Τα περί «ανεξαρτησίας» της Κρήτης ή νησιών του Αιγαίου είναι φληναφήματα, καθώς οι σχετικές διεθνείς συμφωνίες δεν λήγουν ποτέ
Του Αγγελου Μ. Συριγου*
Το 2012 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, κατά τους οποίους η Ελλάδα διπλασίασε την εδαφική της έκταση και ενσωμάτωσε στον εθνικό κορμό προαιώνιες κοιτίδες Ελλήνων. Με αφορμή αυτήν την επέτειο, έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου τρία χρόνια, διαδικτυακά, μία θορυβώδης προπαγάνδα που εστιάζεται κυρίως στο εδαφικό καθεστώς της Κρήτης. Πρόσφατα, δημοσίευμα λαϊκίστικης αυστριακής εφημερίδας ενέπλεξε και την Ικαρία. Τα διαδικτυακά φληναφήματα αναφέρουν δύο σημεία: είτε την ενεργοποίηση κάποιας ανύπαρκτης ρήτρας στις συνθήκες του 1913 για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικώς με το μέλλον της Κρήτης είτε τη δήθεν λήξη των συνθηκών λόγω παρελεύσεως εκατονταετίας από τη συνομολόγησή τους, που ξαναθέτει επί τάπητος το εδαφικό καθεστώς τους.
Η δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας
Παρά τα αλλεπάλληλα επαναστατικά κινήματα καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Κρήτη παρέμεινε μέχρι το 1897 υπό οθωμανική κυριαρχία. Η σφαγή Χριστιανών στα Χανιά τον Ιανουάριο του 1897 και η απόφαση της ελληνικής κυβερνήσεως να αντιδράσει στρατιωτικά οδήγησαν τις μεγάλες δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Ιταλία) να συμφωνήσουν ότι έπρεπε να δοθεί στην Κρήτη κάποιο καθεστώς αυτονομίας χωρίς να θίγεται η εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897, που κατέληξε σε βαριά ήττα της Ελλάδος. Δημιουργήθηκε η αυτόνομη «Κρητική Πολιτεία» υπό την ψιλή κυριαρχία του Σουλτάνου με πρώτο διοικητή, «Υπατο Αρμοστή», τον Γεώργιο, υιό του Βασιλέως των Ελλήνων. Σε αντίθεση με κάθε λογική, η νικήτρια στο πεδίο της μάχης Τουρκία έβγαινε ακρωτηριασμένη, ενώ η Ελλάδα μπορούσε με αισιοδοξία να προσβλέπει στη μελλοντική ένωση της Κρήτης. Οι διεθνείς ισορροπίες, όμως, και οι δύσκολες σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία απέτρεπαν διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις να κάνουν το αποφασιστικό βήμα. Το αυτό ίσχυσε και όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ελλάδος ο Κρητικός πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος.
Παράλληλες διασκέψεις
Η κατάσταση άλλαξε με την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου τον Οκτώβριο του 1912. Την ημέρα που αποχωρούσε ο Ελληνας πρεσβευτής από την Κωνσταντινούπολη, γίνονταν στην Αθήνα δεκτοί στο ελληνικό Κοινοβούλιο μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού και συγκινήσεως οι βουλευτές από την Κρήτη. Τους επόμενους μήνες, ο ελληνικός στόλος απελευθέρωσε όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου που βρίσκονταν υπό οθωμανική κατοχή. Εξαίρεση απετέλεσαν τα Δωδεκάνησα που είχαν καταληφθεί, στις αρχές του 1912, από τους Ιταλούς.
Την ειρήνευση στην περιοχή ανέλαβε να φέρει τον Δεκέμβριο του 1912 διάσκεψη στο Λονδίνο στην οποία συμμετείχαν οι εμπόλεμοι. Οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ενδιαφέρονταν να διασφαλίσουν την απόσπαση των εδαφών που είχαν καταλάβει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το θέμα του διαμοιρασμού των εδαφών ερχόταν σε δεύτερο στάδιο. Παράλληλα, οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκίνησαν δική τους διάσκεψη στο Λονδίνο σε επίπεδο των πρέσβεων. Στόχος τους ήταν να ελέγξουν τις ισορροπίες στα Βαλκάνια και να μετατρέψουν τη συνδιάσκεψη των εμπολέμων σε θεατή, που απλώς θα επικύρωνε τις αποφάσεις τους.
Οι Συμφωνίες Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών
Τελικώς, τους όρους της συνθήκης ειρήνης καθόρισε η πρεσβευτική διάσκεψη των Μεγάλων Δυνάμεων. Η σχετική συνθήκη υπεγράφη στο Λονδίνο στις 17/30 Μαΐου 1913. Η Συνθήκη του Λονδίνου θεωρήθηκε προκαταρκτική της τελικής συμφωνίας που θα υπέγραφε κάθε εμπόλεμο κράτος ξεχωριστά με την Τουρκία για τη λεπτομερειακή διευθέτηση επιμέρους διαφορών. Τα πάντα αφήνονταν να ρυθμισθούν οριστικά σε μια επόμενη φάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η Κρήτη δεν ενωνόταν με την Ελλάδα, αλλά εκχωρούνταν σε όλους τους συμμάχους (άρθρο 4): «Η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών δηλοί ότι εκχωρεί εις τας Αυτών Μεγαλειότητας του Συμμάχους Ηγεμόνας την νήσον Κρήτην και ότι παραιτείται υπέρ Αυτών πάντα των ων εκέκτητο επί της νήσου ταύτης κυριαρχικών και άλλων δικαιωμάτων».
