Με αφορμή την επανέκδοση του πρώτου, πολύ σπάνιου δίσκου του, από το 1971.
Φώντας Τρούσσας για την Lifo.gr
ΟΙ SINGERS-SONGWRITERS, ΔΗΛΑΔΗ ΟΙ τραγουδοποιοί, είναι μία πολύ ιδιαίτερη κατηγορία μουσικών-καλλιτεχνών, που πάντα χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης από τα ακροατήρια. Και τούτο, γιατί υποστηρίζουν μόνοι τους τα τραγούδια τους, γράφοντας στίχους, μουσικές και ερμηνεύοντάς τα, με την κιθάρα ή το πιάνο τους, στα κλαμπ ή την δισκογραφία. Συγκεντρώνουν, δηλαδή, πολλές ιδιότητες μαζί, κάτι που δεν είναι εύκολο, ούτε και τόσο συνηθισμένο.
Εντάξει, ακόμη και στην Ελλάδα οι τραγουδοποιοί αυτού του τύπου είναι δεκάδες, αλλά και πάλι είναι κατά πολύ λιγότεροι από τους σκέτους τραγουδιστές, στιχουργούς ή συνθέτες.
Οι τραγουδοποιοί στη πιο σύγχρονη ελληνική δισκογραφία –ας πούμε από το ’60 και μετά, για να μην αναφερθούμε στους ρεμπέτες, στον Αττίκ ή τον Νίκο Γούναρη–, συνδέονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τους ανάλογους ξένους συναδέλφους τους. Αρχικά με τους Γάλλους (Georges Brassens, Léo Ferré κ.ά.) ή τον Βέλγο Jacques Brel και εν συνεχεία με τους Αμερικανούς (Bob Dylan, Joan Baez, Simon & Garfunkel κ.ά.).
Χρονολογικά αν το πάρουμε, ο Λάκης Παππάς είναι ο πρώτος έλληνας τραγουδοποιός, που βγαίνει μόνος του, να υποστηρίξει (και) δικά του τραγούδια στις τότε μπουάτ, για να ακολουθήσουν στα μέσα του ’60 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας οι Διονύσης Σαββόπουλος, Γιώργος Ρωμανός, Γιάννης Πουλόπουλος, Αρλέτα, Πάνος Σαββόπουλος, Λήδα, Μαίρη Δαλάκου, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Μαρίζα Κωχ, Βασίλης Ζαρούλιας, Δέσποινα Γλέζου, Νίκος Χουλιαράς, Νίκος Κυπουργός, Τάκης Βούης, Χρήστος Λεττονός κ.ά. Κάποιοι απ’ αυτούς νεαρότατοι, κάτω από τα 20 χρόνια τους, στα πολύ πρώιμα βήματά τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 το ροκ αρχίζει να κάνει ακόμη πιο αισθητή την παρουσία του στα μουσικά πράγματα στη χώρα, κι έτσι πολλοί τραγουδοποιοί που είχαν ξεκινήσει με τις ακουστικές κιθάρες τους ή εν πάση περιπτώσει με ακουστικό ήχο, στα μέσα της δεκαετίας, ανακαλύπτουν στον ηλεκτρικό ήχο, μία νέα προοπτική, σπεύδοντας να κάνουν δίσκους, επηρεασμένοι, βασικά, από τα ξένα ροκ συγκροτήματα.
Σ’ αυτήν την ομάδα τραγουδοποιών, που εμφανίστηκαν στην δεκαετία του ’60, τοποθετείται και ο Περικλής Χαρβάς (1949-1993). Όπως είχε πει ο ίδιος, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Ποπ & Ροκ» [τεύχος #60, Φεβρουάριος 1983]:
«Ξεκίνησα το 1965 με τη φιλοδοξία να γίνω ένας σύγχρονος τροβαδούρος. Έγραφα τραγούδια, τα οποία έπαιζα με την κιθάρα μου στις φιλικές συντροφιές, στα πάρτυ-ρεφενέ, που κάναμε την περίοδο εκείνη, ακούγοντας από τη μια τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι, από την άλλη τον Ντύλαν και τους Μπητλς και από την άλλη τον Καζαντζίδη(…), τον Αγγελόπουλο, τον Ζαγοραίο και την Γιώτα Λύδια. Λοιπόν, με όλα αυτά τα ακούσματα, τα οποία πέρναγαν μέσα μου, σαν καθημερινή ζωή, έστηνα τα τραγούδια μου. Τραγούδια, που μίλαγαν για τις τότε ανάγκες, και της ηλικίας μου και της καθημερινής αναζήτησης».
Ο Περικλής Χαρβάς ξεκινά να τραγουδά στην μπουάτ Νεφέλες, ενώ ο Οκτώβριος του 1968 τον βρίσκει να δουλεύει, για λίγο διάστημα, με τον άγνωστο τότε Θάνο Μικρούτσικο, στην μπουάτ Ορίζοντες.
Είναι η εποχή όπου ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει επιστρέψει από την Ιταλία και ψάχνεται κι αυτός, ώστε να σχηματίσει ένα γκρουπ για να προβάρει τα καινούρια τραγούδια του (αυτά που θα κυκλοφορούσαν, τον Οκτώβριο του 1969, ως «Το Περιβόλι του Τρελλού»). Θυμάται ο Περικλής Χαρβάς:
«Ο Σαββόπουλος συνεργάζεται με τον Γιώργο Ρωμανό σε πρώτη φάση, και πάνε για ένα μήνα στην Θεσσαλονίκη. Πήγα κι εγώ εκεί, τα είπαμε, τα συζητήσαμε, και τον Δεκέμβριο του ’68 κατεβήκαμε στο Ροντέο. Άρχισα να παίζω τα τραγούδια μου πια, χωρίς να λέω άλλα, ξένα, ενώ ξεκινούσε μια καινούρια περίοδος για το ελληνικό τραγούδι, με το μεράκι του Διονύση και άλλων συναδέλφων, που βλέπανε από την τρύπα την αλέα, δηλαδή το χώρο του πανηγυριού. Έτσι, άρχισαν να γίνονται βήματα προς τα μπρος. Αυτή η συνεργασία κράτησε ένα τετράμηνο και τότε ήταν που έκανα το πρώτο μου δισκάκι».
Το 45άρι περιείχε τα τραγούδια «Καλοκαίριασμα στη Νικαριά / Και ο ήλιος λάμπει» [Pan-Vox, 1969], με το πρώτο απ’ αυτά (στίχοι Σ. Σταυρινάδη) να αποτελεί ένα από τα διαχρονικά ωραιότερα του Περικλή Χαρβά.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 το ροκ αρχίζει να κάνει ακόμη πιο αισθητή την παρουσία του στα μουσικά πράγματα στη χώρα, κι έτσι πολλοί τραγουδοποιοί που είχαν ξεκινήσει με τις ακουστικές κιθάρες τους ή εν πάση περιπτώσει με ακουστικό ήχο, στα μέσα της δεκαετίας, ανακαλύπτουν στον ηλεκτρικό ήχο, μία νέα προοπτική, σπεύδοντας να κάνουν δίσκους, επηρεασμένοι, βασικά, από τα ξένα ροκ συγκροτήματα.
Όπως συνέβη και με την γνωστή σε όλους περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου, γύρω από τους τραγουδοποιούς συγκεντρώνονται ηλεκτρικοί κιθαρίστες, μπασίστες και ντράμερ, καμιά φορά και οργανίστες, φλαουτίστες κ.λπ. και κάπως έτσι αρχίζουν να δημιουργούνται συγκροτήματα, που έχουν διττό ρόλο. Και να συνοδεύουν τους τραγουδοποιούς, μα και να συνδιαμορφώνουν το ρεπερτόριό τους, σίγουρα στα κλαμπ, μα κάποιες φορές και στην δισκογραφία, που ακολουθεί τελευταία και ασθμαίνουσα.
Έτσι έχουμε τον Διονύση Σαββόπουλο με τα Μπουρμπούλια του, τον Θανάση Γκαϊφύλλια με τους Ζορμπάδες του, την Μαρίζα Κωχ με τους Χ.Π.Σ.s, τον Περικλή Χαρβά με τους Τσαμπουνάδες του κ.λπ.
Ο Περικλής Χαρβάς παρουσιάζεται στο στρατό, το 1969 και όταν επιστρέφει, το 1971, κάνει έναν μεγάλο δίσκο κάπως βιαστικά, όπως είχε πει ο ίδιος, που πέρασε μάλλον απαρατήρητος στην εποχή του. Μάλιστα, για πάνω από 50 χρόνια ήταν ένα από τα ελάχιστα ροκ άλμπουμ της Music-box / Pan-Vox, που δεν είχε ποτέ επανεκδοθεί, είτε σε βινύλιο είτε σε CD.
Αυτό το πολύ σπάνιο άλμπουμ, που είχε τίτλο «Κάτω Από τα Παραμύθια» [Pan-Vox, 1971], τυπώνει τώρα, ξανά, η B-otherSide Records / Lost Archives, σε μια πολύ περιποιημένη έκδοση βαρέος βινυλίου (180 gr), μαζί με 6σέλιδο, δίγλωσσο, ένθετο, συν αφίσα, δίνοντας, συγχρόνως, ιδιαίτερη προσοχή στην αποτύπωση του πολύ ωραίου ψυχεδελικού σχεδίου του εξωφύλλου (αναμφισβήτητα ένα από τα ωραιότερα του ελληνικού ροκ), χρησιμοποιώντας γυαλιστερό (laminated) χαρτόνι.
Το άλμπουμ περιλάμβανε οκτώ πρωτότυπα τραγούδια και τέσσερις διασκευές, στα “Just a season” και “Chestnut mare” των Byrds (οι δύο πλευρές από ένα 45άρι τους στην CBS, που είχε τυπωθεί στην Ελλάδα), στο “Country road” του James Taylor (είχε βγει σε ελληνικό 45άρι, όπως είχε κυκλοφορήσει και το LP “Sweet Baby James” την ίδια εποχή στη χώρα μας), καθώς και στο “Bye bye love” , ένα τραγούδι που ανέδειξαν οι Everly Brothers και που εκείνη την εποχή το τραγούδησαν οι Simon and Garfunkel στο “Bridge Over Troubled Water” (απ’ αυτούς, λογικά, το άκουσε ο Π. Χαρβάς, αφού το LP των Simon and Garfunkel κυκλοφορούσε και αυτό, εδώ, το 1970).
Τα τραγούδια τιτλοφορήθηκαν «Οι ημέρες μου», «Η ωραία φοράδα», «Σε αυτό τον δρόμο» και «Γεια σου αγάπη» αντιστοίχως και (σαν διασκευές) ήταν συμπαθητικά. Τα καλύτερα, όμως, ήταν τα πρωτότυπα. Ας τα δούμε λίγο πιο αναλυτικά…
Το «Είναι μια μικρή πόλη» είναι ένα από τα δυναμικότερα τραγούδια του ελληνικού ροκ εκείνων των ετών (της καλύτερης εποχής του ελληνικού ροκ δηλαδή), με ωραία λόγια, μουσική και παιξίματα, μέσα από τα οποία φέγγει η άπιαστη κιθάρα του Αλέκου Γλύκα (μουσικός, που ήδη είχε περάσει από τους Charms, Beatniks, Stormies, Saxons, Babylon κ.λπ.).
Ωραίο είναι και το κάπως μελαγχολικό «Όταν μεγαλώσης», που κερδίζει από το τσέμπαλο (παίζει πάλι ο Αλέκος Γλύκας), όπως και η μπαλάντα «Είχα μιαν αγάπη», που διαθέτει ωραίο ρεφραίν, έχοντας πάντα αυτή την κάπως θλιμμένη ερμηνεία (που χαρακτηρίζει συχνά τον τρόπο τού Περικλή Χαρβά).