του Αντώνη Τσιπιανίτη
με την Κατερίνα Διδασκάλου
σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Πατρώνη
Η Ερατώ -η νοικοκυρά από κάτω- μιλάει για τον έρωτα, την απόρριψη, την προδοσία, τη βαναυσότητα σε βάρος των γυναικών, τους διεφθαρμένους δημόσιους λειτουργούς ,την έλλειψη αυτοεκτίμησης . Με υπομονή και στωικότητα ζει στο περιθώριο, μέχρι την ημέρα που στο από πάνω διαμέρισμα μετακομίζει μια πόρνη. Και τότε….. ‘’
Φωτισμοί : Ελένη Αναγνωστοπούλου
Καλλιτεχνική επιμέλεια : Μηνάς Μινατσής
Κοστούμια : Δημήτρης Ανδριανός
Μουσική επιμέλεια : Μιχάλης Ρουμπής,Ιωάννης-Ιόλαος Μανιάτης
Βοηθός σκηνοθέτη : Μιχάλης Ρουμπής
Καθηλωτική είναι η ερμηνεία της Κατερίνας Διδασκάλου σε ένα ρόλο ‘κόντρα’, εκείνον της καταπιεσμένης γυναίκας που ξεσπαθώνει μετά την κηδεία του συζύγου της.
Μια ολόκληρη ζωή σε εβδομήντα λεπτά. Αυτό πετυχαίνει να αναπαραστήσει η Κατερίνα Διδασκάλου ,καθώς ερμηνεύει με αξιοθαύμαστη αμεσότητα, λιτότητα και μέτρο τον καλογραμμένο μονόλογο του Αντώνη Τσιπιανίτη “Η πόρνη από πάνω”(2011).Η χήρα Ερατώ,που υπήρξε παιδιόθεν θύμα καταπίεσης- γονεϊκής και συζυγικής-,απέχει πολύ από τους τηλεοπτικούς και τους κινηματογραφικούς ρόλους της ωραίας και επικίνδυνα μοιραίας που έχει υποδυθεί κατά καιρούς η γνωστή ηθοποιός. Κι όμως, η Διδασκάλου καταφέρνει να ενσαρκώσει με τέτοια πειστικότητα την-τόσο συμπαθή και τόσο δυστυχή- Ερατώ που νοιώθεις σαν να υπήρξε στην πραγματικότητα αυτή η γυναίκα. Χωρίς μακιγιάζ και σχεδόν αχτένιστη ,με ένα συντηρητικό και διόλου κολακευτικό ντύσιμο, η Διδασκάλου προβάλλει στη σκηνή, τσιμπολογά λίγα κόλλυβα, τακτοποιεί τα κεντίδια και τα σεμεδάκια της και ήδη με τις πρώτες φράσεις σε έχει γραπώσει χάρη στη “ζωντανή” ερμηνεία της. Εξίσου ζωντανός είναι , ωστόσο, και ο λόγος του Τσιπιανίτη, έστω κι αν η θεματική του έργου στηρίζεται σε μια συσσώρευση στερεότυπων γύρω από το γυναικείο δράμα της μη χειραφετημένης Ελληνίδας: η καταπιεσμένη κοπέλα από την επαρχία που ποθεί να έρθει στην πρωτεύουσα φαλλοκράτης σύζυγος που είναι και διεφθαρμένος αστυνομικός, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα της ηρωίδας κ.ο.κ. Υπάρχουν πάντως αρκετές εκπλήξεις στη γραφή του, εκτός από το καταλυτικό εύρημα της πόρνης που μετακόμισε στο διαμέρισμα του επάνω ορόφου, καθώς και ένα διαβρωτικό χιούμορ που απαλύνει το ενδεχόμενο μελό. Κυρίως όμως υπάρχει η ίδια η Διδασκάλου ως ιδανική ερμηνεύτρια της Ερατώς.
Ιλειάνα Δημάδη ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ
Η πόρνη από πάνω» φωτίζει τη γυναικεία αλήθεια.
Μια εξαιρετική παράσταση, ένας ανατρεπτικός μονόλογος, με αφετηρία μια κηδεία. Σκέψεις που πληγώνουν και σκοτώνουν. Μια ζωή σαν σκυλί που περιμένει να του πετάξουν ένα κόκαλο. Η ηδονή από πάνω, η στέρηση στο κάτω διαμέρισμα. Αναφέρομαι στο μονόλογο του Αντώνη Τσιπιανίτη, «Η πόρνη από πάνω», με την Κατερίνα Διδασκάλου, που παρακολούθησα στο θέατρο «Σφενδόνη».
Μια άψογη παράσταση με δυνατές συγκινήσεις και χιούμορ, που καταδύεται βαθιά στο γυναικείο ψυχισμό αναλύοντας δύσκολες αλήθειες και ψεύτικα όνειρα.
Ένα σπουδαίο κείμενο που ανασυνθέτει τα θραύσματα μιας ιστορίας πόνου, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινή.
Η Κατερίνα Διδασκάλου με την απέραντα ρεαλιστική και ταυτόχρονα συγκλονιστική ερμηνεία της, με την επιμελημένη κατεργασία του ρόλου της, αντί να απομυζά το έργο, το πλουτίζει ακόμα περισσότερο, μέσα από την αφαίρεση, αναδεικνύοντας με δεξιοτεχνία
Ο σκηνοθέτης Σταμάτης Πατρώνης δημιουργεί μια παράσταση ακέραιη, που τη διαπερνά η οδύνη, η δύναμη και ο ερωτισμός της ηρωίδας.
«Η πόρνη από πάνω» μαγεύει και λειτουργεί με βασικό γνώμονα την αισθητική και την τόλμη, δίχως παρωπίδες και ανούσιες προσεγγίσεις, ως παράσταση φωτίζει την αλήθεια μιας γυναίκας και τη βαθύτερη αξία ενός θεατρικού κειμένου.
…η Κατερίνα Διδασκάλου ως Ερατώ, αληθινή, λιτή, γήινη, συγκρατημένη, με έξοχα κρεσέντα, κέντησε τον μονόλογο δίχως να φαίνονται ενώσεις στον καμβά της διήγησης. Έπαιξε εξαιρετικά με το όπλο, το σασπένς και τις εκδοχές μιας πιθανής αυτοκτονίας, ενός πιθανότερου φόνου, φλερτάροντας και με το τσεχοφικό θέσφατο που λέει: αν στην πρώτη πράξη εμφανιστεί πιστόλι, στην τρίτη σίγουρα θα εκπυρσοκροτήσει.
Έπαιξε επίσης με τα μάτια, που έχουν τη δύναμη να διηγούνται παράλληλα αλλά και κόντρα στη φωνή και στο σώμα της. Έπαιξε, τέλος, με το χιούμορ του κειμένου. Συχνά προκαλούσε το γέλιο, το παρέδιδε όμως πάραυτα –σχεδόν τρομαγμένη– στην πίκρα και στον σπαραγμό προσωπικών αναμνήσεων, που αυτόματα αποκτούσαν συλλογική αντήχηση μέσα στον χώρο.
του Κώστα Γιαννακίδη (protagon.gr)