Οι Λουόμενες, μια δραματική κωμωδία για τις καλά κρυμμένες αμαρτίες,ανεβαίνει στο skrow σε κείμενο και σκηνοθεσία Κατερίνας Μαυρογεώργη, απ’ τις 6 έως τις 17 Μαΐου.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Στη μικρή επαρχιακή λουτρόπολη με τις ιαματικές πηγές, ψυχή δεν κυκλοφορεί στον δρόμο. Όλοι ετοιμάζονται για την αλλαγή του χρόνου. Μόνο το Υδροθεραπευτήριο «ο Ασκληπιός»- ξεχασμένο κι απ’ τον Θεό ακόμα- παραμένει ανοιχτό. Μέσα βρίσκονται τρεις γυναίκες άγνωστες μεταξύ τους. Καμιά τους δεν έχει θέμα υγείας. Έχουν, όμως, όλες κάτι να ξεπλύνουν.
Η Λύντια είναι η ιδιοκτήτρια του “Ασκληπιού”. Η Κάτια και η Μαρία λουόμενες. Όλες μαζί παρακολουθούν μια παράσταση όπερας από ένα μικρό κόκκινο τηλεορασάκι, τον “Αστακό”. Συζητούν για την Τραβιάτα και τη Μαντάμ Μπατερφλάι,για όλα τα δραματικά φινάλε που επιφυλάσσονται στις πρωταγωνίστριες. Οι ιστορίες αυτές σα να μοιάζουν τώρα με τις δικές τους. Εκείνες, όμως, δεν είναι έτοιμες να τις βγάλουν στο φως. Ένα τραγούδι ακόμα θα τις ενώσει, θα δώσει φωνή στις σκέψεις τους. “Τώρα τι τρέμεις γιατί λυπάσαι/ Εγώ ευθύνες δεν σου ζητώ/ Αυτή η φωνή που τη φοβάσαι/ δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ”. Ο χρόνος τώρα μετρά αντίστροφα, το νέο έτος πλησιάζει. Το νερό ιαματικό, τα καίει όλα και σαν σε γιορτή εξαγνισμού, οι τρεις γυναίκες στήνουν έναν χορό εκστατικό, με τα μυστικά τους ν’ αφρίζουν σαν πρωτοχρονιάτικη σαμπάνια.
Οι ιστορίες ξεπλένουν σαν τα λουτρά. Πάντα θα έχουμε ανάγκη από ιστορίες.
Μαρία: Τι θα έκανε η Τραβιάτα στη θέση μας;
Κάτια:Δε θα προλάβαινε να κάνει τίποτα. Με τόση υγρασία εδώ μέσα, μια φυματική εταίρα θα είχε πεθάνει με φρικτούς πόνους από την πρώτη μέρα. Να σου πω, να έρθουμε κι εμείς τώρα στο νερό;
Μαρία:Ίσως να προλάβαινε να γιατρευτεί.
Κάτια:Ποιος;
Μαρία:Η Τραβιάτα.
Κάτια:Ναι, δε νομίζω… Δεν ξέρω.
Λύντια:Δεν είναι τα υδροθεραπευτήρια για τους φυματικούς, τα σανατόρια είναι.
Μαρία:Δε θα προλάβαινε να γίνει καλά;
Κάτια:Δε νομίζω, κορίτσι μου, πάει η Τραβιάτα, τη χάσαμε. Μην στεναχωριέσαι, θα έρθουν άλλες. Να σου πω, να έρθουμε τώρα;
Με αφορμή τις Λουόμενες, η Κατερίνα Μαυρογεώργη έγραψε για το TOC ένα κείμενο με το οποίο θυμάται την περιπέτεια της γραφής του έργου.
11 Απριλίου 2018. Είναι Πάσχα, είμαι στην Ικαρία. Έχω έρθει να γράψω κάτι που δεν έχω ιδέα τι είναι, αλλά ξέρω πως είναι η ώρα να κάτσω κάτω και να το γράψω.
Κάθομαι κι αρχίζω. Στις τρεις πρώτες σελίδες, η Λύντια και η Μαρία έχουν συναντηθεί μέσα σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο υδροθεραπευτήριο τον «Ασκληπιό». Όλα τα σωστά υδροθεραπευτήρια λέγονται «Ασκληπιός».
