργιους επαναστατικούς ανέμους, φάνταζε σαν το κόκκινο πανί στα μάτια του ταύρου. ‘Κόκκινο Βράχο’ το πολιτογράφησαν οριστικά.
Και το διάλεξαν σαν τόπο μαζικής εξορίας των αγωνιστών της Αντίστασης. Τι κι αν οι εξόριστοι εδώ θα ‘φταναν να γίνουν πιο πολλοί από τον ντόπιο πληθυσμό; Οι αντιλαϊκές δυνάμεις δεν είχαν να χάσουν τίποτα, όπως ‘λέγαν, από τούτη την ξερόπετρα και τους κατοίκους της. Άλλωστε, απ’ αυτούς εκεί τι να χάσεις; Όλοι τους ίδιοι ήταν”.
Αναδημοσίευση από : https://left.g