Πόσοι αξίωσαν επ’ αμοιβή τις υπηρεσίες της και γεύτηκαν το πρόσκαιρο αγκάλιασμά της, έχει χάσει πια τον λογαριασμό. Θυμάται μόνο εκείνους τους ευγενείς και μειλίχιους που εκτόνωσαν τα πιο σαδιστικά τους ένστικτα πάνω της, κάποιους τραχείς που ξέσπασαν στο κορμί της με απύθμενο θυμό και μερικούς από τους βιτσιόζους, που έφερναν σύνεργα ή και συνεργάτες για να καταφέρουν να φτάσουν στην κορύφωση…
Στρώμα νερού τυλίγει το κακοπερασμένο κορμί της, το λικνίζει απαλά ή το χτυπά με ορμή στα πελάγη της υποταγής, σαν ο κάθε φορά πορθητής, ξεχύνεται ασυγκράτητος να την κατακτήσει ολοκληρωτικά. Εκπορνευόμενη μέχρις εσχάτων, μισόγυμνη και απωθητικά πρόστυχη, ακροπατεί τρεκλίζοντας πάνω σε σέξι δεκάποντο και ζητιανεύει από τους προστάτες, τη δόση της… Χωρίς αυτήν, φαντάζεται πως δεν είναι ικανή να αντέξει άλλο.
Η μυρωδιά του φτηνού σαπουνιού που δεν ξεπλένει ούτε των άλλων τις ανομίες κι επιθυμίες, ούτε τη δική της αποφορά, τη χτυπά στα ρουθούνια σα φτηνιάρικο πατσουλί, αγορασμένο σε παζάρι της Ανατολής. Η όψη της στον ραγισμένο καθρέφτη του νου, δείχνει σαφή ίχνη μιας παλιάς ομορφιάς κι ενός μεγαλείου που τσακίστηκε, ξεπουλημένο σε μύρια ξένα αγκαλιάσματα. Τίποτα δεν θυμίζει πως κάποτε λάτρευε τις τέχνες και τη φιλοσοφία, πως ήταν εκείνη η αφορμή να γεννηθούν σκέψεις γόνιμες και πρωτοπόρες, να ξυπνήσουν συναισθήματα μοναδικά, να γίνουν απίστευτες θυσίες από εκείνους τους ολίγους που πραγματικά την αγάπησαν και θέλησαν να τη «σώσουν». Μα η διαφθορά, την έχει διαποτίσει μέχρι μυελού οστών και να σωθεί πλέον δεν θέλει. Γυρεύει και προσδοκά την τελευτή της, μα είναι δειλή ως και για να την προκαλέσει…
Στο παλιό λαβομάνο, λαβωμένες ξεψυχούν οι μέρες, όμοιες η μία με την άλλη. Σα σκηνές από ταινία του Αγγελόπουλου, με το πλάνο καθηλωμένο για να υπογραμμίσει την προϊούσα παρακμή. Σα ποίημα χωρίς λέξεις, δίχως νόημα…
Οι πόρτες του οίκου αντοχής ανοιγοκλείνουν διαρκώς, νέοι πελάτες έρχονται, οι παλιοί ξαναπερνούν για ένα στα γρήγορα, οι ανικανοποίητοι αναζητούν ολοένα και πιο ακραίες συγκινήσεις, οι γηραλέοι προφασίζονται διάφορα για να καλύψουν τις αδυναμίες τους και να συγκαλύψουν τις επιθυμίες τους, κάτω από ένα λερό σώβρακο. Κλέφτες κι αστυνόμοι που εναλλάσσουν ρόλους, πότε αλληλοεξυπηρετούνται, πότε αντιμάχονται. Βγαίνουν μαχαίρια, αστράφτουν λάμες, περιπολικά σφυρίζουν, καγκελόπορτες ανοίγουν και κλείνουν, το ίδιο και τα στόματα. Διάφορες νεόκοπες εταίρες προσέρχονται με θράσος στα κόκκινα φώτα, για να διδαχθούν την τέχνη της αποπλάνησης.
Στης περιπλάνησης την αδυναμία, προσμένει πως κάποιος ίσως βρεθεί να της πιάσει το χέρι, με αληθινό ενδιαφέρον. Να δει κάτω από τα φτιασίδια και τις μπογιές, το αργασμένο από τα κλάματα δέρμα. Να γιάνει τα μπλαβιά σημάδια στα μέλη της από το θανατερό σφιχταγκάλιασμα των πάμπολλων πελατών…
Μια πατρίδα, φτηνοπόρνη. Προσφέρεται εκουσίως-ακουσίως από κυβερνητικούς «προστάτες» σε τροϊκανούς «πελάτες», ικανοποιώντας πειθήνια όλα τους τα βίτσια. Λερωμένη από σπέρμα και αίμα, πολιτικών κομμάτων και πρωθύστερων ανομημάτων. Ξεπουλά το ξεπαγιασμένο της σώμα σε άνομα κρεβάτια, με το κεραμίδι του οίκου της να κινδυνεύει από τραπεζοπλειστηριασμό. Διώχνει τα παιδιά της μακριά-στην αλλοδαπή, τα αφήνει έρμαια εκμετάλλευσης ή τα παρακολουθεί περίλυπη να μετατρέπονται σε αυτόχειρες ιδανικών ένεκα δανεικών…
Φοβάται το σήμερα μα και το αύριο, τις λέξεις που αργοπεθαίνουν, τους ανθρώπους που ολισθαίνουν στα ίδια πάντα λάθη με απύθμενα πάθη. Τρομοκρατημένη από το αναβιωμένο παιχνίδι επιβολής επί βουλής, των πολωμένων αποκλεισμών και των συμπεφωνημένων εγκλεισμών. Των άδειων τρομολογιών και των αδειούχων τρομοκρατών που κραδαίνουν την απειλή ως ρομφαία και ρόπαλο.
Κατασκιαγμένη, εύκολα την κρατούν γονατισμένη, πεσμένη στα τέσσερα…
*Η Μαργαρίτα Ικαρίου είναι δημοσιογράφος.