Την επόμενη μέρα του γραψίματος, φτάνει και μία τρίτη κυρία, η Κάτια, στο υδροθεραπευτήριο. Οι τρεις τους μου θυμίζουν τις μάγισσες του Μακμπέθ, μου θυμίζουν την Εκάτη, τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, το υδροθεραπευτήριο μου θυμίζει τον Κάτω Κόσμο. Σταματάω για λίγο το γράψιμο, κι αρχίζω το διάβασμα.
Το έργο λέγεται “οι Λουόμενες”, γιατί πολύ απλά αφηγείται μια βραδιά που πέρασαν τρεις λουόμενες σ’ ένα ξεχασμένο από τον θεό υδροθεραπευτήριο. Μια βραδιά παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Οι Λουόμενες γράφονται όλο το καλοκαίρι στην Ικαρία. Να σκίζονται και να γράφονται, να σκίζονται και να γράφονται. Κάποια στιγμή, απελπίζομαι, κολλάω τελείως. Ο Brian Enno με βοηθάει με τη μουσική του και τις συνεντεύξεις του. Πάω στα λουτρά στα Θέρμα Ικαρίας για επιτόπιο έρευνα και εμπειρία, πάω δύο φορές με τις δύο κολλητές μου την Αργυρώ και την Ελένη. Γινόμαστε λουόμενες κι εμείς. Στο κέντρο του χωριού στα Θέρμα, έχει ένα άγαλμα στημένο, μια κοπέλα γυμνόστηθη με μια πετσέτα στη μέση της που κοιτάει έτσι λίγο λοξά. Λέγεται φυσικά “η Λουόμενη”.
Οι Λουόμενες του έργου μας έχουν μυστικά. Έχουν αμαρτήσει βαριά, ή έτσι νομίζουν. Έχουν προαίσθημα πως το φινάλε της ζωής τους θα είναι δραματικό σαν αυτό που επιφυλάσσει η όπερα στις πρωταγωνίστριες της. Η Τραβιάτα πεθαίνει από φυματίωση, η Μαντάμ Μπαντερφλάι αυτοκτονεί με χαρακίρι, η Κάρμεν δολοφονείται, η Μανόν Λεσκώ πεθαίνει στην έρημο, η Λουτσία τρελαίνεται και πεθαίνει… Γιατί πεθαίνουν όλες αυτές; Μα για να γράψει δραματική μουσική ο εκάστοτε συνθέτης.
Σιγά σιγά όμως, όσο η ώρα περνά μέσα στο υδροθεραπευτήριο “ο Ασκληπιός” , οι Λουόμενες πιάνουν να λένε και τις δικές τους ιστορίες. Και τα δικά τους μυστικά. Και τις δικές τους αμαρτίες. Και όσο η Πρωτοχρονιά πλησιάζει σαν σπαθί έτοιμο να κόψει κεφάλια ή να κάνει χαρακίρι, τόσο πιο πολλά λένε τα κορίτσια. Τόσο πιο πολύ τραγουδούν, τόσο πιο πολύ τις πιάνει ένα διαβολεμένο κέφι, κάνει ζέστη, τα νερά τις καίνε, οι ιστορίες τις καίνε, θέλουν να βγουν από μέσα τους, να καούν κι αυτές, να εξαγνιστούν.
Εν τω μεταξύ, έχει φτάσει Φλεβάρης, ξεκινάμε πρόβες. Είμαστε έξι κορίτσια: τρεις παίζουν κι από κάτω άλλες τρεις, το σκηνοθετικό team. Διαβολεμένο κέφι.
Κάποια στιγμή, ενώ έχουμε ήδη ξεκινήσει πρόβες συνειδητοποιώ γιατί ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο: ήταν κάτι πίνακες που είδα στο μουσείο στο Παρίσι, μία ολόκληρη αίθουσα αφιερωμένη σε πίνακες με Λουόμενες, γυναίκες και κορίτσια που πλένονταν, πλένονταν, πλένονταν… Κι ένα όνειρο. Ότι ήμουν μέσα σε ένα τεράστιο χαμάμ με ατμούς κι αψιδωτά παράθυρα και έλεγα δεν θα ξαναβγώ ποτέ έξω, αυτός είναι ο Άλλος Κόσμος και είναι υπέροχος, μυρίζει σαπουνάδα.
Και τώρα έχει φτάσει πάλι Απρίλης και σε λίγο έρχεται Μάης. Κι εμείς οι Λουόμενες θα γιορτάζουμε Πρωτοχρονιά για 10 μέρες, στο θρυλικό skrow, ξεκινώντας από 6 Μαΐου.
Αναδημοσίευση από : http://www.thetoc.gr