Ήταν μια μεγάλη πανύψηλη κερασιά που έστεκε όλο καμάρι, κανείς δεν θυμάται πόσα χρόνια, στο δεύτερο ή τρίτο πεζούλι (θα σας γελάσω ως προς την ακρίβεια αυτή) κάτω από την πρώτη γηστέρνα στους πρώτους κήπους του Μοναστηριού… τέτοιο όμορφο δέντρο δεν έχω ως τώρα ματαδεί!
Αυτόν τον μήνα τον Μάη και κάθε Μάη. Μάιος σίγουρα, άγγιζε σχεδόν τον θεό με τόση ομορφιά! Φουντωτή με καταπράσινα φύλλα και φορτωμένη κόκκινα,, κατακόκκινα, πορτοκαλί, λίγο πιο πορτοκαλί, ελαφρώς υποκίτρινα με ολόγλυκες υποσχέσεις κι ετούτα, κεράσια.
Σαν να το ΄κανε επίτηδες να μας προκαλεί με το ύψος της και να γελάει μαζί μας που προσπαθούσαμε μικρά εμείς να φτάσουμε με πήδους κανένα κλαδί να το τραβήξουμε με όλη μας την δύναμη και να αρχίσουμε να μαζεύουμε κλέβοντας τους καρπούς της!
Κι εκείνη δεν θύμωνε καθόλου γελούσε κι ευχαριστιόταν συμμετέχοντας κιόλας στο παιχνίδι μας αποδεχόμενη χωρίς αντίρρηση όλους τους κανόνες του.
Έτσι τα είχαμε βρει μια χαρά μαζί της! το ραντεβού μας για αρκετά χρόνια δινόταν με απόλυτη συνέπεια, εντιμότητα και αθώο παιδιάστικο συμφέρον! Εμείς την ξελαφρώναμε κι εκείνη μας πρόσφερε την αξέχαστη γλύκα των κερασιών της, δίκαιοι οι λογαριασμοί μας!
Η καλόγρια Χριστοδούλη (παράξενη κι ετούτη και το όνομα της) μας παρατηρούσε από ένα μικρό παραθυράκι της πίσω πλευράς του μικρού,χαμηλοτάβανου κελιού της που για να ξεγελάσουν ίσως την φτώχια το ονόμαζαν «Αρχονταρίκι»… Μας έβλεπε; δεν μας έβλεπε; ποτέ δεν το διευκρινίσαμε πάντως όταν καταλάβαινε πως περνούσε η ώρα και η σχέση μας με την κερασιά γινόταν ανεξέλεγκτη, ξεφεύγοντας από την αυτοδικαιοδοσία της ίδιας ως απόλυτης Αρχόντισσας και φύλακας άγγελος του Μοναστηριού… Έβαζε τις φωνές προειδοποιώντας μας ότι πρέπει να φύγουμε γιατί είχε πάρει να νυχτώνει, «άλλο» βέβαια σκεφτόταν μην τυχόν και ξελαφρώσουμε εις βάρος της Αγίας Θεοκτίστης την μοναδική κερασιά όλου του περιβολιού. Και δεν ήταν μικρό το περιβόλι, πελώριο μας φαινόταν από την είσοδο έως επάνω στους θεόρατους λούρους πίσω από την Θεοσκέπαστη ως πέρα στους «απέσω κήπους» κι από κει ίσα κάτω στον ποταμό της Κουφής το όριο του «τριεθνούς»:
Στάβλος – Κουφή – Πηγή! Η γεωγραφία σε κάθε εποχή παίζει παντού τον ρόλο της: ενώνει, χωρίζει, πολεμάει, φιλιώνει… και τα ποτάμια μικρά ή μεγάλα δεν κουβαλούν μόνο νερό αλλά και τις ιστορίες των ανθρώπων, όπως αυτό το ποτάμι που για να λέμε την αλήθεια ποτάμι δεν το λες σε καμία περίπτωση, ένας μικρός χείμαρρος που τον χειμώνα παλεύει μουγκρίζοντας να μοιάσει σε ποτάμι αυτό είναι. Μια βροχερή νύχτα ενός μακρινού Μάρτη προσπαθούσαν οι μερακλήδες εκείνης της παρέας να περάσουν από την μία όχθη στην άλλη κι ένας απ΄ αυτούς έπεσε στο παγωμένο νερό κανείς δεν έβλεπε κανέναν μόνο η φωνή ακούστηκε:
«βουθάτε του βρε να που μόλαρε μες στον Ευφράτη»!!!
Αυτές οι ανοιξιάτικες μέρες που όλα τα αγριολούλουδα οργίαζαν και γέμιζαν τον αέρα με ευωδιές και αρώματα στέριωναν την ψυχή μας κι ας μην το καταλαβαίναμε τότε, καθώς καθόριζαν ανυποψίαστα το αισθητικό μας κριτήριο κι όχι μόνο, μας έδεναν με την φύση γύρω μας όπως δέναμε κι εμείς σε ένα πολύχρωμο καμβά τις αναμνήσεις του μικρού αλλά υπέροχου κόσμου μας!
Τι να μας πουν παρά πάνω οι «οικολόγοι» του καιρού μας όταν έχουμε τόσο πλούτο κατακτήσει στο θησαυροφυλάκιο της μνήμης; Δεν είμαι σίγουρη αν αυτά μπορούν να διδαχθούν και να μελετηθούν στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα…
Μπορεί η κερασιά να μην στέκει πια εκεί στο Μοναστήρι, στέκει όμως αγέρωχη όπως τότε στο μυαλό μας, έχει ριζώσει γερά στην ψυχή μας και κάθε τέτοια εποχή κρατάμε στο ακέραιο τους δίκαιους λογαριασμούς μαζί της: με συνέπεια, τιμιότητα κι αγάπη!
Χαρούλα Κ. Κοτσάνη