Το μελλοντικό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου που είχαν απελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό αφέθηκε στη «φροντίδα» των Μεγάλων Δυνάμεων (άρθρο 5).
Οι συνθήκες σοβαρής αστάθειας που δημιουργούσε η Συνθήκη του Λονδίνου δεν άργησαν να φανούν, με προστριβές μεταξύ των Βαλκάνιων συμμάχων. Οταν στα μέσα του Ιουνίου 1913 ξεκίνησαν αιφνιδιαστικά οι εχθροπραξίες με τους Βούλγαρους που οδήγησαν στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, οι τελευταίοι βρήκαν απέναντί τους, πέραν της Ελλάδος και της Σερβίας, το Μαυροβούνιο, τη Ρουμανία αλλά και την Τουρκία.
Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που υπεγράφη στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913, ρύθμισε τις εδαφικές εκκρεμότητες που είχε αφήσει η Συνθήκη του Λονδίνου. Το θέμα της Κρήτης καθορίσθηκε στο άρθρο 5 που αναφερόταν στα μεταξύ της Ελλάδος και της Βουλγαρίας σύνορα. Στο τέλος του άρθρου αναφέρθηκε: «Συνομολογείται ρητώς ότι η Βουλγαρία παραιτείται πάσης επί της νήσου Κρήτης αξιώσεως». Η ίδια διάταξη επανελήφθη στο άρθρο 5 του ελληνοσερβικού πρακτικού (proces-verbal) που υπεγράφη στο Βελιγράδι στις 3/16 Αυγούστου 1913 μεταξύ των πρωθυπουργών Βενιζέλου και Πάσιτς.
Κατάργηση διομολογήσεων
Ακολούθως, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε προς όλα τα κράτη με τα οποία διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις ότι ο θεσμός των διομολογήσεων είχε καταργηθεί στις «νέες χώρες» του βασιλείου, στις οποίες περιλαμβανόταν και η Κρήτη. Ολες οι Μεγάλες Δυνάμεις και σχεδόν όλα τα άλλα κράτη ενημέρωσαν ότι έλαβαν γνώση της ανακοινώσεως, αναγνωρίζοντας εμμέσως πλην σαφώς την ελληνική κυριαρχία και στην Κρήτη. Με αυτόν τον τρόπο έγινε διεθνώς αποδεκτή η ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα. Σε κανένα από όλα αυτά τα διεθνή κείμενα δεν αναφέρεται κάποιος όρος περί δημοψηφίσματος ή οποιαδήποτε αλλαγή που θα συμβεί όταν κλείσουν 100 χρόνια από τις σχετικές συνθήκες.
Ως προς τα νησιά του Αιγαίου, η Σύμβαση περί Ειρήνης των Αθηνών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που υπεγράφη τον Νοέμβριο του 1913, επανέλαβε απλώς ότι η σχετική απόφαση εναπέκειτο στις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι τελευταίες συνέδεσαν το καθεστώς των νησιών με τη δημιουργία του αλβανικού κράτους. Οταν τον Φεβρουάριο του 1914 η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αποχωρήσει ο ελληνικός στρατός από τη Βόρειο Ηπειρο, οι Μεγάλες Δυνάμεις κοινοποίησαν με διπλωματική διακοίνωση την απόφασή τους. Τα νησιά διατηρούνταν υπό ελληνική κυριαρχία, εκτός από την Ιμβρο και την Τένεδο που αποδίδονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Τουρκία αρνήθηκε να αποδεχθεί τη διακοίνωση που έμεινε κενό γράμμα λόγω του επακολουθήσαντος Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το θέμα λύθηκε οριστικά με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Σύμφωνα με το άρθρο 12, όλα τα νησιά του Αιγαίου που είχαν απελευθερωθεί το 1912-13 πέρασαν υπό ελληνική κυριαρχία. Εξαίρεση απετέλεσαν η Ιμβρος και η Τένεδος που δόθηκαν στην Τουρκία.
Το Διεθνές Δίκαιο είναι πολύ αυστηρό
Αξίζει να σημειωθεί ότι το διεθνές δίκαιο είναι εξαιρετικά αυστηρό ως προς τη σημασία συνθηκών που καθιερώνουν σύνορα. Κατ’ αρχάς οι συνθήκες αυτές δεν έχουν ημερομηνία λήξεως. Επιπλέον, στη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969) επιτρέπεται, υπό συγκεκριμένους όρους, η επίκληση της ρήτρας της «θεμελιώδους μεταβολής των περιστάσεων» (rebus sic stantibus) ως λόγος λύσεως, αποχωρήσεως ή αναστολής λειτουργίας μιας συνθήκης. Εξαιρούνται όμως ρητώς από την εφαρμογή αυτής της ρήτρας οι συνθήκες που καθιερώνουν σύνορα (άρθρο 62, παρ. 2α). Ανάλογη πρόβλεψη εμπεριέχεται στο άρθρο 11 της Συμβάσεως της Βιέννης για τη Διαδοχή Κρατών ως προς τις Συνθήκες (1978). Ο λόγος είναι ότι τέτοιες συνθήκες είναι εξαιρετικά σημαντικές για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και δεν επιτρέπεται η εύκολη μεταβολή τους.
Συμπερασματικά, η Κρήτη και τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Οι σχετικές διεθνείς συνθήκες του 1913 και του 1923 είναι σαφείς, δεν λήγουν και δεν περιέχουν όρους περί δημοψηφισμάτων. Οι διακινούμενες απόψεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν τοπικιστικές γραφικότητες, εάν ήταν σίγουρο ότι εκπορεύονται από την Ελλάδα και δεν αναπαράγονται απλώς εδώ.
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι δικηγόρος και επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής